29 Απρ 2006

ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ;



Ενας Αντρας και μια Γυναίκα

A - Τι ώρα είναι;

Γ - Δεν ξέρω...

Α - Γιατί δεν ξέρεις; Τι ώρα είναι;

Γ - Δε θέλω να ξέρω!

Α - Γιατί δε θέλεις να ξέρεις; Θάθελα να μάθω τι ώρα είναι.

Γ - Θα έπρεπε να ξέρω; Και... γιατί θέλεις να μάθεις;

Α - Για να είμαι έτοιμος. Τι ώρα είναι;

Γ - Τι σου χρειάζεται η ώρα; Δε μπορείς απλά να είσαι έτοιμος;

Α - Γιατί να ετοιμαστώ πριν έρθει η ώρα;

Γ - Η ώρα θα έρθει έτσι κι αλλοιώς. Θέλεις να έχεις περισσότερη αγωνία γνωρίζοντας πως πλησιάζει;

Α - Ετσι, θάθελα να μάθω τι ώρα είναι για να ξέρω πόση ώρα μένει ακόμα...

Γ - Δε θάθελα καθόλου να ξέρω τι ώρα είναι, ούτε πόση ώρα μένει ακόμα, ούτε καν αν υπάρχει υπόλοιπο χρόνου...

Α - Και πώς θα ετοιμαστείς τότε;

Γ - Ετοιμη είμαι!

Α - Χωρίς να ξέρεις τι ώρα είναι; Ή μήπως ξέρεις και το κρατάς μυστικό;

Γ - Ναι, ξέρω και δε στο λέω! (περιπαιχτικά)

Α - Ελα, πες μου, τι ώρα είναι; (παρακλητικά)

Γ - Οχι, δε σου λέω, δε σου λέω, να μάθεις να μην επιμένεις. Αν δεν επέμενες τόσο... μπορεί και να σούλεγα.. (με νάζι)

Α - Αχ! Ξέρεις λοιπόν! (με βεβαιότητα) Ξέρεις και δε μου λες! Αυτό είναι!

Γ - Ουφ! Αφού στο είπα απο την αρχή πως δε μ' ενδιαφέρει... δε θέλω να ξέρω... πώς να σου δώσω να καταλάβεις;;

Α - Μα, είναι δυνατό να μη θέλεις να ξέρεις; Πιστεύω πως ξέρεις τι ώρα είναι και δε μου λες για να με κρατάς σε αγωνία...

Γ - Τι αγωