27 Μαρ 2006

Ακυρον! δεν κλείνουμε, απλώς υπολειτουργούμε.. συγγνώμη για την αναστάτωση

Μετά τον καταιγισμό μηνυμάτων (ευχαριστώ πολύ πολύ!!!) και επειδή νιώθω και'γώ παρόμοια θλίψη όταν χάνεται ένας διαδικτυακός τόπος, δε θα το αφήσω έρμαιο των άϋλων καταιγίδων, το blogometro, αλλά θα το ενημερώνω κάπου κάπου. Του έφτιαξα και μπανεράκι, σας αρέσει;


MYMONITORBANNER blogometro 18,3 KB
http://photos1.blogger.com/blogger/223/1891/320/snap-029b-Web.jpg

Τέλος Απρίλη μπαίνει λουκέτο


Ναι, σωστά διαβάσατε. Κλείνει το κατάστημα, λόγω ανωτέρας βίας.
Ως το τέλος του μήνα θα ανανεώνεται αραιά και που.
Μετά θα αφεθεί στην τύχη του ώσπου να εξαφανιστεί.

26 Μαρ 2006

Η ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες οι οποίες μας δυναστεύουν, κάθε 15ήμερο θα ανεβαίνει και απο μια τολμηρή ιστορία.


Ο νεαρός αρχαιολόγος στέκει πλάϊ σε μια κολόνα, παρόμοιος μ’ έναν αρχαίο περήφανο Κούρο, εντελώς ακίνητος. Τα ρούχα του είναι απλά και απέριττα, ένα τζιν ξεβαμμένο κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι στο χρώμα της άμμου. Η νεαρή τουρίστρια -μάλλον γαλλίδα- πλησιάζει με τη μηχανή της, καταγοητευμένη απο την εικόνα του νέου άνδρα πλάϊ στον αρχαίο κίονα, που, με τον ήλιο ακριβώς πίσω του, φαντάζει ως τμήμα γλυπτικής σύνθεσης -αναπόσπαστος απο το απομεινάρι του αρχαίου οικοδομήματος. Ενα κλικ! ακούγεται και η κοπέλα αφήνει ένα χαρούμενο γελάκι, που το μοντέλο της δεν κινήθηκε καθόλου κι έτσι κατάφερε να πετύχει μια υπέροχη φωτογραφία. Ο νεαρός αρχαιολόγος κινείται τώρα χαλαρά προς το μέρος της, ανταποδίδοντας το γέλιο με την αστραφτερή του οδοντοστοιχία. Λάμπει ολόκληρος με τον ήλιο πίσω του να στεφανώνει τα πλούσια μαλλιά του.

Η γαλλίδα ετοιμάζει την ψηφιακή μηχανή της για μια ακόμα φωτογραφία και το ευτυχές μοντέλο στέκει ξανά ακίνητο, έχοντας λάβει μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά. Ενα ακόμα κλικ! και η κοπέλα ξανασκάει στα γέλια. Λίγα βήματα προς το μέρος της, ένα δυο μικρά βηματάκια εκείνη προς τα πίσω, σκοντάφτει και μισοκάθεται με τα πόδια βυθισμένα σ’ ένα αβαθές όρυγμα. Ο νεαρός αρχαιολόγος βρίσκεται τώρα ακριβώς μπροστά της, τα επιδέξια χέρια του αγγίζουν τον αριστερό της βραχίονα και -χαμογελώντας πάντα, σαν άλογο που επιδεικνύεται στο μελλοντικό αγοραστή του- «χτυπήσατε;» ρωτάει στα γαλλικά. «Οχι, δεν είναι τίποτα..» απαντά η κοπέλα χωρίς να βιάζεται καθόλου να σηκωθεί. Τότε, κάθεται κι εκείνος πλάϊ της και αφοσιώνονται κι οι δυο τους στην απόλαυση της εικόνας του ήλιου που κοντεύει να δύσει.

Οι στιγμές αυτές είναι εντελώς δικές τους, μια και το γκρουπ έχει ήδη στραφεί προς την έξοδο του μνημείου. Μια φίλη της φωνάζει «έλα, έλα, σε λίγο θα κλείσει ο αρχαιολογικός χώρος» εκείνη απαντά «ναι, ναι, το ξέρω, έρχομαι» και, γονατίζοντας μπροστά στο νεαρό αρχαιολόγο, ξεκουμπώνει στα σβέλτα τα κουμπιά του τζιν του. Με εκπληκτική δεξιοτεχνία μπουκώνει το στύλο που ξεπετάγεται και του δίνει να καταλάβει τι εστί γλυπτική. Σμιλεύει με την τρυφερή της γλωσσίτσα τις ανύπαρκτες ατέλειες του σπαρασσόμενου μέλους και με τα δοντάκια της λαξεύει την απόληξή του τρυφερά, γύρω γύρω, και πάλι και πάλι... Ούτε ωχ! δεν προλαβαίνει να πει ο νεαρός αρχαιολόγος μπροστά στην καθηγήτρια των Καλών Τεχνών, που του κάνει την τιμή να ασχοληθεί μαζί του επι τόσην ώρα συνεχώς. Κάποτε, «πώς μπορώ να ανταποδώσω;» ρωτάει ψιθυριστά στο γαλλικό αφτάκι της, κι εκείνη σηκώνεται και τον κουκουλώνει πάραυτα με το φαρδύ και μακρύ της φουστάνι. Ευτυχώς η κοπέλα είχε προνοήσει να μη φορά τίποτε απο μέσα, κι εκείνος -ω, ευτυχία του!- επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ με δάχτυλα και γλώσσα. Η φίλη της, έχοντας φτάσει πλέον στην έξοδο, της ξαναφωνάζει, κι ενώ εκείνη απαντά «έρχομαι, έρχομαι, μια φωτογραφία ακόμη!» ανοίγει όλο και περισσότερο τα πόδια, όπως ο επαγγελματίας φωτογράφος που κρατά ισορροπία για να μη κουνηθεί η μηχανή του. Ο νεαρός αρχαιολόγος, χαμένος μέσα στις δίπλες του φουστανιού, ανταποδίδει απλόχερα τις προηγουμένως προσφερθείσες υπηρεσίες.

Οι δυο νέοι είναι εντελώς φουντωμένοι απο έρωτα, σα μπουμπούκια έτοιμα να σκάσουν στην άκρη του μίσχου τους. Ομως, ο χώρος πρέπει να κλείσει, ο φύλακας ήδη μπαίνει για να ρίξει μια ματιά μήπως έχει ξεχαστεί κάποιος επισκέπτης. Εκείνη τον βλέπει με το κοφτερό της βλέμμα και ξεσκεπάζει επιδέξια τον εραστή της, που ξαφνιάζεται, αλλά σύντομα καταλαβαίνει το κρίσιμο της στιγμής. «Πίσω απο το τουριστικό περίπτερο» της ξεφυσά λιγωμένος και προχωρά πρώτος, τάχα πως δε γνωρίζονται καν. «Αντε κοπέλα μου, άντε» μουρμουράει ο φύλακας, προσθέτοντας «τι σου είναι αυτές οι ξένες με τις φωτογραφίες τους» τη στιγμή που ο νεαρός αρχαιολόγος περνάει δίπλα του, κατευθυνόμενος προς την πίσω πλευρά του περιπτέρου. Η κοπέλα δεν αργεί καθόλου να τον φτάσει και, πίσω απο τα στοιβαγμένα κασόνια των αναψυκτικών, παίζεται η δεύτερη πράξη στα όρθια. Εμπρός, πίσω, τη στροβιλίζει στα νευρώδη του μπράτσα και το σώμα της ανταποκρίνεται, σα να είχαν προβάρει αλλεπάλληλες φορές αυτή τη συγκεκριμμένη χορογραφία. Τα κασόνια τους προστατεύουν τόσο, ώστε να τολμήσουν να γδυθούν εντελώς και να κρεμάσουν τα ρούχα τους σφηνώνοντάς τα στις εγκοπές τους. Ρουφάει βυζαίνοντας τα ηλιοψημμένα τσουρεκάκια που βρίσκονται στη θέση του στήθους της, ξεπλένει την πλάτη της με τη γλώσσα πάνω κάτω, κι εκείνη κάνει το ίδιο στους τρυφερούς του ώμους, εκεί, στην κλείδα. Για μια υπέροχη κι ανεπανάληπτη στιγμή, τα σώματά τους κλειδώνουν απόλυτα και η γεύση τους αναζητά την ύψιστη ηδονή. Την κρατά γυρισμένη ανάποδα με το κεφάλι προς τα κάτω και τους μηρούς της στους ώμους του, ώστε εκείνη να γευτεί τα περισσευούμενα υγρά του, ενώ εκείνος γεύεται τα δικά της που αναβλύζουν απο μια ρόδινη πηγή, στεφανωμένη με ολόξανθα αρωματισμένα ρείκια.

Κορεσμένοι απο την ποσότητα και την ποιότητα της αμφίδρομης έκφρασης της ηδονής τους, ντύνονται βιαστικά, αλληλλοβοηθούμενοι. Η κοπέλα μπαίνει στο περίπτερο λαχανιασμένη κι αναψοκοκκινισμένη, τάχα πως έτρεχε στο δρόμο, κι ο νεαρός αρχαιολόγος εισβάλλει στο χώρο του μαγειρείου γυρεύοντας απεγνωσμένα νερό.

«Τι γίνεται αφεντικό;» ρωτάει ο μάγειρας «με πόσες τον έπαιξες σήμερα;» Ο νεαρός όμως δεν είναι σε θέση ούτε να μιλήσει, μόνο ένα «αχ!» βγαίνει απο την ψυχή του, σωριάζεται αποκαμωμένος σε μια καρέκλα, και πίνει νερό απο το μπουκάλι που του προσφέρεται παγωμένο. Μετά, ξεκινώντας να φύγει, ρίχνει το περίσσευμα του μπουκαλιού στην κορφή του κεφαλιού του και στο πρόσωπο. «Αντε, αύριο πάλι» λέει ο μάγειρας καμαρώνοντας τα νιάτα και τη λεβεντιά του νεαρού, κι αυτός «ναι, αύριο, τα λέμε» απαντά και χάνεται στο σκοτάδι, που έχει ρίξει κιόλας το μουχρωμένο του μανδύα πάνω στη μαγική πόλη με τα αρχαία μυστήρια.

Ο μάγειρας συγυρίζει τα τελευταία σκεύη που έχουν μείνει αταχτοποίητα. Εχει φύγει όλο το προσωπικό για το κοντινό χωριό κι έχει μείνει τελευταίος -όπως κάθε βράδυ- για να κλείσει το κατάστημα. Ηταν μια κουραστική μέρα και για κείνον η σημερινή. Ευχαρίστως όμως θα άλλαζε την κούραση του μαγειρείου με τη γλυκειά κόπωση του έρωτα. Που ευκαιρίες για τέτοια όμως στην ηλικία του! σκέφτεται, τρίβοντας τη γυαλιστερή του καραφλίτσα με το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό χαϊδεύει τα πρησμένα του αχαμνά. Θυμάται με νοσταλγία τα νιάτα του, όταν ήταν καραβομάγειρας στα καράβια του Ωνάση -θειός σχωρέστον- και ταξίδευε πέρα δώθε στον Ατλαντικό. Εβγαλε τα κλειδιά απο τη ζώνη του και, πάνω που θά ’κλεινε το μαγειρείο, νάσου και μπαίνει μια ψωμωμένη τουρίστρια γύρω στα πενήντα, που κάτι ζητάει -ένα κομματάκι ψωμί για το δρόμο, λίγο νερό, κανα φρούτο...

24 Μαρ 2006

Το άλογο

Το άλογο είναι πολυαγαπημένο ζώο. Πολλοί εξύμνησαν την ομορφιά του, η καλύτερη όμως περιγραφή του βρίσκεται στο ποίημα Η ΦΥΓΗ του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Μαθήτρια της Α' Γυμνασίου το είχα αποστηθίσει για να το απαγγείλω. Στην πρόβα που γίνηκε στην τάξη, μόλις άρχισα την απαγγελία με πάθος, στον πρώτο στίχο όλη η τάξη ξέσπασε σε γέλια. Η καθηγήτρια ζήτησε να γίνει ησυχία και ξαναπροσπάθησα, μάταια όμως. Τα χάχανα έγιναν ακόμα πιο δυνατά. Δεν το έλεγα βλέπετε όπως το διαβάζουμε απο το βιβλίο, αλλά με πάθος -ίσως υπερβολικό. Στο διάλλειμμα έγινε πανζουρλισμός, μου ζητούσαν και μου ξαναζητούσαν να ξαναφωνάξω τον επίμαχο στίχο. Δεν το έκανα τότε, μάλλον πίστευα ότι με κορόϊδευαν, ότι μου χαλούσε το ίματζ -τρομάρα μου!- αυτή η ιστορία. Το ποίημα δεν το είπα φυσικά στη γιορτή, δεν τόλμησε η καθηγήτρια να με συμπεριλάβει στο πρόγραμμα. Θα καταντούσε ελαφρά ψυχαγωγικό, σαν επιθεωρησιακό νούμερο, θα έχανε η εθνική γιορτή τη σοβαρότητά της; Αγνωστο τι σκέφτηκε. Το δέχτηκα πάντως με άνακούφιση, αν και είχα καταβάλλει πολύ κόπο να μάθω απέξω 33 ολόκληρες στροφές.

Τώρα που το σκέφτομαι ξανά και φαντάζομαι ένα μικροκαμωμένο λιανό κοριτσάκι με κοτσιδάκια να ξεφωνίζει με πάθος "Τ' άλογο! Τ' άλογο!" με πιάνουν και μένα τα γέλια! Μάλλον τότε ακριβώς αντιλήφθηκα τη σημασία του γέλιου, πόσο αξίζει δηλαδή να μπορείς να κάνεις τον άλλον να γελά. Από τότε μάλλον αγάπησα τόσο πολύ και το άλογο.


Η φυγή


«Τ' άλογο! τ' άλογο, Ομέρ Βριώνη.
Το Σούλι εχούμησε και μας πλακόνει.
Τ' άλογο! τ' άλογο! ακούς σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.

»Για δες σα δαίμονες με πελεκάνε!
Κάτου απ' το βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια,
κυλάνε ανάκατα σαν νάν' λιθάρια,

»Τ' άλογο! τ' άλογο! Ακούς πώς σκούζουν!
Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Ανοιξ' η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάη.

»Βριόνη, πρόφθασε. ακόμη λίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Τ' άλογο!... Γνώρισα τη φουστανέλλα
του εχθρού μου τ' άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλλα.

»Δεν τόνε βλέπετε; Σα Χάρος φθάνει
ψηλ' ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Νοιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.

»Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιή.
Το μάτι επάνω μου έγρια στηλόνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.

»Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
νοιώθω το χνώτο του φωτιά ζεστό,
πώρχετ' επάνω μου σα νάναι φιό.

»Τ' άλογο! τ' άλογο, Ομέρ Βριόνη.
Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμόνει...
Αστρα λυτρώστε με. αυτή τη χάρη
ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι».



Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Β ο ρ ι ά.

Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο, πώχει στο στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.

Ακούει τον πόλεμο και χλημητάει.
Τ' αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Ολόρθη η χήτη του, ολόρθ' η ορά,
λιγάει το σώμα του σαν την οχειά.

Σκόνεται λαίμαργο στα πισινά του,
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζεν κάτου τη γή...
Κρίμα που τώθελαν για τη φυγή!...

Ο Λάμπρος τώβλεπε κι από τη ζήλεια,
κρυφ' αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια.
«Ατι περήφανο, να σ' είχα εγώ,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπώ».

Ως τόσ' ο Αλήπασας από τον τρόμο
τη χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο...
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή.
Το άτι χάθηκε με τον Αλή.



Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα.
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονταν για συντροφιά.

Λόγγους περάσανε, χαντάκια μύρια,
αίματα στάζανε τα φτερνιστήρια.
αφρούς σα θάλασσα τ' άλογο χύνει,
σκιάζετ' ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει.

Καθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πώτρεχε μες στο λαγκάδι.

Ολα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ίδρωτας βρύση του στάζει,
τ' άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστήλωσε, λύκος διαβαίνει.

Και κειός τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Τζαβέλλα.
Παντού του φαίνονταν πως είν' κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.

Μακρυά τα γένεια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ' απλώνει,
εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,
λες και τον έχουνε για πηνιμό.

Καθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,

έτσι και τ' άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μές στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πώχει τ' Αλήπασα τα γένεια αφρό.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει κ' εδείλιασε το μαύρο τ’ άτι,
φθάνει και τρέμουνε τα γόνατά του.
ακούς πως βράζουνε τα σωθικά του!

Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά.
Το φτερνιστήρι του χώνει βαθειά.
Το άτι φούσκωσε, βαρειά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.

Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ' αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απ’ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.

Κι εκεί που τ' άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδή.
Τ' αυτιά του ετέντωσε ν' ακουρμαστή.

Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυό πιστόλια.
Τ' άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα.

Και δεν τον άφηνε καλά ν' ακούση
αν κείνοι οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Αφρισ' ο Αλήπασας, καίετ', ανάφτει,
τα βόλια τώφτεψε μές στο ριζαύτι.

Τ' άτι εταράχθηκε σαν το στοιχειό
και μ' ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο
εμειν' επάνω του θολό, σβυσμένο.



Ακούει πατήματα, φωνές πολλές...
Αχ! Τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμόνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τ' άλογο για μετερίζι.

Γιομίζει τ' άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Ακούει που φώναζαν «Βεζίρη, Αλή!»
Κ' εκείνος έλυωνε σαν το κερί.

Πάλαι φωνάζουνε! Κάθε φορά
ακούετ' ο θόρυβος πλέον σιμά.
Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει.
«Βόηθα με, φώναζε, Ομέρ Βριόνη!»

Ετσι ο Αλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Οσο κι αν έζησεν, η φουστανέλλα
του Λάμπρου τώστεκε στα μάτια φέλα.



Σύντομο βιογραφικό του ποιητή *

Γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1824 στη Λευκάδα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Ανήκε σε παλιά οικογένεια, που το πρώτο της ορμητήριο άλλοι το τοποθετούν στην Ηπειρο και άλλοι στην Ευρυτανία, και που γενάρχης της ήταν ο Χρήστος Βαλώρας, αρματωλός που είχε φημιστεί στα επαναστατικά κατά των τούρκων κινήματα του τέλος του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα.

Στο σχολείο της Λευκάδας έκανε τις πρώτες του σπουδές ο Αριστοτέλης, τις συνέχισε στην Κέρκυρα, όπου ακολούθησε φιλολογία, και στην Ιόνιο Ακαδημία, και τις αποτελείωσε στη Γενεύη, όπου πήρε το «μπακαλορεά». Μετά στο Παρίσι και στην Πίζα, όπου στα 1848, μαζί με το δίπλωμα της Νομικής, του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα. Απο το 1848 μέχρι το 1852 -οπότε παντρεύτηκε μετά από αμοιβαίο έρωτα την Ελοϊσια, μοναχοκόρη του συγγραφέα και καθηγητή της ιστορίας Αιμιλίου Τυπάλδου- ταξίδεψε και γλέντησε τη ζωή του ταξιδεύοντας σε χώρες της Ευρώπης, Αγγλία, Ιταλία, Ουγγαρία, όπου συμμετείχε στα επαναστατικά κινήματα της εποχής.


Στην οικογένειά του ήταν αντίθετοι με την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, ο Αριστοτέλης όμως ήταν ενωτικός και ένθερμος πατριώτης. Το 1857 εκλέχτηκε για πρώτη φορά και παμψηφεί ως αντιπρόσωπος της Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή. Τη θέση αυτή κατείχε μέχρι το 1864, οπότε ενώθηκαν τα Επτάνησα με την Ελλάδα, κι απ' το 1864 μέχρι το 1869 υπήρξε αντιπρόσωπος στην ελληνική Βουλή. Απέθανε στις 24 Ιουλίου 1879.

Σε γράμμα του προς τον φίλο του Ανδρέα Στράτο, αναφέρει πως όταν το έθνος κοιμάται «το είδος της ποιήσεώς μου δεν δύναται να υπάρξει» Τα γάργαρα ρυάκια, τ' αηδονολαλήματα, τα μάγια του φεγγαριού δεν μπορούσαν να ξυπνήσουν τον ποιητικό του οίστρο. «Εγώ, δεν δύναμαι να ψάλλω παρ' όταν το έθνος μου βρυχάται. Τότε τα οστά των τεθνεώτων εγείρονται ενώπιόν μου, περιβάλλονται αυτομάτως την αρχαίαν σάρκαν των, βλέπω ρέον το αίμα των, ατενίζω τους κεραυνούς των βλεμμάτων των, και θερμαινόμενος εκ της φλογός των στιχουργώ τότε, αγορεύω, ζω, δαιμονίζομαι».
_____________________
* το Βιογραφικό του ποιητή δεν είναι δικό μου, είναι αποσπάσματα από την ΕΙΣΑΓΩΓΗ του Κλέωνα Παράσχου στο βιβλίο ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ, εκδ. ("ΒΙΒΛΟΣ") ΔΗΜ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ, Αθήνα 1955.

23 Μαρ 2006

μαντινάδα λυπητερή

Καλέ μου κι αν σε θάψανε, κι αν σ' έφαγε το χώμα
ο νους μου δε σ' απόδιωξε, ούτε η καρδιά μου ακόμα.

22 Μαρ 2006

ΤΑ ΘΗΡΙΑ

Ηταν δεμένα κάργα
ριγμένα στο έδαφος
τα θηρία.
Περήφανα λιοντάρια,
τίγρεις και αγριολαγοί,
σπάραζαν και χτυπιόντουσαν
σαν ψάρια στη στεριά.
Το στήσιμο των κλουβιών
δεν είχε τελειώσει ακόμα
για να κλειστούν εκεί,
να ηρεμήσουν.

Σκεφτόμουν πόσο δύσκολο θα ήταν
να κοιμηθώ με όλον αυτό το θόρυβο:
κοπανιόντουσαν σαν τρελλά
κάτω από τα δεσμά τους.

Πάντως, κοιμήθηκα σαν πουλάκι.
Ο ήχος της απόγνωσης
των αιχμάλωτων θηρίων
με νανούρισε γλυκά.



15/01/2005

20 Μαρ 2006

Το κόκκινο μαντήλι στον αέρα

Με το φέρρυ στον Ευβοϊκό
Σφιγμένοι στην κουπαστή
Ο αέρας να πολεμά το κόκκινο μαντήλι
να μπερδέψει τα μαλλιά μου
Το μαντήλι αντιστεκόταν

Ο εραστής μου με κοίταζε στα μάτια
Τον κοίταζα παιχνιδιάρικα,
εκείνος με πάθος
Μας κοίταζαν όλοι οι επιβάτες
Ηταν καλοκαιράκι και γεμάτο το πλοίο

Δεν μιλούσαμε,
ο αέρας θά 'παιρνε τα λόγια μας
Ούτε γελούσαμε,
μόνο αχνά χαμόγελα και ματιές

Ενοιωθα τη ζήλεια να μας τριγυρίζει
με όλα τα βλέμματα πάνω μας,
τα τραβούσε το κόκκινο φαίνεται

Φτάσαμε στον προορισμό μας,
έβγαλα το μαντήλι,
μπήκαμε στο αμάξι,
σήκωσε τη φούστα μου,
κάτι έψαχνε
-ίσως το μαντήλι-
Σε μια έρημη παραλία σταματήσαμε
και το βρήκε


__________________________
ΣΗΜ. από τη συλλογή "σημαδεύω έρωτες για να μείνουν ζωντανοί" που περιλαμβάνει ιστορίες αστείες και δραματικές, φανταστικές και πραγματικές, δικές και ξένες.

19 Μαρ 2006

Η ΚΟΥΡΤΙΝΑ

H κουρτίνα είναι ζωγραφισμένη με παράξενο τρόπο. Αλλάζει συνεχώς χρώμα, ανάλογα με το φωτισμό του περιβάλλοντος και την οπτική γωνία απ' όπου τη βλέπει καθένας. Πότε πρόκειται για μια κουρτίνα μπλε και πότε για μια κατακίτρινη, κι αυτή η αλλαγή συμβαίνει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Kοιτάζω τα χρώματά της που πάλλουν ξεγελώντας τη φαντασία μου και παίζω συχνά προσπαθώντας να μαντέψω τι επιτέλους κρύβεται πίσω της. Τι μπορεί να θέλησε να κρύψει ο ζωγράφος δίνοντας τόση έμφαση στο χρωματισμό της, που είναι αδύνατο να καθοριστεί.

Oμως η κουρτίνα είναι απολύτως στατική. Είναι ζωγραφισμένη και τίποτε δεν είναι ικανό να τη σύρει, εκτός απο τη φαντασία. Ας το επιχειρήσω λοιπόν.

Yποθέτω πως μπορώ να φανταστώ ένα καθαρό τζάμι, απ' όπου φαίνεται ένας υπέροχος κήπος τίγκα στο λουλουδικό και τους θάμνους. Μπορώ ακόμα να υποθέσω μια θάλασσα καταγάλανη, γεμάτη βαρκάκια με πανιά χρωματιστά, που τα σπρώχνει ο άνεμος.

Pυάκια με γάργαρα νερά να τρέχουν στην πλαγιά ενός βουνού, με βρύα και πολυτρίχια στις όχθες τους, όπου χιλιάδες πεταλούδες καλωσορίζουν την άνοιξη. Μπορεί ακόμα να κρύβει μια χιονισμένη πεδιάδα ή ένα τοπίο άγριο, χειμωνιάτικο.

Tίποτα δε με εμποδίζει να σκεφτώ ένα καταπράσινο λιβάδι, όπου βόσκουν όμορφα κοπάδια ελεύθερα ή σταλιάζουν κάτω απο ένα μεγάλο δέντρο τα μεσημέρια. Ολα αυτά έχουν τις ίδιες πιθανότητες να κρύβονται πίσω απο την κουρτίνα που στέκει σταθερά ζωγραφισμένη, δεν αποκλείεται όμως και το να κρύβει πίσω της το απόλυτο κενό.

Iσως αυτό να ήθελε να εκφράσει ο ζωγράφος. Το άσκοπο της αναζήτησης μιας εικόνας πραγματικής. Ετσι, βλέποντας την κουρτίνα, το μόνο σίγουρο είναι η απόλαυση που προσφέρει το έργο. Η επί πλέον απόλαυση του αόρατου κόσμου, αφήνεται να διαμορφωθεί ελεύθερα απο τον παρατηρητή.

Nα έχει ο παρατηρητής τη δυνατότητα να φαντάζεται δηλαδή, όσα δεν του αποκαλύπτει η κουρτίνα, ανάλογα με τη στιγμιαία του διάθεση ή, αν η πολλή φαντασία λείπει, να μένει λάτρης της πανέμορφης κουρτίνας.

Aν πάλι ο θεατής δηλώνει αδυναμία γενικά στο να παρατηρεί και μένει αδιάφορος μπροστά σε ένα έργο τέχνης, ας έχει την ευχέρεια να το προσπερνά χωρίς τύψεις, λέγοντας: Χαρά στο πράγμα... Καλύτερες κουρτίνες έχω σπίτι μου!

15 Μαρ 2006

βροχερός διάλογος

- Βρέχει...
- Μπα, μια ψιχάλα είναι..
- Κατακλυσμός σου λέω! Κοίτα έξω απ' το τζάμι.
- Τι λες παιδί μου; Πού τον είδες τον κατακλυσμό;
- Μα... μα δεν ακούς τις βροντές;
- Τίποτα δεν ακούω.
- Δε βλέπεις που αστράφτει;
- Οχι.
- Καλά, δε βλέπεις δεν ακούς... βρέχεσαι όμως, δε βρέχεσαι;
- Οχι, δε βρέχομαι. Στεγνός είμαι.
- Μα δες τα παπούτσια σου που έχουν γίνει βάρκες.
- Πάντα βάρκες ήταν τα παπούτσια μου. Ψωνίζω μεγάλο νούμερο για να νοιώθω άνετα.
- Το παντελόνι σου; Κοίτα τα μπατζάκια. Μούσκεμα!
- Σιγά που είναι μούσκεμα. Λίγο νεράκι εκειδανά...
- Και η πλάτη σου; Δεν το νοιώθεις που έχεις γίνει παπί; Πότισε το μπουφάν!
- Μια γλυκειά δροσιά νοιώθω.. τώρα που το λες...
- Καλά, εσύ δεν παίζεσαι! Κοίτα εμένα τότε...
- Ε, σε κοιτάζω. Και;
- Και δε βλέπεις ότι είμαι μούσκεμα;
- Ναι, τώρα που το λες... είσαι σα βρεγμένη γάτα.. χαχαχα...
- Αυτό έχεις να πεις μονάχα;
- Τι άλλο να πω; Α! Και το μαλλί σου στάζει.
- Το μαλλί μου.. και πήγα κομμωτήριο χτες.. Α στο καλό! Τζάμπα λεφτά.
- Δε βλέπεσαι με τέτοιο μαλλί.
- Χάλια, ε; Πολύ χάλια;
- Χειρότερα δε γίνεται.
- Καλά τώρα.. το μαλλί μου θα κοιτάζεις;
- Εσύ δεν είπες να σε κοιτάξω; Τα γυρίζεις τώρα;
- Είπα να με κοιτάξεις για να δεις πως βρέχει. Το κατάλαβες τώρα;
- Οχι. Τι να καταλάβω δηλαδή;
- Οτι βρέχει! Αμάν πια!
- Για μένα, ψιχαλίζει, σου τό 'πα και πριν.
- Αντε πάλι... μα αφού με βλέπεις βρεγμένη...
- Ε, και; Επειδή είσαι βρεγμένη θα πει πως βρέχει κιόλας; Μυστήρια είσαι...
- Εγώ είμαι μυστήρια;
- Αμ, ποιος; Εγώ;
- Τι να σου πω τώρα...
- Να μη πεις τίποτα. Ελα αγκαλίτσα μου...
- .....;
- Να χαζέψουμε τη βροχούλα...
- .....!
- Ελα βρε κουτούτσικο, έλα...


ΤΕΛΟΣ

_____________________________
Ερώτημα: Τελικά, μέσα βρέχει ή έξω;

14 Μαρ 2006

ΕΡΓΕΝΗΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ (θεατρικό σε 6 σκηνές-εικόνες)

«Το θέατρο είναι μια ποικίλη τέχνη και σ’ αυτό έγκειται η ζωτική του δύναμη. Χωρίς ενδοιασμούς, χρησιμοποιεί ό,τι βρίσκεται στο δρόμο του. Συνέχεια προδίδει τις αρχές του. Αναμφίβολα επιρρεάζεται απο τα σημεία των καιρών, χρησιμοποιεί εικόνες απο άλλα μέσα, άλλες φορές μιλά αργά, άλλες φορές γρήγορα. Τραυλίζει και σιωπά. Είναι εκκεντρικό και κοινότοπο, είναι ασαφές, καταστρέφει ιστορίες και δημιουργεί ταυτόχρονα καινούργιες. Είμαι βέβαιος ότι το θέατρο θα είναι πάντοτε γεμάτο ζωή -όσο οι άνθρωποι νοιώθουν την ανάγκη να δείχνουν αυτό που είναι, αυτό που δεν είναι και τι θα έπρεπε να είναι. Ζήτω το θέατρο...»

Τάνκρετ Ντορστ, γερμανός θεατρικός συγγραφέας
___________________________

ΕΡΓΕΝΗΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
(θεατρικό για ραδιόφωνο, βίντεο, σανίδι)


Σκηνή 1η

Τόπος: Ενα μαγαζάκι άκρη στο κύμα
Χρόνος: Απόγευμα, πριν το ηλιοβασίλεμα
Πρόσωπα: Θόδωρος: Αντρας γύρω στα 45
Σόφι: Γυναίκα περίπου 32, με φωνή απαλή, ευγενική
Σερβιτόρος (με λεπτή φωνή)

Ηχοι: Κυματάκι που σκάει απαλά στην ακτή
Απαλή μουσική στο βάθος
Ηχοι σερβιρίσματος, κλπ



Θόδωρος Θα σε γνώριζα ανάμεσα σε χίλιες γυναίκες! Σόφι..???.. (ερωτηματικός τόνος)

Σόφι Ο Θόδωρος..??? Οπως ακριβώς σε φανταζόμουν!

Θόδωρος Περίμενες πολλή ώρα?

Σόφι Οχι, μόλις έφτασα.. μην ανησυχείς...

Θόδωρος Με τι ήρθες? Με ταξί?

Σόφι Μπα.. δε σου λέω!

Θόδωρος (ξεροβήχει αλλάζοντας κουβέντα) Σ’ αρέσει εδώ μωρό μου?

Σόφι Αααχ! Υπέροχα είναι!

Θόδωρος Ε, καλοκαιράκι χωρίς θαλασσίτσα...

Σόφι ..είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο! (γελάκι)

Θόδωρος Δε θα τολμούσα να το πω τόσο... ποιητικά! (ελαφρώς ειρωνικά)

Σόφι Χμ.. το σκόρδο κατεβάζει την πίεση...

Θόδωρος Α, ναι? Κι εγώ το αποφεύγω για τη μυρωδιά!

Σόφι Πολύ ευαίσθητοι γίνατε εσείς οι άντρες τελευταίως... Μμμμ.. τι όμορφα που μυρίζεις! Εχει και τα καλά της η ευαισθησία! (γελάκι)

Θόδωρος Οχι υπερβολές φυσικά, ε? Μη χαρακτηριστούμε κιόλας αδερφές! (γέλιο)

Σόφι Δυο μέτρα άντρας αδελφή? Κούκλος είσαι! Στό’χουν ξαναπεί?

Θόδωρος (ντροπαλά) Ε.. όχι και κούκλος... (με αυτοπεποίθηση) Εσύ κούκλα, μάλιστα! Ξανθή και γαλανομάτα, σταράτη επιδερμίδα... Μμμμ.. υπέροχο μωρό!

Σόφι Οχι και μωρό...

Σερβιτόρος Τι θα πάρετε?

Θόδωρος Καφέ φυσικά... (προς τη Σόφι) φραπεδάκι?

Σόφι Ναι.. καφέ φραπέ.

Σερβιτόρος Δυο φραπέδες λοιπόν!
(φεύγοντας) Εφτασεεεεε...!!!

Θόδωρος Η θάλασσα με γαληνεύει...

Σόφι Και μένα! Στό 'γραψα με SMS…πονηρέ!

Θόδωρος Εμ? Φυσικά... Γι αυτό δε σ’ έφερα εδώ πέρα?

Σόφι Είναι υπέροχα! Σε λίγο θα βουλιάξει κι ο ήλιος μέσ' στη θάλασσα... Υπέροχα! Σ' ευχαριστώ...

Θόδωρος Μπα, τίποτα. Θα μου κάνεις όμως κι εσύ μια χάρη...

Σόφι Πες μου, να δω αν μπορώ!

Θόδωρος Μπορείς, σίγουρα μπορείς. Το θέμα είναι αν θέλεις.

Σόφι Για πες!

Σερβιτόρος Τα φραπεδάκια σας.

Θόδωρος Α μπράβο. Να πληρώσουμε κιόλας... Να, πάρε... τα ρέστα δικά σου. (ήχος κερμάτων)

Σερβιτόρος Ευχαριστώ.. Καλό σας ηλιοβασίλεμα!

Σόφι Πες μου λοιπόν... (πίνει μια γουλιά) Πολύ καλός ο καφές!

Θόδωρος Είναι λίγο δύσκολο... δεν ξέρω και πώς θα το πάρεις... πρώτη φορά που βλεπόμαστε...

Σόφι Ναι, βλεπόμαστε πρώτη φορά, γνωριζόμαστε όμως τόσο καλά! Τόσα μηνύματα έχουμε ανταλλάξει με τα κινητά μας βρε! (γελάκι) Σε ξέρω σα να σε γέννησα!

Θόδωρος Νά 'σαι καλά γλυκειά μου! Θα στα πω λοιπόν: Μετά απο δώ...

Σόφι Ναι...

Θόδωρος ..έχω ένα ραντεβού για δείπνο στην Πλάκα...

Σόφι Ναι...

Θόδωρος Με μια φίλη παλιά, που έχει έρθει απο Θεσσαλονίκη. Μπορείς νά 'ρθεις κι εσύ?

Σόφι Ουφ! Αυτό ήταν? Και βέβαια μπορώ.

Θόδωρος Αυτό ήταν το μισό.

Σόφι Α..?! (απορία)

Θόδωρος Το άλλο μισό είναι... (με μια ανάσα) αν μπορείς να προσποιηθείς πως είσαι γραμματέας μου! Εχω πει βλέπεις ότι είμαι πολυάσχολος.. και δεν κυκλοφορώ χωρίς γραμματέα...

Σόφι Περίεργη αντίληψη περί μπίζνεσμαν.. αλλά... Ναι! Θα έρθω! Πλάκα θά 'χει!

Θόδωρος Να σε φιλήσω κούκλα μου!

Σόφι Εντάξει. Στο μάγουλο όμως (ήχος φιλιού σκαστού)

Θόδωρος Καλό?

Σόφι Πολύ γλυκό!

Θόδωρος Κοίτα! Ο ήλιος άγγιξε το νερό!

Σόφι Αααχ! Υπέροχο! Παραλίγο να το χάσουμε!

Θόδωρος Ε, τώρα που το είδαμε, πάμε?

Σόφι Πάμε...


Πόρτες αυτοκινήτου ανοιγοκλείνουν, μίζα, επιτάχυνση, μουσική ροκ
Η μουσική αλλάζει σε λαϊκά τραγούδια. Ακούγονται ξανά πόρτες αυτοκινήτου να κλείνουν


Σόφι Εδώ είμαστε?

Θόδωρος Φτάσαμε!


Γελάκια, επειδή μίλησαν σχεδόν ταυτόχρονα


Θόδωρος Εδώ είναι το πάρκινγκ. Η ταβέρνα είναι απέναντι.

Σόφι Α! Τι όμορφο μαγαζάκι!

Θόδωρος Αυτό μ' αρέσει σε σένα, που τα βρίσκεις όλα όμορφα...

Σόφι (γελάει) Ετσι είμαι, τώρα θ’ αλλάξω?

Θόδωρος Οχι, προς Θεού, μην αλλάξεις... Πάμε?


Ακούγονται ξανά πόρτες αυτοκινήτου να ανοιγοκλείνουν


Σόφι Πάμε!


Η μουσική δυναμώνει και ξαναχαμηλώνει


Σκηνή 2η

Τόπος: Ενα ταβερνάκι σχετικά απόμερο
Χρόνος: Βραδυάζει
Πρόσωπα: Θόδωρος: Αντρας γύρω στα 45
Σόφι: Γυναίκα περίπου 32, με φωνή απαλή, ευγενική
Μάρω: Γυναίκα περίπου 40, με φωνή κακαριστή
Σερβιτόρος (με βαρειά φωνή)

Ηχοι: Λαϊκή μουσική, λατέρνα, τραγούδια λαϊκά
Ηχοι σερβιρίσματος, σερβίρισμα κρασιού, φιλιά, κλπ



Σόφι Η φίλη σου..??..

Θόδωρος Ε, όπου νά 'ναι θα φανεί...

Μάρω Θοδωρή!?

Θόδωρος Γλυκειά μου! (φιλιά) Μόλις φτάσαμε! Απο δω η γραμματέας μου η Σόφι.. Σόφι, η φίλη μου Μάρω Ταδίκου...

Σόφι Καλησπέρα σας.

Μάρω Ε, όχι και στον πληθυντικό! Συνομήλικες είμαστε... Νομίζω!..

Σόφι Εχετε.. Εχεις δίκιο! (γελάκι) Ο κύριος Θόδωρος θα ξέρει καλύτερα.

Θόδωρος Οχι και «κύριος» εδώ πέρα Σόφι! Είμαστε πια εκτός υπηρεσίας. Ας αφήσουμε τις τυπικότητες.. τι λες?

Σόφι Ο,τι πείτε.. Ο,τι πεις Θόδωρε! (γελάκι)

Μάρω Λοιπόν Θοδωρή μου, πώς πάνε οι μοναξιές? Σου λείπει η οικογένεια?

Θόδωρος Οχι και τόσο.. με τέτοια καλή παρέα ξεχνιέμαι.

Σόφι Αλήθεια, πότε επιστρέφουν απ’ τις διακοπές?

Θόδωρος Μεθαύριο μάλλον... Τι έκανες στα μαλλιά σου Μάρω? Πολύ όμορφα είναι. Κατακόκκινα!

Μάρω Καιρός τους ήταν να τα βάψω... Ε, τότε να ιδωθούμε και αύριο! Τι λέτε?

Σερβιτόρος Είμαστε κομπλέ? Θα δώσετε παραγγελία?


Ηχος απο μαχαιροπίρουνα και πιάτα, τραπέζι που στρώνεται


Σόφι+Μάρω Τι έχετε? Το πιάτο της ημέρας..??.. (γέλια)

Θόδωρος Είστε αχτύπητο δίδυμο κορίτσια! Συνεννοημένες είσαστε? (στο σερβιτόρο): Κατάλογο έχετε?

Σόφι Γιατί να μη μας τα πει να διαλέξουμε?

Μάρω Θέλει να τσεκάρει τις τιμές!

Θόδωρος Αιώνιο πειραχτήρι μου εσύ! (σκαστό φιλί)

ΜάρωΕλα.. το παρακάνεις! Θα χαλάσει το μέϊκ-απ..

Σερβιτόρος Λοιπόν..?..

Θόδωρος Φέρε τον κατάλογο νεαρέ..

Σερβιτόρος Αμέσως!

Θόδωρος Κορίτσια, έχω το λόγο μου να ζητάω κατάλογο.. Θέλω να πεταχτώ μια στιγμούλα να πάρω μια συνάδελφό μου απο την προηγούμενη δουλειά.. Με περιμένει λίγο παρακάτω, στο ταχυδρομείο.. Χώρισε πρόσφατα και νοιώθει μόνη.. Παραγγείλτε εσείς ώσπου να γυρίσω με τη Νάντια.

Μάρω Ο,τι πεις Θοδωρή!

Θόδωρος Δυο μουσακάδες για μένα και την κοπέλα, χωριάτικη σαλάτα.. και μια φέτα έξτρα.. μονάχα για την πάρτι μου! Εφυγα! Σε δυο λεπτά επιστρέφω!


Η λαϊκή μουσική ατονεί. Αρχίζουν να ακούγονται θόρυβοι του δρόμου, κυκλοφορία λεωφορείων, φρένα, βαβούρα, κλπ.


Σκηνή 3η

Τόπος: Δρόμος κεντρικώτατος, π.χ. γύρω απο Πλατεία Συντάγματος
Χρόνος: Εχει βραδυάσει
Πρόσωπα: Θόδωρος: Αντρας γύρω στα 45
Νάντια: Γυναίκα περίπου 26, με προφορά κάπως μάγκικη

Ηχοι: θόρυβοι του δρόμου, κυκλοφορία λεωφορείων, φρένα, βαβούρα, φιλιά, κλπ


Θόδωρος (μονολογεί) Νάτο το πουλάκι μου! Καταμελάχροινο και μέσ’ στα μαύρα.. σέξυ! Τι μανούλι είν’ αυτό, θεέ μου! Τύχη να σου πετύχει σήμερα! Φουστάνι φοράει ή μπλούζα? Εμ, τέτοια πόδια.. να μη τα δείχνει η κοπέλα? Ισαμε τον αφαλό!..

Νάντια Θόδωρε..??.. (δισταχτικά)

Θόδωρος Νάντια! Λατρεία μου! Πόσο χαίρομαι!

Νάντια Ε, καιρός ήταν να τα πούμε κι από κοντά, δε νομίζεις?

Θόδωρος Φυσικά...

Νάντια ..και τώρα, άσε τα «λατρεία μου».. Δεν είμαι πια το μωρό σου? (ναζιάρικα)

Θόδωρος Μωρό μου! Μωρούλι, μωρουλίνι μου! (φιλιά)

Νάντια Ε, πρόσεχε! Οχι επειδή δε βάφομαι να με κατσιάσεις κιόλας! Πού πάμε?

Θόδωρος Χμμ.. ναι.. πάμε εδώ κοντά.. σ’ ένα ταβερνάκι...

Νάντια Αλα! Ταβερνάκι! Κι έχω μια πείνα!

Θόδωρος Μωρούλι μου, θα σε ταΐσει ο μπαμπάκας σήμερα...

Νάντια Ναι, μπαμπάκο.. (γελάει μιμούμενη τον Καραγκιόζη)

Θόδωρος Ξέρεις.. είναι και δυο φίλες μου εκεί και μας περιμένουν...

Νάντια Δε θά 'μαστε μόνοι? Νο πρόμπλεμ! Λατρεύω την πολυκοσμία! Πάντα.

Θόδωρος Είδες? Σα να τό’ξερα! Μα.. μην τρέχεις έτσι! Ζορίζομαι να σε προφτάσω...

Νάντια Γιατί δεν έρχεσαι στο γυμναστήριο να προπονείσαι? Στό’γραψα εκατό φορές. Είσαι σε κρίσιμη ηλικία!

Θόδωρος Ετσι που τρέχεις, θα μείνω απο καύσιμα...

Νάντια (γελάει) Ναι..?.. Μπα.. δε φαίνεσαι απ’ αυτούς..

Θόδωρος Απο ποιούς? .. Ασε.. φτάσαμε!


Η λαϊκή μουσική σιγανά - δυναμώνει - σιγανά


Σκηνή 4η

Τόπος: Ενα ταβερνάκι σχετικά απόμερο
Χρόνος: Βράδυ
Πρόσωπα: Θόδωρος: Αντρας γύρω στα 45
Σόφι: Γυναίκα περίπου 32, με φωνή απαλή, ευγενική
Μάρω: Γυναίκα περίπου 40, με φωνή κακαριστή
Νάντια: Γυναίκα περίπου 26, με προφορά κάπως μάγκικη
Ελβίρα: Γυναίκα (τρανς) ακαθόριστης ηλικίας, με φωνή βαθειά
Σερβιτόρος (με βαρειά φωνή)

Ηχοι: Λαϊκή μουσική, λατέρνα, τραγούδια λαϊκά
Ηχοι σερβιρίσματος, σερβίρισμα κρασιού, φιλιά, κλπ



Θόδωρος Νάμαστε! Η συνάδελφος Νάντια, η φίλη μου η Μάρω, η γραμματέας μου Σόφι..

Σόφι+
Μάρω+
Νάντια
(ταυτόχρονα) Χαίρουμε πολύ! (γελάκια κακαριστά)

Θόδωρος Α, βλέπω ήρθε κι η παραγγελία.. Τι γουστάρεις Νάντια μου?

Νάντια (ψιθυριστά) Εδώ δεν έχει «μωρό μου»? (δυνατά) Μουσακά φυσικά!

Θόδωρος Είδατε, που το πέτυχα!? Ξεχνιούνται οι παλιές συνήθειες?

Μάρω Παλιές? Πότε κιόλας «παλιές»? Μωρό είναι η Νάντια.

Νάντια Είδες μπαμπάκο? Είμαι μωρό. Ολοι το βλέπουν.. (με νάζι)

Θόδωρος Ναι, μωρό μου!


Οι ήχοι σερβιρίσματος δυναμώνουν, κρασί που ρέει, τσούγκρισμα ποτηριών, χαχανητά, ομιλίες διάχυτες, γελάκια, κλπ


Θόδωρος Αχ! Να ξέρατε πόσο ευτυχισμένος είμαι σήμερα κορίτσια!

Ελβίρα Μπα μπα μπα! Ωστε εδώ είσαι πουλάκι μου!

Θόδωρος Ελβίρα! Να σου εξηγήσω καλή μου... Απο δώ οι κυρίες...

Ελβίρα Ασε τις συστάσεις, τώρα θα σε μάθω μπερμπαντάκο? Αντε, πλήρωνε και πάμε να φύγουμε! Να δω από πού θα σε μαζέψω την επόμενη φορά. ΑΝ θα υπάρξει επόμενη φορά! (τονισμός με σημασία στο Αν)

Θόδωρος Οι κυρίες...

Ελβίρα Δε μ' ενδιαφέρουν οι κυρίες! Σήκω και πάμε! Τώρα!

Θόδωρος Συγγνώμη κορίτσια... Ανωτέρα βία.. Η γυναίκα μου!

Σόφι+
Μάρω+
Νάντια
(ταυτόχρονα) Καληνύχτα Θόδωρε! Χαρήκαμε πολύ κι ευχαριστούμε για το τραπέζι... Για όλα! (γελάκια κακαριστά)

Ελβίρα Ποια «όλα» δηλαδή? Τι έγινε Θόδωρε? Προχώρα!

Θόδωρος (ψιθυριστά) Σιγά ντε.. Δεν είπαμε κι έτσι.. (στον εαυτό του) Μάνα μου.. τί'ν'τούτη?


Η λαϊκή μουσική σιγανεύει μέχρι που χάνεται εντελώς.
Αρχίζει να ακούγεται μια λατέρνα στο βάθος.


Σκηνή 5η

Τόπος: Δρόμος ήσυχος
Χρόνος: Νύχτα
Πρόσωπα: Θόδωρος: Αντρας γύρω στα 45
Ελβίρα: Γυναίκα (τρανς) ακαθόριστης ηλικίας, με φωνή βαθειά

Ηχοι: Διάφοροι ήχοι βραδυνοί, που και που κάποιο αυτοκίνητο, το σκουπιδιάρικο, μια λατέρνα που δυναμώνει κάπου κάπου τον ήχο της, βήματα, κλπ.


Οι 'ήρωες' μιλούν περπατώντας.



Ελβίρα Πώς «δεν είπαμε κι έτσι»? Εσύ δε με παρακάλεσες να εμφανιστώ και να σε σώσω απο τη βαρετή παρέα σου?

Θόδωρος Ναι, αλλά..

Ελβίρα Τι.. «αλλά»? Δεν έχει «αλλά»! Εσύ δε μου είπες πόσο δυστυχή σε κάνει το κυνηγητό που υφίστασαι απο τις διαδικτυακές σου γνωριμίες? Ιντερνέτ και κινητό μου ήθελες! Πάρτα τώρα!

Θόδωρος Ναι.. φυσικά.. (συνεχίζει πολύ σιγά) που νά ’τρωγα τη γλώσσα μου...


Για λίγο, ατμόσφαιρα αμηχανίας. Ακούγεται μόνο ο ήχος των βημάτων τους.


Ελβίρα Ξέρεις κάτι? (σιγανά, τρυφερά)

Θόδωρος Μμμ.. (πεισμα)

Ελβίρα Είσαι πολύ γλυκό μωρό μπούλη! (ψυθιροτραγανιστά)

Θόδωρος (παίρνει τα πάνω του) Κι εσύ μάνα μου, κι εσύ, δεν πάς πίσω! Τι έτρωγ' η μαμά σου πριν σε γεννήσει?

Ελβίρα Ο,τι έτρωγε κι η δική σου, αστέρι μου!

Θόδωρος Μμμμ...

Ελβίρα Με χουφτώνεις τώρα?.. Μόλις πέσαμε στα θεοσκότεινα...

Θόδωρος (ξαναμμένος) Ελα μάνα μου, αφού θα το κάνουμε, δε θα το κάνουμε? Ασε να πάρω ένα ορεκτικούλι... Λίγο μονάχα, τόσο δα να σ’ αγγίξω... εκεί...

Ελβίρα Αμα θες να το κάνουμε, μόνο από πίσω σε παρακαλώ, έχω περίοδο. Προφυλακτικό έχεις?

Θόδωρος Εχω απ' όλα κουκλάρα μου. Αλλά.. γιατί απο πίσω? Δε μ' ενοχλεί η περίοδός σου.

Ελβίρα Εμένα μ' ενοχλεί. (κοφτά)

Θόδωρος Αλλες γυναίκες θα πέταγαν απο τη χαρά τους με το μικρό μου βίτσιο...

Ελβίρα Δεν είμαι σαν όλες τις «άλλες» εγώ! Να το πάρκινγκ. Πού είναι τ' αμάξι σου?

Θόδωρος Μμμ.. εδώ το έχω αφήσει ή κάπου αλλού..?.. Με σένα, μάτια μου, τα έχω χαμένα.. Δεν το βλέπω εδώ πέρα... να θυμηθώ...

Ελβίρα Τελικά.. έχεις αμάξι μάγκα ή δεν έχεις? Αμα δεν έχεις, πες το, μη ντρέπεσαι, να πάρουμε το δικό μου. (τσαντισμένη φωνή, με «κοκοράκι»)

Θόδωρος (ψιθυριστά) Παναγία μου! Πού έπεσα... μη φάω και ξύλο τώρα απ' αυτό το ντερέκι...

Ελβίρα Τι μουρμουρίζεις εκεί πέρα? Τι έπαθες?

Θόδωρος Ασε ρε Ελβίρα, ξενέρωσα με το θέμα της περιόδου. Αναψα τόσο και μετά μ' έριξες.. ξέχασα και πού έχω βάλει το αμάξι, θυμήθηκα και τη γυναίκα μου... Πρέπει να τηλεφωνήσω, τέτοια ώρα την παίρνω τηλέφωνο... το ξέχασα με τούτα και με κείνα...

Ελβίρα Αστα, δεν περνάνε αυτά σε μένα. Είσαι ξύπνιο μαγκάκι, αδερφέ μου. Πες πώς δεν έγινε τίποτα. (συνεχίζει μεγαλόθυμα) Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια. Είσαι για κανα καφέ να γλυκάνουμε τα ξύδια ή μου θες κανα ουϊσκάκι? Γουστάρω παρέα απόψε, έχω βαρεθεί τα στεγνά...

Θόδωρος (αναστεναγμός ανακούφισης) Μέσα! Είσαι ξηγημένο παιδί. Πάμε σ' ένα μπαράκι που ξέρω εδώ κοντά.. αλλά.. κομμένο το αγκαζέ! Μη μου βγεί και τ' όνομα...

Ελβίρα Πάμε και θα σε ξομολογήσω..!.. (γελάκι)



Ο μακρινός ήχος της λατέρνας αλλάζει σε απαλή τζαζ, που αρχίζει να ακούγεται.



Σκηνή 6η

Τόπος: Ενα ήσυχο μπαρ
Χρόνος: Νύχτα
Πρόσωπα: Θόδωρος: Αντρας γύρω στα 45
Ελβίρα: Γυναίκα (τρανς) ακαθόριστης ηλικίας, με φωνή βαθειά
Μπάρμαν

Ηχοι: Απαλή μουσική τζάζ, σερβίρισμα ποτών, κλπ.



Θόδωρος Στην υγειά μας!

Ελβίρα Στην υγειά μας.. και.. Λέγε τώρα! Τι πρόβλημα έχεις!? Να μαντέψω?

Θόδωρος Για κάνε μια προσπάθεια...

Ελβίρα Δε σε καταλαβαίνει η γυναίκα σου!

Θόδωρος Χα! Πώς το μάντεψες?

Ελβίρα Ε.. όλοι το ίδιο έχετε.. κάτι σαν επιδημία...

Θόδωρος Ολοι?

Ελβίρα Ναι, όλοι οι άντρες πιστεύουν πως οι γυναίκες τους δεν τους καταλαβαίνουν...

Θόδωρος Γιατί το λες έτσι ειρωνικά? Δε με καταλαβαίνει, αλήθεια σου λέω!

Ελβίρα Εσύ, προσπάθησες ποτέ να καταλάβεις εκείνη? Την αγάπη της για την τάξη και καθαριότητα, τη λές «μανία».. άσε που θα κατουράς στα σίγουρα στο νιπτήρα.. Ολοι οι ψηλοί το κάνουν αυτό... μην ανησυχείς, δεν είσαι ο μόνος!

Θόδωρος Χα! (σαν να πιάστηκε στα πράσα) εχεις δίκιο! Μάγος είσαι? Μάγισσα...

Ελβίρα Ε, δε θα τα χαλάσουμε με το γένος τώρα.. λέγε με όπως σε βολεύει... Δίκιο δεν έχω? Για το θέμα της καθαριότητας.. λέω...

Θόδωρος Δεν είναι μόνο αυτό το θέμα. Κι η μάνα μου δε με υποστηρίζει. Τον καναπέ εγώ τον πλήρωσα, θέση όμως δεν υπάρχει εκεί για μένα... Ολο η μάνα μου την ξαπλάρει...

Ελβίρα Ε, «μάνα είναι μόνο μία»! Να τη... σφάξουμε? Εσύ πώς φέρεσαι?

Θόδωρος Ε.. πώς δηλαδή να φερθώ... θυμώνω, φωνάζω, διαμαρτύρομαι...

Ελβίρα Εδώ είναι το κουμπί! Κάτι πιο γλυκό δε μπορείς να κάνεις?

Θόδωρος Γλυκό? Εδώ με καταπιέζουν, δε μου κάνει καρδιά να μένω στο Σπίτι Μου.. κι εσύ μου λες να φέρομαι γλυκά!

Ελβίρα Οχι υποταγμένα φίλε μου! Γλυκά και τρυφερά με σταθερότητα! Αντρική γλύκα!

Θόδωρος Α! Εχω πάρει και αφρόλουτρα και σαμπουάν και ένα νέο άφτερ-σέϊβ.. και κολώνια ψώνισα!

Ελβίρα Εδώ μιλάμε για συμπεριφορά, όχι για φρου φρου κι αρώματα!

Θόδωρος Να σου πω. Τα φρου φρου βοηθάνε τη συμπεριφορά.. δε νομίζεις?

Ελβίρα Ναι, έχεις δίκιο. Αλλο να γυρνάς στο σπίτι βρωμώντας σκόρδο και ταμπάκο κι άλλο να μοσχομυρίζεις κολώνια.. δε λέω...

Θόδωρος Χαχαχα! Πλάκα έχεις! Δεν είναι μόνο ζήτημα μυρωδιάς όμως, το ίδιο δεν έλεγες κι εσύ προηγουμένως? Σκέφτομαι ώρες ώρες μπας κι έχει αλλάξει η χημεία μας.. Η γυναίκα μου, μετά που γέννησε, άλλαξε εντελώς!

Ελβίρα Ξέρω γιατί το λες αυτό. Σε είδα πριν λίγο με τις τρεις τσαπερδόνες στην ταβέρνα. Πάντα έτσι είναι στην αρχή. Γελάκια, χαρούλες, αστεία... Μετά αρχίζουν τα δύσκολα. Οταν ο άντρας θέλει, συνεχίζονται αυτές οι ελαφρότητες... μετά... Αφού δηλαδή η γυναίκα φορτωθεί όλα τα βάρη της συμβίωσης... χαλάει η μαγιονέζα! Ξαλάφρωσέ τη λιγάκι!

Θόδωρος Ολα? Οχι και όλα...

Ελβίρα Κακά τα ψέμματα μάγκα! Οσο και να το παίζουμε δήθεν αρωγοί, η γυναίκα φορτώνεται παραπάνω! Αλήθεια, έχεις σκεφτεί να μοιράσετε τις εξωτερικές
δουλειές τουλάχιστον?

Θόδωρος Δηλαδή..?.. Τα ψώνια..?.. Πάω κάπου κάπου και στο σούπερ-μάρκετ...

Ελβίρα Και έχεις τη συνείδησή σου ήσυχη, ε? Εμ, δε φτάνει αυτό... Φαντάσου να είχες τα παιδιά μόνος σου, μαζί με ένα χαζούλικο παιδί μεγάλης ηλικίας, που θα είχε και γνώμη μάλιστα!

Θόδωρος Τι θες να πεις? Πως το μεγάλο και χαζούλικο παιδί είμαι εγώ?

Ελβίρα Εμ?

Θόδωρος Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα... εχω βρει τη βολή μου με τη γυναίκα μου που τα αναλαμβάνει όλα -σχεδόν. Κι αυτή, γιατί δε ζητάει τη βοήθειά μου? Με λόγια, όχι ήξεις-αφίξεις.. Να μου πει καθαρά: Θέλω τούτο, χρειάζομαι βοήθεια σε κείνο!

Ελβίρα Γιατί... Γιατί οι γυναίκες δεν έχουν εξουσιαστικές τάσεις, γι αυτό! Θέλουν μόνοι τους οι άντρες να δείχνουν τη διάθεσή τους να βοηθήσουν, όχι να επιβληθούν στους άντρες. Ασε που κοντεύουν νά 'ρθουν στις μέρες μας τα πάνω κάτω... επειδή έχουν βαρεθεί οι κακομοίρες να μας νταντεύουν...

Θόδωρος Βάζεις και τον εαυτό σου μέσα τώρα? Τελικά, τι είσαι? Τι νοιώθεις? Περισσότερο άντρας ή γυναίκα?

Ελβίρα Για μένα θα μιλάμε ή για σένα?

Θόδωρος Μα, νομίζω το λύσαμε το δικό μου. Θα προσπαθώ να μπαίνω στη θέση της γυναίκας μου για να την καταλαβαίνω. Εκείνη όμως θα με καταλαβαίνει?

Ελβίρα Ελα μου ντε! «Εγώ, γιατρέ μου, ξέρω πως δεν είμαι καλαμπόκι, οι κότες το ξέρουν»?

Θόδωρος Χαχαχαχα! Πού το θυμήθηκες βρε θηρίο! Φοβερό! Σοφά λοιπόν και τα ανέκδοτα!

Ελβίρα Ναι, και τα ανέκδοτα, και οι παροιμίες, μπροστά στα μάτια μας βρίσκονται... αλλά, μέχρι να μπουν στο μυαλό μας και να τα καταλάβουμε...

Θόδωρος Πόσο έχεις δίκιο! Η νέα γενιά πάντως κάπου έχει αλλάξει, κάτι νοιώθει παραπάνω.. βλέπω το γιο μου...

Ελβίρα Ναι..?.. εχεις γιο...

Θόδωρος Και μια κόρη, αλλά είναι μικρή, δεν πιάνεται.. (γελάκι)

Ελβίρα Πώς δεν πιάνεται? Απο τη νηπιακή ηλικία το παιδί διδάσκεται.. μαθαίνει αντλώντας πληροφορίες απο το περιβάλλον...

Θόδωρος Α.. η μάνα τους ασχολείται με όλ’ αυτά...

Ελβίρα Βλέπεις? Πάει η γυναίκα σου τώρα και ήρθε «η μάνα τους»!

Θόδωρος Ε, όλα κι όλα! Να κάτσω να παίζω τις κούκλες στα γεράματα!

Ελβίρα Οπα! Και γέρος τώρα! Λίγο πριν δεν ήσουν και τόοοσο γέρος! (γελάκι)

Θόδωρος Πονηρή! Ολα τα πιάνεις στον αέρα!

Ελβίρα Αλλαξα και φύλο? Πριν μου μίλαγες σε γένος αρσενικό... Τώρα, μαζί με την πονηριά, κόλλησε το θηλυκό. Μυστήριος είσαι. Δεν τρώγεσαι με τίποτα! (γελάκι)

Θόδωρος Μπερδεμένος είμαι. Οταν ήμουν μικρός, μάθαινα -απο το περιβάλλον μου, όπως είπες κι εσύ προηγουμένως- το ρόλο του άντρα. Να είμαι υπεράνω. Να κερδίζω χρήμα, να φροντίζω την οικογένεια και να ξεσκάω και με άλλες γυναίκες, αμα τύχαινε κάτι! Η μάνα μου δε δούλεψε ποτέ της, είχε τη φροντίδα του σπιτιού... Η γυναίκα μου δουλεύει βέβαια.. μη σου πω ότι κερδίζει και περισσότερα απο μένα.

Ελβίρα Ασε.. μακρυά συζήτηση ανοίξαμε... ξέρεις τι ώρα είναι? Πέντε!

Θόδωρος Πήγε κιόλας πέντε! Ωχ! Θ' αργήσω στο γραφείο...

Ελβίρα Κυριακή ξημερώνει! Ξέχασες? Πότε έρχονται οι δικοί σου είπες?

Θόδωρος Δεν είπα, τώρα λέω: Την Τρίτη!

Ελβίρα Ε, έχεις καιρό να σουλουπώσεις το σπίτι κάπως, μη το βρουν αχούρι.

Θόδωρος Ναι.. αφού ρίξω έναν υπνάκο...

Ελβίρα Φυσικά. Στο... επιτρέπω!

Θόδωρος Ωραία τα είπαμε καλή μου... Σ' ευχαριστώ...

Ελβίρα Χμμμ... έγινα «καλή» ε? Εδώ το καλό φροντιστήριο! Γεια σου Ελβίρα!

Θόδωρος Πάλι με μπερδεύεις τώρα κι εσύ. Μια κουβεντούλα κάναμε. Οχι μάθημα.

Ελβίρα Τι να σου πω Θόδωρε? Ολα, μονά-ζυγά δικά σου τα θέλεις.

Θόδωρος Ναι, ο αλήτης!

Ελβίρα Η πρώτη σωστή κουβέντα που άκουσα απο το στόμα σου!

Θόδωρος Ε, χεχεχεχε! Αμα ξανασυναντηθούμε, θ’ ακούσεις κι άλλες! Πάω για πνευματική προπόνηση!

Ελβίρα Πρόσεχε την άρθρωση! Δε μαλακώνουν οι λέξεις αν η άρθρωση είναι σκληρή...

Θόδωρος Εχεις δίκιο πανάθεμά σε! Θα σε φιλήσω τώρα κι ας πούν ότι θέλουν! (φιλί σκαστό) Πότε θα σε ξαναδώ?

Ελβίρα Την άλλη Κυριακή εδώ θα βρίσκομαι... Ποιος και τι και γιατί θα πει? Μη σκας και τόσο. Ο κόσμος, σφαίρα είναι και γυρίζει.

Θόδωρος Ναι. Καλημέρα σου! Σφαίρα γίνομαι κι εγώ και την κάνω! Μπάϊ...!!!

Ελβίρα Μπάϊ...

Μπάρμαν Κυρία Ελβίρα, τα ποτά?

Ελβίρα Α, τον άχρηστο! Ξέχασε να πληρώσει! Πάρτα απο μένα τώρα και...την άλλη Κυριακή, άμα έρθει, θα τα χρεώσεις διπλά!


Μουσική τζαζ δυνατά

Αυλαία

12 Μαρ 2006

Ο ΚΑΝΑΠΕΣ





Πες,
πες,
πες,
Τους ρούφηξε
ο καναπές!







Ο ταν χώρισε ο Γιάννης, έκανε μόνιμη κατοικία του το γραφείο. Αυτό δεν έγινε απότομα, ούτε "κατόπιν ώριμης απόφασης". Πες για να εκτονώσει το άγχος του, πες επειδή είχε πέσει πολλή δουλειά, ή ίσως επειδή διόγκωνε τις ώρες απασχόλησής του, σιγά-σιγά, χωρίς να το καλοκαταλάβει και με τη δικαιολογία ότι έκανε οικονομία, ξενοίκιασε το διαμερισματάκι του, μοίρασε δεξιά κι αριστερά τα λιγοστά του υπάρχοντα -εκτός απ' τα βιβλία του- και εγκαταστάθηκε στο πίσω δωματιάκι, που το προώριζε για αρχείο.

Κ αταμεσίς του δωματίου τοποθέτησε έναν καινούργιο μαύρο στενό καναπέ κι εκεί αναπαυότανε τα μεσημέρια και τις μικρές ώρες, που το κορμί του πιανόταν πιά τόσες ώρες στην καρέκλα. Τα ρούχα του τα κρεμούσε εδώ κι εκεί, στα χερούλια της πόρτας και του παραθύρου. Στοίβαξε δυό-τρία χαρτοκιβώτια σε μιά γωνιά κι επάνω τους, μέσα σε νάϋλον σακκούλες, φύλαγε τον υπόλοιπο ρουχισμό -δυό σεντονάκια, μιά κουβέρτα, εσώρουχα, κάλτσες.

Α ν δεν υπήρχε τόση μοναξιά στην καρδιά του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ευτυχής στο μποέμικο περιβάλλον που ζούσε -ένας άνθρωπος που είχε καταφέρει να περιορίσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο. Ο περιορισμός όμως αυτός αντανακλούσε την ερημιά της ψυχής του, ήταν κάτι σαν αυτοτιμωρία, σα νά 'φταιγε μόνο εκείνος για όλα όσα είχαν συμβεί κι ήθελε ν' αναχωρήσει για να εξιλεωθεί.

Ν ερόβραστα τά ’βρισκε όλα τα εγκόσμια, κόντευε να γίνει κοσμοκαλόγερος. Αυτό δε σημαίνει πως δεν είχε φίλους, το τηλέφωνο κουδούνιζε ασταμάτητα και πολλοί ήταν εκείνοι που ενδιαφέρονταν για την υγεία του ή ζητούσαν τη γνώμη του για διάφορα ζητήματα. Τά 'χε ανάγκη όλ' αυτά τα κουδουνίσματα, γι αυτό, πολλές φορές, σκόπιμα καθυστερούσε να παραδώσει κάποια εργασία, ώστε νά 'χει την ευχαρίστηση της επι πλέον επικοινωνίας, νταραβέρι να γίνεται.

Α λεξίσφαιρο γιλέκο φορούσε την απόλυτη εσωτερική απάθειά του απέναντι σε κάθε τι που φοβόταν πως θα τον άγγιζε συναισθηματικά, αν και η εντύπωση που έδινε στους γύρω του ήταν αυτή ενός ανθρώπου ευαίσθητου στον πόνο των άλλων. Πιστεύω ότι πράγματι μόνο κάποιος που έχει πληγωθεί και υποφέρει πολύ μπορεί να είναι εντός του τόσο απόλυτα απαθής.

Π αρατηρούσε μέσα από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη όλους όσους γνώριζε και μεγάλωνε σαδιστικά το παραμικρό τους ελάττωμα, πράγμα που τον εμπόδιζε να έχει πραγματικούς φίλους της καρδιάς, ν' ακουμπήσει πάνω τους, να εξομολογείται, να ξαλαφρώνει την ψυχή του, πόσο μάλλον να εμπιστευτεί ξανά μιά γυναίκα. Μιά μέρα όμως, μιά πονεμένη ματιά άγγιξε την πιό ευαίσθητη χορδή στα βάθη της καρδιάς του. Ηταν το βλέμμα ενός ταλαίπωρου μικρού σκύλου, βρώμικου, χτυπημένου και νηστικού. Τον περιμάζεψε χωρίς δισταγμό, τον περιποιήθηκε, τον έκανε "κολλητό" του κι όπως θα περίμενε κανείς, το ζωάκι ανταποκρίθηκε πρόθυμα σ' αυτό το θείο δώρο της φιλίας.

Ε τσι, είχε τώρα πιά κάποιον βουβό μάρτυρα της μυστηριώδους καθημερινότητάς του για να μοιράζεται τα πάντα μαζί του, ακόμα και τον καναπέ, κυρίως τον καναπέ, που ο φιλαράκος του επέμενε να ξεσχίζει και να καταβρέχει με συνέπεια, πρωΐ και βράδυ. Καινούργιο μαρτύριο; Ασκηση αντοχής νεύρων; Αδολη αγάπη; Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω αυτή την απεριόριστη ανοχή του απέναντι στο ζωντανό που στα ξαφνικά κατέλαβε μιά τόσο σημαντική θέση στη ζωή του Γιάννη.

Σ υμβαίνει κάποιες φορές στη ζωή μας να συναντούμε και να αναγνωρίζουμε το άλλο μας μισό. Ισως αυτή η συνάντηση να ήταν καθοριστική, τόσο για το σκύλο όσο και για το νέο αφεντικό του. Η αλήθεια είναι πως η ζωή και των δυό τους άλλαξε προς το καλύτερο κι ο καναπές συνεχίζει μέχρι σήμερα ν' αποτελεί τη Λυδία λίθο της σχέσης τους.
__________________
ΣΗΜ. Η εικόνα είναι ευγενής προσφορά του Art Attack

Η απόσταση

Ενα γύρω σκοτάδι και στη μέση του πουθενά μια φωτεινή μπαλκονόπορτα μου κάνει παρέα κάθε βράδυ. Είναι μεγάλη, τετράγωνη σχεδόν τη βλέπω, χωρίς ενδιάμεσο κάθετο χώρισμα. Δεξιά κι αριστερά της έχει δυο ανοίγματα ακόμα αλλά όχι μέχρι κάτω, δυο στενόμακρα παράθυρα, πάντα κρυμμένα πίσω απο ημιδιάφανες κουρτίνες. Βλέπω καθαρά μέσα στο δωμάτιο, που φωτίζεται διακριτικά. Δεν βλέπω τα φωτιστικά σώματα, δεν βλέπω κάποιο φωτιστικό να κρέμεται, έτσι υποθέτω πως ο φωτισμός προέρχεται από χαμηλά τοποθετημένα αμπαζούρ, σε κάποια τραπεζάκια. Κάποιο φωτιστικό θα πρέπει να βρίσκεται και πάνω στο γραφείο, που κι αυτό δεν το βλέπω, θα πρέπει όμως να υπάρχει σ' αυτό το δωμάτιο, μια και ο τοίχος που φαίνεται πολύ καθαρά είναι γεμάτος βιβλία. Για την ακρίβεια, βλέπω μια τεράστια βιβλιοθήκη που δεν έχει τελειωμό, δεν βλέπω να τελειώνει κάπου δηλαδή, ούτε προς την οριζόντια ούτε προς την κατακόρυφη κατεύθυνση.

Τα βράδια που μένω ως αργά και δουλεύω, όπως πάντα σχεδόν, βγαίνω που και που στο μπαλκόνι μου ν' ανασάνω τη μυρωδιά της νύχτας, να χαζέψω τη μικρή μας πλατεία με το περίπτερο, που μένει ανοιχτό ίσαμε τις τρεις. Κατεβαίνω επίτηδες κατά τις δυόμισι να ψωνίσω τσιγάρα για την επομένη τάχα, κυρίως όμως κατεβαίνω για να καληνυχτίσω τον κυρ Γιάννη τον περιπτερά και τη γυναίκα του που έρχεται να τον βοηθήσει να συμμαζέψουν τα υπάρχοντα του μικρού τους μαγαζιού. Αργότερα, όταν το περίπτερο κλείσει, η μόνη συντροφιά μου είναι η φωτεινή μπαλκονόπορτα, εκεί ψηλά στο βάθος του ορίζοντα, καταμεσίς στο σκοτάδι, όχι και πολύ μακριά ούτε και πολύ κοντά όμως. Σκέφτομαι πως υπάρχει κι άλλη μια ψυχούλα που ξενυχτάει χωρίς να έχει βγει έξω -οπουδήποτε «έξω»- και τη βρίσκει μελετώντας ή γράφοντας ή ζωγραφίζοντας ή... ή...

Μια νύχτα πρόσεξα μια φιγούρα να στέκεται μπροστά στο φωτεινό τετράγωνο άνοιγμα, να στέκεται ακίνητη απέναντί μου και να τρυπάει τη μαυρίλα με το βλέμμα για μια μικρούτσικη στιγμή. Στάθηκα λιγάκι, μια σκοτεινή φιγούρα το σώμα μου μπροστά στη δική μου μπαλκονόπορτα, μετά έστριψα και κάθισα να συνεχίσω τη δουλειά μου. Σε καμιά ώρα που ξαναβγήκα, η φιγούρα δεν υπήρχε, το φως παρέμενε όμως αναμμένο και τα βιβλία πάντα στη θέση τους, ένα λαχταριστό κάδρο. Εκλεισα το φως και πήγα για ύπνο.

Κοιτάζω και τη μέρα καμιά φορά προς το μέρος της μπαλκονόπορτας που συντροφεύει τις νύχτες μου. Είναι πλαισιωμένη με φυτά που αναρριχώνται δεξιά κι αριστερά της, ένα κλωνάρι μάλιστα τραβάει παραπάνω κι αρχίζει να γέρνει δεξιά με πρόθεση να τη στεφανώσει. Κοντά στα κάγκελα υπάρχουν μεγάλες γλάστρες, ευτυχώς όχι στην οπτική ευθεία της μπαλκονόπορτας, έτσι δεν κονταίνουν το άνοιγμά της. Δεν έχω δει κανένα πρωινό μέχρι σήμερα κάποιον να βγαίνει στην ταράτσα, άλλωστε δεν κοιτάζω και πολύ συχνά, μονάχα όταν το θυμηθώ, δεν μού 'χει γίνει ακόμα έμμονη ιδέα.

Σήμερα το βράδυ όμως πήρα μια βαθιά απογοήτευση. Βγήκα στο μπαλκόνι μου να πάρω μια γεύση ανοιξιάτικη μαζί με την καθιερωμένη ανάσα, κοίταξα την πλατεΐτσα, το περίπτερο στη θέση του, έριξα το βλέμμα προς τη φωτεινή παρέα τόσων και τόσων νυχτερινών ονειροπλεγμάτων κι έμεινα άναυδη. Η μπαλκονόπορτα δεν είναι πια φωτεινή. Πάει κι η βιβλιοθήκη, δε φαίνεται τίποτα. Μια κουρτίνα κρύβει την όμορφη και ζεστή νυχτερινή συντροφιά μου. Μια ημιδιαφανής κουρτίνα, ημίλευκη, μεγάλωσε την απόσταση.

10 Μαρ 2006

Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες οι οποίες μας δυναστεύουν, κάθε 15ήμερο θα ανεβαίνει και απο μια τολμηρή ιστορία.

"...τη γαλήνη, την πνευματική γαλήνη και ανάταση που εμπνέει το Δελφικό Τοπίο..." κλείνει την ομιλία του ο ρήτορας σα να κατεβάζει βαριά την αυλαία ενός ομότιτλου θεατρικού έργου, και η σιγή του μικρού πλήθους που τον παρακολουθεί είναι η καλύτερη επιβράβευση. Τα χειροκροτήματα δεν αρμόζουν σ' ένα χώρο όπως οι Δελφοί. Ο ομιλητής αποσύρεται και αναλαμβάνει ο επόμενος να συνεχίσει σχετικά με την ιστορία της Δελφικής αναβίωσης, Σικελιανός κι έτσι...

Ο νεαρός αρχαιολόγος ψάχνει ακόμα το σκοτεινό της τοπίο έχοντας χώσει το χέρι του στο δέλτα του ποταμού της, αφού έχει αφαιρέσει το άσπρο βρακάκι που αναπαύεται στη δεξιά τσέπη του τζίν του.

Κάθονται κάπως παράμερα ώστε, και να παρακολουθούν όσα συμβαίνουν αλλά και να επιδίδονται παράλληλα στις ανίερες πράξεις τους χωρίς να προκαλούν βέβηλα βλέμματα.
Το κορίτσι φοράει ένα μακρύ και φαρδύ φόρεμα σε αρχαϊκό στυλ, ειδικά ψωνισμένο για την περίσταση, που διευκολύνει τις ανασκαφές του νέου της συντρόφου. Οι γονείς είναι καθισμένοι στις πρώτες θέσεις και παρακολουθούν με ενδιαφέρον τους διαδοχικούς ομιλητές έχοντας ανοιγμένο το πρόγραμμα με τα περιεχόμενα της εκδήλωσης, όπου περιέχονται και σχετικά αποσπάσματα των ομιλιών. Ο πατέρας, γνωστός φιλόλογος, έχει βγάλει το πολύτιμο στυλό του και κρατά σημειώσεις προς χάρη της μητέρας, εκλεκτής κριτικού θεάτρου σε στήλη αθηναϊκής εφημερίδας.

Το μπούστο της νεαρής κοπέλας φαίνεται καθαρά πίσω από το χαμηλό βράχο, με το πρόσωπο τελείως σοβαρό και το βλέμμα εμβριθώς προσηλωμένο στο κοίλον με τους ομιλητές. Ο νεαρός αρχαιολόγος φαινόταν και αυτός προ ολίγου, τώρα όμως έχει εξαφανιστεί, μια και είναι ξαπλωμένος πίσω απο το χαμηλό βραχάκι, συνεχίζοντας τις ανασκαφές του στο ιερό δέλτα, έχοντας μάλιστα προσθέσει και το λεπτό εργαλείο της γλώσσας του μετά τη γενική ανασκαφή που έφεραν εις πέρας τα ευκίνητα δάχτυλα των χεριών του.

Το κορίτσι κάθεται σε ένα κομμάτι μικρού κίονα έχοντας ανοίξει τα πόδια και έχοντας παραδώσει στην ορμή του νεαρού αρχαιολόγου το αρχαιότερο μυστήριο του άντρου της, κάθυγρου ως σπήλαιο και ως χαράδρα όπου ρέει το ύδωρ της Στυγός. Το πρόσωπο του νέου βρίσκεται σε πλάγια θέση, αναπαυόμενο επι της δεξιάς του παλάμης, ενώ η αριστερή παραμερίζει εντέχνως τα πυκνά δάση της κοιλάδας για να διευκολύνει το έργο της ανασκάπτουσας γλώσσας. Το μπούστο του κοριτσιού αναταράζεται με διαδοχικούς κραδασμούς και οι γονείς, που ρίχνουν πότε πότε κάνα βλέμμα, είναι περήφανοι που το σπλάχνο τους κατανοεί με ενθουσιασμό τα δρώμενα.

Ο νεαρός αρχαιολόγος μετακινείται έρποντας ως όφις και ως σαύρα επι των ιερών ερειπίων, τόσο ώστε να ταυτιστεί ο δικός του κίονας με τη συντεταγμένη της ολόδροσης κοιλάδας. Το κορίτσι αλλάζει τότε με ευκολία τη θέση του χωρίς δισταγμό, συνεχίζοντας να διατηρεί το ύψος του αναφαινόμενου μπούστου πίσω απο τον χαμηλό βράχο, καθισμένο όμως πλέον επί του κίονος του νεαρού αρχαιολόγου. Ευτυχώς, οι αναταράξεις του κορμού συμπίπτουν με το πέρας της ομιλίας του δευτερου ομιλητή και οι γονείς, που ξαναστρέφουν το βλέμμα, χαίρονται που η κόρη τους έχει μπει για τα καλά στο νόημα και δε βεβηλώνει με χειροκροτήματα τον ιερό χώρο.

Η ιερουργία του νεαρού ζεύγους συνεχίζεται με ζέση. Ο νεαρός αρχαιολόγος, ενθουσιασμένος με την επιτυχία των ανασκαφών του, ρέει ολόκληρος, διαχέεται απο όλους τους πόρους του σώματός του. Ο ιδρώτας πλαισιώνει το μέτωπό του, οι μασχάλες του έχουν μουσκέψει το κοντομάνικο μπλουζάκι και ο κίονάς του, περιχαρής, εξακοντίζει το ορμητικό συντριβάνι του μέσα στη χλοερή κοιλάδα. Μετά απο αυτή την εξαιρετική επιτυχία των ανασκαφών του, δικαιούται πλέον να καταρρεύσει πανευτυχής ανάσκελα, μπροστά στα πόδια της ηγερίας του.

Τελειώνει και ο τρίτος ομιλητής το λόγο του και το μικρό πλήθος σηκώνεται και προχωράει σιγά σιγά προς την έξοδο, κατευθυνόμενο προς το εστιατόοριο του τουριστικού περιπτέρου για το προγραμματισμένο γεύμα.

Το κορίτσι σηκώνεται κι αυτό, ακολουθώντας τους γονείς, ενώ ο νεαρός αρχαιολόγος παραμένει λίγο ακόμη σε ύπτια θέση απολαμβάνοντας με τη φαντασία την προηγηθείσα επιτυχία του.

Στο εστιατόριο του περιπτέρου οι δυο νέοι ανταλλάσσουν βλέμματα με νόημα και οδεύουν παράλληλα προς τις τουαλέττες, όπου εκείνος -με τρόπο- καταχερίζει το άσπρο της μικρό εσώρουχο -μη μείνει και ξεβράκωτη η μικρή. Το κορίτσι πολύ θα ήθελε μια σύντομη συνέχεια του προηγούμενου έργου, η ώρα όμως της αναχώρησης πλησιάζει και δε διακινδυνεύει μια αναζήτησή της απο τη μητέρα της. Ο νεαρός αρχαιολόγος της κλείνει το μάτι δείχνοντας τον αριθμό του κινητού του, που έχει προλάβει -ο αθεόφοβος- να γράψει στο άσπρο κυλοτάκι. Το κορίτσι κοκκινίζει απο ευχαρίστηση μπροστά στη σκέψη μιας επανάληψης των ανασκαφών και σε άλλους χώρους, και μπαίνει στην τουαλέτα των γυναικών για να το φορέσει.

Υστερα απο λίγη ώρα, τα πούλμαν αναχωρούν για την πρωτεύουσα με τη μικρή οικογένεια να ανταλλάσσει εμπειρίες, διηγούμενη τα όσα έχουν προηγηθεί στην πολιτιστική εκδήλωση. Ο πατέρας συμβουλεύεται τις σημειώσεις του, η μητέρα σημειώνει τώρα συνδυάζοντας τη μαγεία του Δελφικού Τοπίου με τα λόγια των ομιλητών, βαθιά χωμένη στην προετοιμασία του άρθρου που θα δημοσιέψει, και το κορίτσι κοιτάζει αποχαυνωμένο έξω απο το παράθυρο. Οι γονείς είναι πλέον βέβαιοι πως η κόρη τους βρίσκεται στα ίχνη τους, όντας σίγουροι για την επίδραση της μαγείας των Δελφών στην πνευματική της σφαίρα.

Νέα πούλμαν καταφτάνουν στον ιερό χώρο, αδειάζοντας φρέσκους επισκέπτες. Ο νεαρός αρχαιολόγος βρίσκεται επί των επάλξεων, πανέτοιμος για νέες ανασκαφές. Μια νεαρή τουρίστρια με μακρύ φαρδύ φόρεμα που θυμίζει αρχαίο ένδυμα -κατάλληλο για την περίσταση- απομακρύνεται απο το γκρουπ κρατώντας τη φωτογραφική της μηχανή...

_________________________
ΣΗΜ. -01 Προς άρσιν παρεξηγήσεων, η μικρά είναι ενήλικη.
ΣΗΜ. -02 Ηχητικά
εδώ

9 Μαρ 2006

Η πασχαλιάτικη κορδέλα

Κοίταζα την όμορφη κορδέλα μου να την παρασέρνει το νερό του καμπινέ και δε μ' ένοιαζε καθόλου για δαύτην, αλλά για το σκατόπαιδο που νόμιζε πως θα με πείραζε και γι αυτό την είχε ρίξει εκεί μέσα και τράβηξε και το καζανάκι. Σφάδαζε κρατώντας την κοιλιά του απο τα γέλια και φώναζε με τη βραχνή του φωνή «όλα τα κορίτσια είναι για τα σκουπίδια!» το κολόπαιδο.

Κι όλα ετούτα τά 'κανε επειδή είχε μπαμπά καθηγητή πανεπιστημίου και μαμά ποιήτρια «έλα να σε συστήσω στην κυρία, είναι ποιήτρια» μου είπε η θεία μου, που ήταν βοηθός του καθηγητή «ξέρετε, γράφει και το Μαρινάκι μας ποιήματα» που να άνοιγε η γη να με καταπιεί επιτόπου, ποιήτρια αυτή η καραβαμμένη καρακάξα; Με το μαλλί το παρδαλό και τα μάγουλα που φωσφώριζαν απο τις κρέμες; Πφφφ... τέτοια ποιήτρια δεν πρόκειται να γίνω ποτέ κι αν είναι έτσι οι ποιήτριες, θα πάψω να γράφω ποιήματα μη τυχόν και την πατήσω και καταντήσω στα χάλια της.

Εντωμεταξύ, η κορδέλα μου έφερνε βόλτες στην καταβόθρα κι όσο τη ρουφούσε ο καμπινές σκεφτόμουνα τι ωραία που γλίτωσα απο αυτήν, τώρα πλέον δε θα φόραγα πια αυτό το αστείο πράγμα στο κεφάλι μου που το τράβαγαν τ' αγόρια στο σχολείο αλλά και όπου αλλού πήγαινα. Ευτυχώς, δεν είχαμε άλλη κορδέλα στο σπίτι. Η μάνα μου μπορεί να θύμωνε, επειδή ήθελε να μου φοράει κορδέλες και να με ντύνει μπεμπεδίστικα ακόμα και τώρα που είχα πατημένα τα έξι, ίσως για να τονίζει τη διαφορά ηλικίας μας, γιατί όπου πηγαίναμε με ρωτάγανε «αδελφούλες είσαστε;» και γελούσαν όταν τους έριχνα ένα φαρμακερό βλέμμα να παγώνει το αίμα σου -τόσο φαρμακερό, έτσι πίστευα τουλάχιστον.

Ο πατερούλης μου δε θα θύμωνε καθόλου, το ήξερα καλά αυτό γιατί έπαιρνε πάντα τα κομμάτια μου όταν με μαλώνανε κι εκείνος δε με μάλωνε ποτέ ποτέ ποτέ! Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου, μονάχα που δεν ήθελε να τον φωνάζω «μπαμπά» όπως έκαναν τα άλλα παιδιά με τους δικούς τους μπαμπάδες, αλλά να τον λέω «πατέρα» όμως τον φώναζα «πατερούλη» γιατί το «πατέρας» μου φαινότανε πολύ σκληρή λέξη επειδή μου θύμιζε τα τέρατα των παραμυθιών.

Ολα αυτά περνούσαν απο το νου μου όσο έβλεπα την κορδέλα να βυθίζεται στο βάθος της τρύπας κι όταν χάθηκε εντελώς έστριψα απότομα κι έριξα μια μπουνιά στην κοιλιά του βουτυρόπαιδου που άρχισε τώρα να σκούζει τσιριχτά σαν το σφαγμένο γουρουνόπουλο που είχα δει να τρέχει χωρίς κεφάλι τα Χριστούγεννα στο χωριό. Πριν το σφάξουν έσκουζε φυσικά. Μετά, άφηνε ένα ποτάμι αίμα πίσω του καθώς έτρεχε ακέφαλο στην αυλή με τις κότες που πετάγονταν δεξιά κι αριστερά στο πέρασμά του κακαρίζοντας αλαφιασμένες.

Φώναζε το λοιπόν ο βουτυρομπεμπές κι ας ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, φώναζε τη μαμάκα του να τον σώσει, ότι τάχα τον έδερνα και τον δάγκωνα. Αντί για τη μαμά του την ποιήτρια ήρθε ο μπαμπάς του στον καμπινέ και τον έπιασε απο τους ώμους λέγοντάς του ότι έτσι είναι τα κορίτσια, πολύ κακά πλάσματα δηλαδή και να μη κάνει παρέα μαζί τους. Μετά απο αυτό, ήρθε η θεία μου η βοηθός του και με πήρε παράμερα και με ρώτησε «αλήθεια είναι αυτά Μαρίνα μου;» της είπα «φυσικά όχι, αυτός έριξε την κορδέλα μου στον καμπινέ και’γω του έριξα μια μπουνιά» και φαίνεται ότι με πίστεψε αλλά με πήρε να φύγουμε. Η ποιήτρια έτρεξε πίσω μας ρωτώντας «τόσο βιαστικά φεύγετε;» δίνοντας να φορέσουμε τα παλτά μας γιατί έκανε κρύο ακόμα, αν και σε δυο μέρες είχαμε Πάσχα.

_______________________
ΣΗΜ. Το διηγηματάκι αυτό, που ανήκει στη σειρά "παιδικές αναμνήσεις" την οποία ξεκίνησα πειραματιζόμενη σε αυτό τον τρόπο γραφής, ανέβηκε πρώτη φορά εδώ:
Η πασχαλιάτικη κορδέλα και αφορμή να το ανεβάσω ξανά στάθηκε η Composition Doll με τις γλαφυρές περιγραφές που κάνει για εποχές που έχουν περάσει. Η χώρα μας στάθηκε στα ποδάρια της, αλλά οι εποχές αυτές συνεχίζονται για πολλούς άλλους ακόμα...

8 Μαρ 2006

Η ιστορία ενός πιάτου

Σε κάποιο ταξίδι μου σε μια πόλη της Σουηδίας συνάντησα έναν άντρα που, όπως πιστεύω τουλάχιστον, όλες οι γυναίκες θά 'καναν δέκα κολοτούμπες ανάποδες για να τον κατακτήσουν. Είχα πάει για λόγους επαγγελματικούς για λίγες μέρες. Συναντήσεις, μελέτες, ομιλίες, και άλλα ξενερωτικά και ψυχοφθόρα. Είχα κλείσει δωμάτιο σε μια μικρή πανσιόν, καθαρή και βγαλμένη σαν απο παραμύθι -σπάνιο για Σουηδία. Οταν ταξιδεύω, μου αρέσει να μένω σε παρόμοια νοικοκυρεμένα μέρη, όπου υπάρχει μια σχετική ανθρώπινη ζεστασιά. Αποφεύγω γενικά τα ξενοδοχεία, ιδίως τα πολυτελή. Τέτοιες μικρές πανσιόν βρίσκονται κυρίως στην Αυστρία και τη Γερμανία, όταν όμως ξέρει κάποιος τι ακριβώς ζητά μπορεί να τύχει να το βρει και αλλού! Κάπως έτσι λοιπόν είχα ανακαλύψει το μικρό μου σουηδικό θησαυρό, κοντά στο κέντρο της πόλης. Το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή μου, ήμουνα θεοσκοτωμένη στην κούραση. Γύρισα στην πανσιόν, παρήγγειλα λίγο φαγητό να είναι έτοιμο μετά απο μισή ώρα περίπου που θα χρειαζόμουν για ένα μπάνιο, και αποσύρθηκα στα ενδότερα.

Εκανα το μπανάκι μου, λούστηκα, έβαλα και καναδυό ρολά στα μαλλιά μου για να είναι στρωμένα την επόμενη μέρα του ταξιδιού της επιστροφής -τα μαλλιά μου τότε ήταν μάλλον μακριά- φόρεσα ένα εντελώς άκομψο φαρδύ πουλόβερ που με έκανε να φαίνομαι διπλή, και κατέβηκα στην τραπεζαρία, όπου πίστευα πως θα συναντούσα τη Μάρθα, την ιδιοκτήτρια της πανσιόν. Η τραπεζαρία ήταν άδεια κι έτσι πέρασα δίπλα, στο μικρό σαλονάκι με τις πολυθρόνες με τα πράσινα καλύμματα. Βούλιαξα σε μια απο αυτές περιμένοντας το βραδινό μου. Οπως ήμουν ταλαιπωρημένη μισόκλεισα και τα μάτια, αν και ο φωτισμός δεν ήταν κουραστικός. Τα μάτια μου όμως έγερναν προς τη δύση κι αν το φαγητό δεν ερχόταν σε πέντε λεπτά ήμουν αποφασισμένη να πάω για ύπνο νηστική. Απέναντι απο την πολυθρόνα, όπου καθόμουν, υπήρχε ένας καθρέφτης μικρός πάνω απο ένα μικρό μπουφέ σερβιρίσματος. Κάποια στιγμή στύλωσα το βλέμμα μου προσεχτικά πάνω σε αυτό τον καθρέφτη και... καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί εκείνην ακριβώς τη στιγμή!

Μέσα στον καθρέφτη αυτό είδα το πιο αρσενικό πρόσωπο που έχω δει στη ζωή μου, να με κοιτάζει εξεταστικά με τα δυο καρβουνάκια που είχε για μάτια. Φαίνεται πως θα βρισκόταν εκεί πριν απο μένα, επειδή δεν είχα ακούσει τον παραμικρό θόρυβο ούτε είχα αντιληφτεί κάποια σκιά να μπαίνει στο σαλονάκι. Τι στην ευχή; Ημουν και κουφή και στραβή; Οχι βέβαια! Η μόνη εξήγηση ήταν πως ο άντρας αυτός υπήρχε εκεί πριν απο μένα. Ενοιωσα πολύ άβολα με τα ρολά στο κεφάλι -απο τότε δεν ξανάβαλα ρολά, άσε που τις περισσότερες φορές κουρεύομαι σχεδόν σύρριζα- και την πουλοβερούκλα που κρεμόταν απάνω μου σα ράσο. Βούλιαξα ακόμα βαθύτερα στην πολυθρόνα μου θέλοντας να εξαφανιστώ. Για να πιάσω κουβέντα μαζί του, ούτε λόγος βέβαια. Το πρόσωπο όμως παρέμενε εκεί, αμετακίνητο, και με παρατηρούσε καλά καλά. Δεν ήθελα ούτε να σηκωθώ ούτε να συνεχίσω να κάθομαι, και ανησυχούσα μήπως έρθει το φαγητό και αναγκαστώ να πάω στην τραπεζαρία, όπου πιθανότατα θα ερχόταν κι εκείνος. Διαφορετικά, τι δουλειά είχε σε μια πανσιόν τέτοια ώρα, στο σαλονάκι μάλιστα δίπλα στην τραπεζαρία, εκτός ίσως απο το να φάει; Ενας τέτοιος άντρας τα βράδια κυκλοφορεί στα μπαρ ή στα θέατρα. Τη σκέψη αυτή την έκανα λίγο αργότερα, όταν, απηυδισμένος κι αυτός φαίνεται απο την αργοπορία του φαγητού κι απο τη μουγγαμάρα τη δική μου, αποφάσισε να σηκωθεί να φύγει. Ειχε ένα όμορφο κορμί γυμνασμένο και λεπτό, έτσι μου ήρθε στο νου η ιδέα του θεάτρου. Μόλις έφυγε ο μυστήριος, κατέφτασε η Μάρθα με το δείπνο. Με είδε στα χάλια μου και προσφέρθηκε να με σερβίρει στο δωμάτιο, κάτι που κάνει μονάχα ως εξαίρεση.

Ανεβήκαμε μαζί και τη ρώτησα ποιος ήταν αυτός ο κύριος του σαλονιού. «Α, είναι ένας καλός πελάτης απο Ουγγαρία, που εμπορεύεται πιατικά χειροποίητα» απάντησε με ευκολία και συνέχισε «φαίνεται πως ήταν πολύ κουρασμένος γιατί έκανε χίλια διακόσια χιλιόμετρα... απο χτες τη νύχτα ταξίδευε μέχρι νάρθει εδώ... θα πήγε για ύπνο...» Ρώτησα φυσικά αν τα χειροποίητα πιατικά τα φτιάχνει ο ίδιος και μου απάντησε η πρόθυμη Μάρθα πως «ναι, και κάνει και εκθέσεις συχνά στην πόλη μας» πριν με καληνυχτίσει και μου ευχηθεί «καλό ταξίδι» μια και θα έφευγα πολύ νωρίς το πρωΐ.

Ταχτοποίησα στα γρήγορα τη βαλίτσα μου, είμαι πολύ γρήγορη όσον αφορά το θέμα «ετοιμασία ταξιδιού», και έπεσα για ύπνο κάτω απο το κάτασπρο φουσκωτό παπλωματάκι. Ελα όμως που ύπνος δε μου κολλούσε πλέον! Ούτε η κούραση, ούτε η έγνοια για την επιτυχία των επαγγελματικών συναντήσεων ήταν το εμπόδιο για έναν ύπνο βαθύ και αποτοξινωτικό. Το εμπόδιο ήταν η διαρκής σκέψη, το κόλλημα μάλλον που έφαγε το μυαλό μου με αυτό το πλάσμα που δεν άργησα καθόλου να το μυθοποιήσω. Το επόμενο πρωΐ στο πόστο βρισκόταν ο άντρας της Μάρθας, ο Σβεν. Πλήρωσα, πήρα το πρωϊνό μου στο χαρούμενο σαλονάκι με τις κλάρες, και, φεύγοντας «έχετε ένα δεματάκι» μου είπε ο Σβεν. Ηταν ένα δεματάκι πλακέ, καλοτυλιγμένο σε μπόλικα χαρτιά απαλά, χρώματος γκρενά. Ρώτησα τι είχε μέσα και μου απάντησε «το άφησε ένας κύριος για σας, έφυγε πολύ νωρίς, να τον συγχωρείτε που δεν περίμενε να σας το δώσει ο ίδιος». Φαντάστηκα ποιος θα ήταν αυτός ο κύριος, που δεν έμαθα ποτέ μου το όνομά του -αν και θα ήταν τόσο εύκολο. Ακόμα και πριν μερικά χρόνια θα μπορούσα να το είχα μάθει, να είχα βρει έστω κάποιο στοιχείο για εκείνον, με κάποια δικαιολογία, τάχα να του στείλω ένα «ευχαριστώ» για το πιάτο... ναι, ένα πανέμορφο κεραμεικό πιάτο περιείχε το δεματάκι! Τώρα πια, η Μάρθα έχει πεθάνει και την πανσιόν τη δουλεύει ο ανεψιός του Σβεν, κι ο Σβεν έχει πάει στο Χεμάβαν** να γηροκομηθεί στο χωριό του, κοντά στους Λάπωνες.

Ακόμα και σήμερα, η εικόνα εκείνου του άντρα που είδα μέσα στον καθρέφτη του πράσινου σαλονιού, βρίσκεται μαστορικά χαραγμένη στην ψίχα της ψυχής μου. Το καφτό βλέμμα, η ματιά η κοφτερή, αυτό μάλλον εμπόδισε οποιαδήποτε συνέχεια. Ηταν τόσο έντονη η εικόνα αυτή, που με τίποτα δεν ήθελε η ίδια, αφ' εαυτής της, να χαλάσει, να σβήσει, να σβηστεί απο τη μνήμη μου. Ακόμα και σήμερα με δαγκώνει κάποια περιέργεια, την απορρίπτω όμως γοργά. Τη θεωρώ κάτι πολύ ταπεινό για τη μοναδική στιγμή που έζησα, τη στιγμή της εικόνας που μου προσφέρθηκε τότε, εκεί. Ισως να σκέφτεται κι εκείνος κάτι παρόμοιο, ίσως και να με λέει ακοινώνητη και γαϊδούρα που δεν έψαξα να τον ευχαριστήσω για το δώρο του, ίσως και να μην ήταν ξεκάθαρα δώρο αυτό το πιάτο, ίσως να περίμενε κάποια νέα παραγγελία απο μένα... Ο,τι και να συμβαίνει απο αυτά, ένα είναι το σίγουρο: Το πιάτο αυτό βρίσκεται κοντά μου, είναι ολόγερο, τόσες μετακομίσεις κι ούτε ένα τσιμπηματάκι! Και όταν επιθυμώ να νοιώσω όμορφα και δροσερά, όταν θέλω να ευχαριστήσω ή να ξεκουράσω την ψυχή μου, το χρησιμοποιώ όπως χρησιμοποιεί ο παπάς το δισκοπότηρο και... Αγία Κοινωνία φυσικά είναι η ανάμνηση...

** Χεμάβαν: μικρό τουριστικό χωριό στο σουηδικό βορρά

Η κραυγή μιας γυναίκας (επετειακό)




















Ζωγραφίζω το κόκκινο,
βλέπω αίμα αντί χαρά.
Ζωγραφίζω το ρόδινο,
βλέπω σπλάχνα ανοιχτά.

Ζωγραφίζω γαλάζιο,
γύρω μελανιασμένα πτώματα.
Πράσινο βάφω, της ελπίδας,
στο χορτάρι χολή.

Μαύρο έβαλα στο τέλος,
μ' ένα μικρό αστράκι,
ν' αχνοφέγγει στο βάθος,
κατακίτρινο, φωτεινό.

Ο ήλιος μίκρυνε,
αλλά ήλιος πάντα μένει...

________________________
ΣΗΜ.
Τραγουδιστά, εδώ για 7 μέρες ακόμα

ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΑ ΤΑΞΙΔΙΑ -1-

Υπάρχει ένα καράβι όπου δεν ισχύει ο νόμος της βαρύτητας ή, μάλλον, ο νόμος αυτός ισχύει αντιστρόφως. Μόλις επιβιβάζεται ο ταξιδιώτης σε αυτό το καράβι, μια δύναμη πανίσχυρη σαν μαγνήτης τον τραβά προς τα πάνω φέρνοντάς τον ταυτόχρονα σε ύπτια θέση, τον οριζοντιώνει δηλαδή και τον ανεβάζει ψηλά με τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκεται σε κλάσμα δευτερολέπτου καρφωμένος με την πλάτη στην οροφή του σαλονιού. Ο τρόπος αυτός να ταξιδεύει κανείς είναι αρκετά πρωτότυπος και ξεκούραστος, μια και το ταβάνι του σαλονιού αυτού του καραβιού είναι ντυμένο, σε όλη του την επιφάνεια, με βελούδινο μαλακό στρώμα.

Το πρόσωπο κοιτάζει αναγκαστικά προς το κρυστάλλινο δάπεδο του καραβιού, διάφανο και πεντακάθαρο. Ταξιδεύοντας λοιπόν, ο επιβάτης είναι υποχρεωμένος να βλέπει διαρκώς τη θάλασσα, εκτός κι αν κλείσει τα μάτια. Το θέαμα είναι υποβλητικό και ανανεώνεται διαρκώς, οπότε, μια και δε νυστάζει, σπάνια αποφασίζει να τα κλείσει.

Αν η θάλασσα είναι γαλήνια, μπορεί να διακρίνει ως τα απύθμενα βάθη, να καμαρώνει όλα τα θαλασσινά πλάσματα, να βλέπει παράξενα ψάρια με καρούμπαλα, αστακούς να ζευγαρώνουν, αστερίες να τρέχουν σα δαιμονισμένοι, θεώρατα καβούρια, καταχθόνιες σμέρνες, κυματιστά σαλάχια, καρχαρίες τρικάταρτους, φύκια σα θεόρατα δέντρα να τρέχουν χωρίς ρίζες, κι άλλα πολλά και θαυμαστά. Συχνά, η θάλασσα γίνεται πολύχρωμη εξ αιτίας των χρωματιστών κοπαδιών απο ψάρια πορτοκαλιά, καφετιά, μωβ ή κιτρινοπράσινα.

Αν η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη, αυτό που βλέπει ο ταξιδιώτης είναι μονάχα η επιφάνειά της η ταραγμένη, που πάλλεται ανάμεσα στο λευκό του αφρού και το σκούρο μπλε, παίζοντας με μυριάδες παράξενα σχήματα.

Οταν το καράβι ταξιδεύει νύχτα, υπάρχουν ειδικοί προβολείς που φωτίζουν δυνατά και τότε η εικόνα της θάλασσας είναι συναρπαστική, επειδή -έχει δεν έχει φουρτούνα- ο βυθός είναι ορατός πεντακάθαρα.

Απολαμβάνοντας αυτό το υποχρεωτικό θέαμα, που εναλλάσσεται με άτακτο ρυθμό, οι ταξιδιώτες δεν αντιλαμβάνονται καθόλου τη διάρκεια του ταξιδιού καρφωμένοι όπως είναι στο ταβάνι. Ο χρόνος εξαφανίζεται δηλαδή, όσο κρατάει το ταξίδι τους.

Δε βρίσκονται πολλοί άνθρωποι στον κόσμο πρόθυμοι να ταξιδέψουν με αυτό το καράβι και θεωρούν όσους το προτιμούν τρελλούς κι αλλοπαρμένους. Οι περισσότεροι δεν αντέχουν το μηδενισμό του χρόνου και των αποστάσεων. Χρειάζονται το χρόνο και τις αποστάσεις για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Ο χρόνος είναι ανθρώπινο δημιούργημα κι ο άνθρωπος δεν τον αποχωρίζεται εύκολα. Η απόσταση χωρίζει, όπως πιστεύουν πολλοί άνθρωποι που επιζητούν να ζουν απομακρυσμένοι, χωρισμένοι ο ένας απο τον άλλο.

Στο καράβι που αντιστρέφει το νόμο της βαρύτητας, η απόσταση που διανύει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μηδενίζεται, επειδή δεν υπάρχει χρόνος για να την υπολογίσει κανείς. Ακόμη, η απόσταση των ανθρώπων που είναι καρφωμένοι στην οροφή του καραβιού είναι μηδενική μεταξύ τους, μια και είναι κολλημένοι ο ένας με τον άλλο και όλοι μαζί επάνω στο βελούδινο στρώμα. Αυτό τρομάζει τον κοινό άνθρωπο, που θέλει να νοιώθει τον εαυτό του ως κάτι το εντελώς ξεχωριστό. Η ανάσα και η μυρωδιά του διπλανού ενοχλούν, έτσι τον έχουν διδάξει.

Το καράβι αυτό ταξιδεύει σπάνια και πάντα τα δρομολόγιά του μένουν μυστικά για να μην ενοχλείται ο λαός, οι παπάδες και οι κυβερνήσεις. Ανακοινώνονται ιδιαιτέρως στους ενδιαφερόμενους και διαδίδονται με μεγάλη μυστικότητα. Το πώς βρίσκονται νέοι επιβάτες, αφήνεται στους παλιούς ταξιδευτές, στους γνώστες αυτής της ιδιαίτερης εμπειρίας. Αυτοί ανακαλύπτουν εκείνους που θα συνεχίσουν τα παράξενα -για τους υπόλοιπους- ταξίδια.

Η αναγνώριση γίνεται μονάχα με ένα βλέμμα. Φτάνει ένας σπινθήρας βλέμματος για να αναγνωριστούν οι άνθρωποι που διαφέρουν, οι πρωτοπόροι.

Με τον καιρό, λένε, η βαρύτητα θα εξαφανιστεί εντελώς από τον πλανήτη και τίποτα δε θα μας κρατά στην αναγκαστική όρθια στάση και τόσο μακρυά μεταξύ μας. Οπότε, αυτό το καράβι είναι μια πρόγευση απο το μέλλον του ανθρώπου και, όπως όλα τα μελλούμενα να συμβούν, προκαλεί φόβο και ανησυχία στον πολύ κόσμο. Λένε ακόμα, πως είναι κατασκεύασμα τρομοκρατών ή ότι πίσω του κρύβονται σκοτεινά συμφέροντα.

Η αλήθεια είναι ότι το καράβι αυτό απλώς υπάρχει και ότι υπήρχε απο πάντα. Αυτό όμως είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό. Για να το εννοήσει κάποιος, χρειάζεται να κάνει πρώτα ένα ταξίδι μαζί του. Και πώς να αποφασίσει ένα παρόμοιο ταξίδι όταν βρίσκεται με τις πατούσες καρφωμένες στο χώμα; Πώς να ταξιδέψει κοιτάζοντας τη θάλασσα, αφού, ακόμα κι όταν βρίσκεται μέσα της, θάλασσα γι αυτόν δεν υπάρχει;

5 Μαρ 2006

Η πλατεία που δεν υπάρχει

Στο χάρτη της Αθήνας υπάρχει κάπου, σημειωμένη με πράσινο χρώμα, μια τριγωνική μικρή πλατεία. Στην πραγματικότητα όμως εκεί, στο ίδιο μέρος, βρίσκεται ένα τριόροφο ανατσούμπαλο παλιό σπίτι. Ο μπογιατζής της γειτονιάς, που έχει το μαγαζί του στο κτίριο απέναντι κι έχει βάψει το σπίτι αυτό κάμποσες φορές, διηγείται πως πριν πολλά πολλά χρόνια είχε έρθει απ' την Αλεξάνδρεια μια πεντάμορφη γυναίκα, η Μαρία με τ' όνομα. Είχε φέρει μαζί της μια μικρή περιουσία σε κοσμήματα, που τα φορούσε όλα μαζί στο ταξίδι και κόντευε να ξελαιμιαστεί. Ο αιγυπτιακός χρυσός είχε μεγάλη αξία τότε, τα πούλησε κι αγόρασε ένα μικρό οικόπεδο -έτσι πίστευε τουλάχιστον. Ο μεσίτης κι ο πωλητής την κορόϊδεψαν και της πούλησαν ένα κομμάτι γης που προοριζόταν για πλατεία. Η ομορφιά δε μετράει μπροστά στην παγαποντιά και μερικοί πιστεύουν πως είναι εξυπνότεροι, όταν καταφέρουν να ξεγελάσουν έναν όμορφο άνθρωπο παρά ένα μαραζιάρη.

Ηταν τόσο όμορφη η Μαρία, αχ, που η ομορφιά της σού 'κοβε την ανάσα. Πώς να παντρευτεί μια τέτοια γυναίκα, που ήταν ποθητή απ' όλους τους αρσενικούς; Εγινε το λοιπόν πουτάνα και, με τη βοήθεια των υψηλών γνωριμιών της, χτιζόταν σιγά σιγά παράνομα το σπίτι πάνω στο κεντρικό οικοπεδάκι της. Κάθε σπουδαίος εραστής πρόσθετε κι από κάτι, άλλος δωμάτια κι άλλος ολόκληρο όροφο, άλλος φρόντιζε για να κάνουν τα στραβά μάτια οι αρμόδιες υπηρεσίες κι άλλος χαρτζηλίκωνε τους εργολάβους για να συνεχίζουν τις εργασίες. Τα γλέντια που γίνονταν στα σαλόνια του, όταν το σπίτι ήταν στις δόξες του, δεν περιγράφονται. Τι άμαξες πλουμιστές, τι πολυτελή ταξιά των δέκα θέσεων με κουστουμαρισμένους οδηγούς, τι λιμουζίνες αστραφτερές...

Υπήρχαν νύχτες που η γειτονιά δεν έκλεινε μάτι απ' τη μουσική και τα τραγούδια και τα χαχανητά. Μπαμ! Οι σαμπάνιες ακούγονταν σαν πυροβολισμοί, δεν αποκλείεται ακόμα και νά 'πεφταν αληθινοί πυροβολισμοί μια και η Μαρία με τ' όνομα είχε την προστασία όλης της υψηλής κοινωνίας.

Στο σπίτι αυτό στην αρχή κατοικούσε μόνη, μ' ένα στόλο υπηρετών να τη φροντίζουν, αργότερα όμως -βαρειά τα χρόνια, ακόμα κι αν πέφτουν σε καλοσχηματισμένους ώμους- επέκτεινε την επιχείρηση φέρνοντας κοπέλλες σαν τα κρύα τα νερά από την επαρχία, μετά το δεύτερο πόλεμο. Εμπαινε στην ασημένια της λιμουζίνα με το σωφέρ και γυρνούσε στα κατσάβραχα ή τις πόλεις της υπαίθρου -ο θεός να τις κάνει πόλεις εκείνη την εποχή- και «ψάρευε» κορίτσια απ' τα χωράφια κι απ' τους σταθμούς του τρένου ή των λεωφορείων -συχνότερα. Ετσι, το «σπίτι» της ήταν πάντα γεμάτο με φρέσκο γυναικείο κρεατάκι. Δεν αντιμετώπιζε όμως με τρόπο υποτιμητικό τις γυναίκες που της δούλευαν. Τις φρόντιζε καλά, πολλές είχε παντρέψει κιόλας κι άλλες τις είχε βοηθήσει να σκαρώσουν δική τους δουλειά, γι αυτό -εκτός απ' τα υψηλά μέσα- είχε και μια εκτίμηση στο συνάφι. Δε μπερδευότανε ποτέ με ιστορίες άλλες, εκτός απ' αυτή, του πληρωμένου έρωτα. Ερωτας όμως αριστοτεχνικός, με γούστο και φινέτσα, χαρούμενη προσφορά ελεύθερης σάρκας μαζί με γλέντι και τραγούδι, ε, και κάμποσο ποτό για να χαλαρώνουν τα λαρύγγια και τα σώματα.

Αυτή ήταν η Μαρία με τ' όνομα κι αυτό ήταν το σπίτι της πάνω στην πλατεία, με τ' όνομά της που είναι γραμμένο ακόμα και σήμερα σε μια μπλε ταμπελίτσα. Στη διαθήκη της τό 'χε γράψει σε μια ανεψιά της. Πλησιάζοντας το θάνατο, θέλησε ν' αλλάξει τη διαθήκη, να παραχωρήσει -με χαρτιά πλέον κανονικά- το σπίτι στο Δήμο μήπως και το σώσει. Οι πλατείες είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, είχε πει κι ο Τσαρούχης τη γνωστή του φράση, περί της αξίας της δωρεάς ελεύθερης γης για την ανάπτυξη πρασίνου σε μια πόλη, κινδύνευε να δημευτεί το σπίτι. Ο θάνατος όμως ήταν γρηγορώτερος και την πρόλαβε στο γραφείο του συμβολαιογράφου. Πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η ανάγνωση του συμβολαίου και να υπογράψει, η Μαρία έγινε συχωρεμένη. Μπαμ και κάτω, έγειρε στην πέτσινη πολυθρόνα και πέθανε. Μπορεί κι η ανεψιά νά 'ταν τυχερή, ποιός ξέρει.

Το σπίτι βρίσκεται ακόμα και σήμερα στη θέση του και φιλοξενεί ένα φροντιστήριο. Στο χάρτη, ο χώρος είναι χαρακτηρισμένος ως πλατεία και είναι ακόμα χρωματισμένος με πράσινο χρώμα -σπίτι δε φαίνεται πουθενά. Η ανεψιά θέλησε κάποτε να το πουλήσει, κορόϊδο όμως δύσκολα βρίσκεται στις μέρες μας -τουλάχιστον σε παρόμοια θέματα. Αρκείται να το νοικιάζει κι όσο τραβήξει, μέχρι να αποφασίσει να διεκδικήσει αποτελεσματικά ο Δήμος το δίκιο του.

Το σπίτι της πλατείας που δεν υπάρχει, είναι πάντως ένα σπίτι με τη δική του ιδιόμορφη ιστορία και θά 'τανε κρίμα να γκρεμιστεί, παρ' όλο που το πράσινο είναι λιγοστό.
___________________________________
ΣΗΜ. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή, η πλατεία αυτή υπάρχει μεν στο χάρτη αλλά όχι στην πραγματικότητα. Το σπίτι δεν είναι φροντιστήριο και τη γυναίκα δεν τη λέγανε Μαρία. Η ταμπελίτσα με το όνομά της υπάρχει επίσης, καρφωμένη σε ένα τοίχο του σπιτιού.

3 Μαρ 2006

ΠΡΕΠΕΙ


ΠΡΕΠΕΙ.
Πόσο πρέπει;
Πόσα "πρέπει";
Πόσο πολύ πρέπει;
Πόσα πολλά "πρέπει";
Ετσι πρέπει.
Γιατί έτσι να πρέπει;
Γιατί έτσι.
Γιατί έτσι είναι.
Γιατί έτσι να είναι;
Γιατί έτσι πρέπει να είναι.
Γιατί να πρέπει να είναι έτσι;
Γιατί δεν θα έπρεπε να είναι αλλιώς.
Και γιατί δεν θα έπρεπε να είναι αλλιώς;
Γιατί δεν θα ήταν σωστό.
Μα γιατί δεν θα ήταν σωστό;
Δεν θα ήταν σωστό γιατί δεν πρέπει.

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ.
Μα γιατί δεν πρέπει;
Απλώς, δεν πρέπει.
Τελικά, πρέπει ή δεν πρέπει;
Μάλλον δεν πρέπει να πρέπει.
Ή μήπως πρέπει να μην πρέπει;
Ισως θα έπρεπε να μην πρέπει.
Ισως δεν θα έπρεπε να πρέπει.
Κι αν έπρεπε να πρέπει;
Τότε το "πρέπει" δεν θα ήταν τόσο φοβερό.

ΠΡΕΠΕΙ;
Δυστυχώς ή ευτυχώς πρέπει, αν και θα έπρεπε να μην πρέπει τόσο πολύ.





14/2/1998

Η ΚΥΡΙΑ ΜΑΡΚΗΣΙΑ

1994. 141.

Η κυρία Μαρκησία
ευγενής μα και πλουσία,
είχε κόμην εξαισία
και τεράστια περιουσία.

Η κυρία Μαρκησία,
φίνα, ώσπερ οπτασία,
φύτεψε μιά ορτανσία,
έμαθε και ιππασία.

Η κυρία Μαρκησία,
όλο σθένος κι ευεξία,
ετοιμάζει πανδαισία
όλο νέκταρ κι αμβροσία.

Η κυρία Μαρκησία
στη γνωστή τοποθεσία
πέφτει στην ακολασία.
Ελοχεύει συνουσία.

Η κυρία Μαρκησία
δίχως τυμπανοκρουσία
τη μοιραία απροσεξία
έπραξε με ανοησία.

Η κυρία Μαρκησία,
πάθη και παραλυσία,
πάγος και αναλγησία...
(μπαίνει η λογοκρισία)

Η κυρία Μαρκησία
ξόδεψε μιά περιουσία
τάματα στην εκκλησία,
να ζητήσει προστασία.

Η κυρία Μαρκησία
φεύγει για την Τυνησία
σ' εξορία εθελουσία
μαύρη απ' την απελπισία.

Η κυρία Μαρκησία
έπεσε σε αφασία,
πτώμα τώρα στην ουσία,
θάφτηκε μέσ' στη Ρωσία.

Αχ, κυρία Μαρκησία,
μακριά απ' την εξουσία
δε σου δίνουν σημασία,
και ας έγινες οσία!

____________________
ΣΗΜ. Η "κυρία μαρκησία" γράφτηκε πριν δώδεκα χρόνια και έχει διάφορες αναγνώσεις. Μπορεί να είναι π.χ. μια γνωστή κυρία ή ακόμη και ένα πολιτικό σύστημα.

1 Μαρ 2006

Η επίσκεψη του Larry -Νο 3

Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες οι οποίες μας δυναστεύουν, κάθε μήνα θα ανεβαίνει και απο μια τολμηρή ιστορία. Επειδή κατά το μήνα Φλεβάρη δεν αναρτήσαμε, η επόμενη ιστορία θα αναρτηθεί το τελευταίο Σάββατο του Μάρτη.


Ο ιππότης Λάρρυ, είς ανήρ ευρισκόμενος πάντοτε εν πλήρει ετοιμότητι δι ερωτικάς περιπετείας, ηγέρθη εκ της κλίνης αυτού κατόπιν ύπνου βαθέως και πλήρους ονείρων τε και ονειρώξεων. Τα ενύπνια άτινα επεσκέπτοντο αυτόν κατά την διάρκειαν της νυκτός διήγειρον συνήθως την ευμεγέθη ψωλήν του, ήντινα κατεπράϋνεν με ελαφράς τοπικάς μαλάξεις, άμα τη εγέρσει αυτού.

Σήμερον όμως, το όργανον της ηδονής ηρνείτο επιμόνως να καταπραϋνθή. Ιστατο ως κεντρικόν κατάρτι πλεούσης πλησιστίου ποντοπόρου σκούνας, έχον μεταμορφώσει τα σκεπάσματα της κλίνης του εις πέλαγος, ούτως ειπείν. Τούτον βεβαίως ωφείλετο εις το ενύπνιον, όν ήτο καλώς εγκατεστημένον εντός του εγκεφάλου του, μη δυνάμενον να εγκαταλείψει την φαιάν ουσίαν εξ ής ετρέφετο. Ηυρίσκετο είς τινα εγκεφαλικήν έλικα εσφηνωμένον, ελλοχεύον επιμόνως, ούτως ώστε να ορμήσει δριμύτερον, εις την παραμικράν χαλάρωσιν των βλεφάρων, επαναφέρον τον ιππότην εις τα χλοερά τοπία μυριάδων ανθισμένων πριγκηπικών αιδοίων.

Ισως είπει τις «τι τάχα να έχωσιν τα πριγκηπικά αιδοία, όν εκ τών λοιπών απουσιάζει» αλλά εις την ερώτησιν αύτην μόνον ο ιππότης Λάρρυ δύναται να απαντήσει. Διότι ο Λάρρυ είχεν τεραστίαν γαμιστικήν πείραν. Μυριάδας αιδοίων, καν και καν, είχεν επισκεφθεί ο μεγαλοπρεπής του ψώλος κατά την διάρκειαν του βίου του. Εγνώριζεν λοιπόν πολύ καλώς ότι έν πριγκηπικόν αιδοίον είναι -πρώτον και κύριον- μοσχομυριστόν. Αλλωστε, το δέρμα των πριγκήπων ευωδιάζει ούτως ή άλλως, πόσον μάλλον τα αιδοία των πριγκηπισσών, αι οποίαι άλλο τι δεν κάμνουν από του να τα περιποιούνται ανελλιπώς κατά την διάρκειαν της ημέρας, πολλάκις δε και της νυκτός.

Το ενύπνιον όν παρετήρει διαρκούντος του ύπνου του ο Λάρρυ, ήτο είς θαυμαστός τόπος επί του οποίου, αντί ανθέων, ήνθιζον πλείστα όσα αιδοία, άτινα ήσαν πολύχρωμα και διαφόρων μεγεθών. Μικρούτσικα ροδαλά και γαλαζωπά, σε τόνους απαλούς, αλλά και κατακόκκινα και μπλαβιά με τόσον έντονον χρώμα, ώστε να νομίζει τις ότι είναι έτοιμα να εκραγούν. Ταύτα δε όλα ευρίσκοντο εμφυτευμένα εν μέσω μουνοτριχών κυματιστών, ξανθών ως επί το πλείστον αλλά και καστανών και μελανών και χρωματιστών. Το εντελώς παράλογον της υποθέσεως είναι ότι αντί μίσχων τα αιδοία είχον χείρας με λεπτά δάκτυλα, άτινα εκράτουν κτένας πολυχρώμους επίσης και εκτένιζον τας περιβαλλούσας αυτά τρίχας.

Εκάστη χείρ εκτένιζεν μετά μεγίστης προσοχής, ουχί μόνον το αυτής αιδοίον, αλλά και τον περίγυρον αυτού, πότε πότε δε ηπλώνετο μακράν, μέχρις ότου φθάσει αιδοίον τι γειτονικόν, το οποίον περιεποιείτο επίσης μετά προσοχής. Ο ιππότης Λάρρυ ίστατο εν τω μέσω του παραμυθένιου, ούτως ειπείν, τούτου αιδοιοκόσμου πιέζων τον ψώλον αυτού, όστις επεθύμει σφόδρα να εκσφενδονισθεί ως πύραυλος. Το μόνον το οποίον τον εμπόδιζεν ήτο η αδυναμία εκλογής συγκεκριμμένης κατευθύνσεως. Δεν ηδύνατο δήλα δή να επιλέξει ποίον αιδοίον να γαμήσει πρώτον, τουτέστιν από ποίον αιδοίον να εκκινήσει τας γαμικάς του ασκήσεις.

Ο νους του έφερεν απείρους σπειροειδείς περιστροφάς χωρίς να δύναται να λάβει οριστικήν απόφασιν και, ήτο πλέον ή βέβαιον ότι θα παρεννόει εντελώς εάν δεν έδιδεν την έγκαιρον λύσιν το ξυπνητήρι, το οποίον ήρχισεν να λαλεί μανιωδώς, επί του παρακειμένου κομοδίνου ευρισκόμενον. Η ευώνυμος χείρ του ιππότου ηπλώθει χαλαρώς ως δια να χαϊδέψει αιδοίον τι, συνήντησεν όμως την αδράν επιφάνειαν του ξυπνητηριού ήτις τον επανέφερεν εις την ωμήν πραγματικότητα, όπου τα πριγκηπικά αιδοία σπανίζουν.

Προσεπάθησεν, είναι η αλήθεια, να επανέλθει εις την προτέραν κατάστασιν, αυτήν του ύπνου. Ο εγκέφαλός του όμως, όστις επεθύμει σφόδρα να απαλλαγεί του παρασίτου όν είχεν εμπλακεί εις την φαιάν του ουσίαν, τουτέστιν να εκδιώξει το ενύπνιον κακήν κακώς, τον ηγνόησεν επιδεικτικώς. Ούτω, ο Λάρρυ ηναγκάσθη επι τέλους να εγερθεί. Ηρπασεν έν λινόν προσόψιον και κατηυθύνθη προς το λουτρόν ένθα κατεσίγασεν εντός της λεκάνης την πρωϊνήν του έγερσιν, κατά τι πλουσιωτέραν κατά την ποσότητα της συνήθους.

Φρεσκολουσμένος και ενδεδυμένος εν ιαπωνικόν ελαφρύ ένδυμα, το και κιμονό επονομαζόμενον, κατηυθύνθη προς την εστίαν ίνα παρασκευάση ρόφημά τι εκ φύλλων τιλιάς, το γνωστόν τοις πάσι φλαμούρι. Το ρόφημα τούτον είναι εξαίρετον καταπραϋντικόν και ο ιππότης το εχρειάζετο αδιαμφιβόλως, κατόπιν του εξόχως διεγερτικού ενυπνίου. Συνήθως απελάμβανε ένα στιγμιαίον καφέν ώστε να διεγείρη την ψωλήν του, σήμερον όμως αύτη απήτει κατευνασμόν αντί διεγέρσεως. Ετοποθέτησεν το ρόφημα εις εν κύπελον εκ λεπτής πορσελάνης και εκάθησεν επί τινος ανακλίντρου και ερέμβαζεν. Η όψις του απέπνεεν μυστηριώδη συναισθήματα, δεδομένου ότι οι οφθαλμοί του ευρίσκοντο σχεδόν εκτός των κογχών των.

Εξαίφνης, εξετινάχθη αποτόμως. Το τηλέφωνον ήρχισεν ηχόν εκκωφαντικώς. «Ποίος με ενεθυμήθη πρωΐ πρωΐ» επρόφθασε να σκεφθεί και έλαβεν το ακουστικόν λέγων μετά μεγίστης ευγενείας:

- Παρακαλώ...
- Ο ιππότης Λάρρυ; Ηκούσθη λεπτής χροιάς φωνούλα.
- Ο ίδιος, αυτοπροσώπως. Απήντησεν ο ιππότης.
- Εδώ πριγκήπισσα Λενώρα. Θα ηδύνασθο αγαπητέ να έλθετε σήμερον ίνα γευματίσωμεν ομού;
- Βεβαίως υψηλοτάτη! Δούλος σας! Απήντησεν ο Λάρρυ, συγκρατών μετά κόπου το δέμας αυτού, ίνα μη σωριασθή επί του τάπητος.
- Ω! Δεν γνωρίζετε οποίαν χαράν μου δίδετε ιππότα! Κατά τας δύο είναι καλά; Μήπως επιθυμείτε ενωρίτερον; Ηκούσθη λέγουσα η λεπτή αρωματική φωνούλα -πριγκηπική γαρ.
- Ομορφα! Δύο ακριβώς θα ευρίσκομαι εις τα ανάκτορα.
- Μη κάμνετε τον κόπον αγαπητέ ιππότα, θα στείλω την προσωπικήν μου άμαξαν να σας μεταφέρει. Να ευρίσκεσθε δύο παρά είκοσιν έμπροσθεν της οικίας υμών.
- Ω, υψηλοτάτη! Οποία τιμή δι εμέ τον πτωχόν ιππότην!
- Ουδεμία τιμή είναι αρκετή δια το πρόσωπόν σας, πιστέ μου Λάρρυ. Θα ηδυνάμην να στείλω να σας μεταφέρουν και εκ του Βορείου Πόλου... Δύο παρά είκοσιν ακριβώς, έτσι;
- Ναι, βεβαίως.. δύο παρά είκοσιν ακριβ...

Πριν αποτελειώσει την φράσιν του ο ιππότης, η πριγκήπισσα Λενώρα -κλατς!- έκλεισεν το ακουστικόν. Το κλείσιμο του ακουστικού κατάμουτρα του συνομιλητού είναι το μόνον πριγκηπικόν ελάττωμα, δια τούτο και συγχωρητέον, εσκέφθη πάραυτα ο Λάρρυ, όστις εσχημάτισεν αυτομάτως τον αριθμόν του φενακοποιού του ίνα βελτιώσει την εμφάνισιν της κόμης και του λεπτού μύστακός του.

Εις αυτό το σημείον δυνάμεθα να παραλείψωμεν τα του θεσπεσίου γεύματος, άλλωστε, λίγο-πολύ, όλοι γνωρίζουν τι περιλαμβάνει έν πριγκηπικόν γεύμα. Εκείνον το οποίον έχει ενδιαφέρον είναι το επακόλουθον του γεύματος, εκείνον όν διημείφθη κατόπιν δήλα δή, μεταξύ του ιππότου και της πριγκηπίσσης. Αμα τη λήξει του γεύματος και την αποχώρησιν των σερβιτόρων, η πριγκήπισσα Λενώρα απώλεσεν πάσαν αιδημοσύνην και ήρθη κραδαίνουσα τας δαγκάνας του αστακού, του οποίου είχεν μόλις απολαύσει την σάρκαν, και εφώρμησεν επί των γονάτων του ιππότου. Με την μίαν εκ των δαγκανών εγαργάλη το ευώνυμον ούς αυτού και με την ετέραν τον μύστακά του, ψιθυρίζουσα:

- Τώρα αγοράκι, οι δυο μας! Τι θα μου κάνεις; Θα παίξεις με το μουνάκι μου; Θα μου το γαργαλίσεις με το μουστακάκι σου;
- Ω, αγαπητή.. ω, υψηλοτάτη Λενώρα...
- Ω, Λάρρυ, αφήστε τα σεις και τα σας... τώρα είμεθα δύο ανθρώπινα όντα λιμασμένα δια έρωτα... τίποτε περισσότερον...
- Μα...
- Δεν έχει μα και ξεμά, ορμήστε μου Λάρρυ και ξεσκίστε με! Δικαιώσατε την φήμην υμών. Επί τέλους, φθάνουν αι ευγένειαι. Αρκετά.

Ο ιππότης εκράτει ακόμη το ποτήριόν του πλήρες οίνου ξανθού και ευόσμου και ολίγον έλειψεν να καταβρέξει την πανοπλίαν αυτού. Το εγκατέλειψεν με όσην προσοχήν ημπόρει επί της τραπέζης και εφώρμησεν επί των ασθενικών πριγκηπικών βυζιών. Τι να ζουλήξει από αυτά, τα ελαχίστου μεγέθους βυζάκια, χωρίς να φοβείται ότι θα τα βλάψει; Εμπροσθεν όμως της σφοδράς επιθυμίας της μανιώδους πριγκηπίσσης, ήρχισεν μαλάζων ταύτα κατά το δυνατόν.

Εφούσκωσαν αι ρόγες και εσκληρύνθησαν ως ώριμαι φράουλαι, εφούσκωσαν και τα βυζάκια ολόκληρα και απέκτησαν χρώμα ρόδινον. Μετεμορφώθησαν ως λοφίσκοι όπισθεν των οποίων χάραζεν ροδόχρους η αυγή. Ο ιππότης εγαργάλιζεν τα όμορφα πρώην καχεκτικά στηθάκια με τον λεπτόν του μύστακα, τον άρτι περιεποιηθέντα υπό του φενακοποιού. Η πριγκήπισσα εξέβαλλεν κάθε τόσον μικράς κραυγάς χαράς καί τινα γελάκια κεχαριτωμένα, λικνίζουσα τον κορμόν αυτής δεξιά και αριστερά ξεφεύγουσα δήθεν του απειλητικού μύστακος. Ο Λάρρυ είχεν τοσούτον καυλώσει ώστε μετά κόπου συνεκρατείτο ίνα μη της τον χώσει αποτόμως. Αι πριγκήπισσαι δεν αγαπούν τα παθιασμένα γαμήσια, αυτό το εγνώριζεν καλώς.

Η Λενώρα όμως, αν και ήτο πριγκήπισσα, εξακριβωμένο αυτό, εφαίνετο απολαμβάνουσα την ιπποτικήν ορμήν και ωδήγει την χείρα του ανδρός προς τα χαμηλώτερα σημεία.

- Ω, ελάτε Λάρρυ, ελάτε πλέον. Ολο με τα βυζάκια μου θα παίζετε; Παίξτε και με κάτι τι άλλο!
- Λενώρα.. ω.. Λενώρα.. Μανάρι μου.. Μουνάρα μου.. Πες μου τι να σου κάνω τώρα..
- Να με γαμήσεις επί τέλους αγορίνα μου! Να με γαμήσεις ψωλαρά μου!

Εφώναξεν η πριγκήπισσα τόσον, ώστε θα ηδύνατο να ακουσθεί και εκτός του περιβόλου των ανακτόρων. Ο Λάρρυ προσεπάθησεν να φράξει δια της χειρός του τα χείλη αυτής, αλλά κατενόησεν εγκαίρως ότι κατά την διάρκειαν μίας τοιαύτης διεγέρσεως αι αισθήσεις είναι άκρως ωξυμέναι και, ως εκ τούτου, και ο ψίθυρος ομοιάζει με κραυγήν, οπότε εγκατέλειψεν την προσπάθειαν αποφράξεως της φωνητικής οδού της πριγκηπίσσης και, αποβάλλων πάσαν αιδώ, άρπαξεν το κάθυγρον μουνί της πρώτα με τα δάκτυλα της δεξιάς χειρός του και κατόπιν με τα ακονισμένα άκρα των οδόντων του.

Η πριγκήπισσα Λενώρα έκειτο τώρα εις υπτίαν στάσιν επί της τραπέζης, όπου ευρίσκοντο ακόμη τα κενά σκεύη του προηγηθέντος γεύματος. Οι ερασταί, εις έν διάλειμμα του επικρατούντος πάθους των, είχον την πρόνοιαν να τραβήξωσι το λινόν κατάλευκον τραπεζομάνδηλον, απελευθερώνοντες ούτωπως το ήμισυ της ξυλίνης εκ δρυός επιφανείας. Η κόμη της πριγκηπίσσης είχεν βυθιστεί εντός της κενής, ευτυχώς, σουπιέρας και τα άκρα των ποδών της εξείχον του πέρατος της τραπέζης από του γόνατος και πέραν. Ακριβώς εις την ακμήν ηυρέθη το μουνί αυτής, όν περιεποιείτο ο ιππότης μετά δακτύλων, μύστακος και γλώττης, χωρίς να καταβάλλει ιδιαιτέραν προσπάθειαν.

Μμμμμ... και μμμμ... εμούγκριζεν ούτος, αφήνων την ασθμαίνουσαν αναπνοήν του εκπνέουσαν κατά ριπάς επί του πριγκηπικού μυρωδάτου ροδαλού αιδοίου. Εκόντευε να απωλέσει παντελώς τας φρένας αυτού, δια τούτο απέφευγεν σκοπίμως να σκέπτεται με ποίαν γυνήν τυγχάνει συνευρισκόμενος. Η προτροπή της πριγκηπίσσης, να φερθεί δήλα δή προς αύτην ως εις μίαν τυχούσαν γυναίκα, τον διευκόλυνεν εις την μείωσιν του άγχους του. Τοσούτον απηλευθερωμένος ησθάνετο, ώστε ετόλμησεν να σηκώσει το πριγκηπικόν κορμί δράττων αυτό από την οσφύν και την πλάτην και να το φέρει εις θέσιν καθιστήν επί της τραπέζης. Κατόπιν, κυλίων τούτον αργά και σταθερά, το έφερεν επί των γονάτων αυτού και ύστερον επί του περσικού τάπητος ός εσκέπαζεν το δρύϊνον δάπεδον.

Η πριγκήπισσα Λενώρα το λοιπόν, ηυρέθη, δίχως να το πολυκαταλάβει, γονατιστή έμπροσθεν του ιππότου να σμιλεύει με την απαλήν μικράν και αιχμηράν γλώτταν αυτής το υπέροχον θεόρατον όργανον ηδονής του ιππότου, τουτέστιν την ψωλήν του. Ο Λάρρυ εξηκολούθη καθήμενος, σχεδόν αναπαυτικώς. Δεν είχεν πολυμετακινηθεί. Το έπραττεν τούτον σκοπίμως, ίνα μη σπαταλά δυνάμεις αι οποίαι θα του εχρειάζοντο λίαν συντόμως. Πρέπει να αναφερθή οπωσδήποτε ότι οι ερασταί εξηκολούθουν ενδεδυμένοι, αν και κάπως ακατάστατα. Ελαφρώς αναμαλλιασμένοι, με ξεσφιγμένα τα ζωνάρια και ανασηκωμένα μανίκια, ενδεδυμένοι πάντως σχεδόν απολύτως.

Αφού αφήκεν την νέαν να παίξει αρκετά με τον υπερμεγέθη πούτσον αυτού, ός είχεν αποκτήσει τοσούτον μέγεθος όν ο ιππότης αντίκρυζεν δια πρώτην μέχρι τούδε φοράν, απεφάσισεν να δράσει με την γνωστήν μέθοδον αυτού. Ανεσηκώθη αποτόμως εκ του επενδεδυμένου μετά δέρματος καθίσματος, ήρπαξεν την κόμην της πριγκηπίσσης με τρόπον ώστε να μη της προξενήσει τον ελάχιστον πόνον, εκατέβασεν με ορμήν το φόρεμα αυτής από των υπερόχων ώμων μέχρι των αστραγάλων χωρίς να το ξεσχίσει, και ανέστρεψε το απαλόν και χαλαρόν σώμα, ούτως ώστε να ευρεθή η νέα με την κεφαλήν κάτω και τα γόνατα επί των ώμων του ιππότου. Η πριγκήπισσα, ακόμη και εις την δυσμενή θέσιν εις ήν απροσμένως ηυρέθη, εξηκολούθη σμιλεύουσα τον ευμεγέθη ψώλον. Ο Λάρρυ, με την μίαν χείρα επί του ενός ώμου της πριγκηπίσσης και με την άλλην στηρίζων την οσφύν της, εδάγκωνεν όπου του εδίδετο ευκολία. Πότε το υπέροχον ροδαλόν αιδοίον της και πότε τα υπέροχα κωλομέρια.

Κατόπιν, μετ’ ού πολύ, διότι η στάσις αύτη τυγχάνει λίαν κοπιώδης όσον εξησκημένοι και να είναι οι ερασταί, απέθεσεν την γυναίκα ελαφρώς επί του δαπέδου και ήρχισεν εκδυόμενος την πανοπλίαν αυτού. Η πριγκήπισσα, με το βλέμμα ιλαρόν και γλαρόν συνάμα, παρηκολούθη τον ιππότην εκδυόμενον και εθαύμαζεν την τάξιν μεθ’ ής ετακτοποίει τα διάφορα τεμάχια της στολής αυτού επί ενός εκ των καθισμάτων της τραπεζαρίας. Οταν εξεδύθη την πανοπλίαν και απέμεινεν φορών εν κατάλευκον υποκάμισον και μίαν μακράν περισκελίδα εκ λευκού επίσης ερίου, ηγέρθη αύτη, ώρμησεν ως μαινάς, και εξέσχισεν δια των οδόντων αυτής τα εναπομείναντα εσώρουχα του ιππότου. Γυμνοί λοιπόν και οι δύο ερασταί ήρχισαν να ξιστρίζονται μεταξύ των ως ίπποι, ταλαντευόμενοι και περιστρεφόμενοι. Δεν υπήρχεν το ελάχιστον σημείον επιδερμίδος του ενός, το οποίον να μη είχεν αγγίσει με την επιδερμίδα του ο έτερος των εραστών. Επραττον ωσάν να μη υπήρχεν πλέον χρόνος επί της γης ή ωσάν να ήτο, καθείς εξ αυτών δια τον έτερον, ο τελευταίος επιζών του φύλου του επί του πλανήτου.

Είχον τοσούτον διεγερθεί, ώστε ο γάμος, τουτέστιν η είσοδος του πελωρίου πούτσου εντός του λεπτεπιλέπτου μουνιού, να αποτελεί πλέον την μοναδικήν διέξοδον, την μοναδικήν πράξιν η οποία απετέλη σκοπόν και αιτίαν ταυτοχρόνως της υπάρξεώς των. Οποία ευχαρίστησις! Οποία ηδονή! Εξεχύθη το σπέρμα του ιππότου εντός του κόλπου της πριγκηπίσσης και ανερροφήθη ακαριαίως υπ’ αυτού. Ουδεμία σταγών επερίσσεψεν. Τα χείλη των ήσαν ηνωμένα εις περιπαθείς ασπασμούς καθ’ όλην την διάρκειαν των απιθάνων περιπτύξεων και εξηκολούθουν να ευρίσκονται ηνωμένα ακόμη και κατόπιν της μαγνητικής επαφής των δύο νεανικών σωμάτων.

Απέμεινον ούτωπως επί του σπανίου εκ Περσίας τάπητος του δαπέδου επί μακρόν, μέχρις ότου ο ιππότης ήρχισεν αναρριγών και ανεσηκώθη λέγων «Σηκωθείτε ωραία Λενώρα, μην αρπάξουμε και καμμιά γρίππη!» Η πριγκήπισσα ανεσηκώθη με την σειράν της, αναζητώσα την μεταξωτήν αυτής εσθήτα. Ενεδύθη τάχιστα και παρετήρη τον ιππότην ενδυόμενο καθήμενη επί ενός χθαμαλού καθίσματος, επονομαζομένου «πουφ». Ο Λάρρυ έλαμπεν ολόκληρος, σχεδόν όσον και η αργυρά πανοπλία αυτού. Η πριγκήπισσα επίσης έλαμπεν από κορυφής μέχρις ονύχων και το βλέμμα της εσπίθιζεν ως αστραπή.

Οταν ετελείωσαν με την ένδυσιν, και την υπόδησιν βεβαίως, ετακτοποίησαν το τραπεζομάνδηλον και έκρουσεν η Λενώρα τον κώδωνα ίνα οι υπηρέται συμμαζέψουν τα κενά σκεύη εκ της τραπέζης και σερβίρουν το επιδόρπιον. Πράγματι, ήλθον και έπραξαν ό,τι ακριβώς πράττουν οι υπηρέται υπακούοντες τους ανωτέρους των. Το επιδόρπιον ήτο χαλβάς εκ σιμυγδαλίου, αρκετά γλυκύς αλλά όχι τόσον όσον τα μέλη των νεαρών εραστών, άτινα είχον κορέσει τον έρωτά των. Απεχαιρέτησεν η πριγκήπισσα Λενώρα τον ιππότην Λάρρυ διαβεβαιώνουσα αυτόν ότι θα ενθυμείται καθ’ όλην την διάρκειαν του βίου αυτής την εξαιρέτου ποιότητος περίπτυξίν των, έως του θανάτου της.

Ηπόρησεν ο Λάρρυ ερωτών «Τι μας εμποδίζει να το επαναλάβωμεν ωραιοτάτη Λενώρα;» και έμαθεν αμέσως ότι εντός ολίγων ωρών θα απεχαιρέτα την χώραν η πριγκήπισσα ίνα υπάγει εις ξένον τινά τόπον όπως υπανδρευθή ένα γερόντιον αλλά βασιλέα διότι ούτω απαιτούν οι καιροί και οι υποσχέσεις του πατρός της. Εδάκρυσεν η πριγκήπισσα ταύτα λέγουσα μετά μεγίστης ταχύτητος και ο Λάρρυ έσπευσεν και εφυλάκισεν έν δάκρυ αυτής επί της λινής επιφανείας του ρινομάκτρου του. «Τούτο το δάκρυ θα ρέει διαρκώς εντός της εμής καρδίας πανωραία Λενώρα, δεν θα στεγνώσει ποτέ όσον θα σας ενθυμούμαι» είπεν δακρύζων επίσης και σφογγίζων το ιδικόν του δάκρυ με την ξανάστροφη της παλάμης του. Αντήλλαξον απαλούς ασπασμούς και ο ιππότης εισήλθεν εις την άμαξαν της πριγκηπίσσης ίνα επιστρέψει εις το κατάλυμμά αυτού. Εσκέπτετο πολλά και διάφορα, αλλά δεν του επέρασεν από τον νουν, ούτε ξυστά ούτως ειπείν, ότι θα εσυναντούσε μετ’ ολίγων ετών και πάλιν την πριγκήπισσαν υπό εντελώς διαφόρους συνθήκας.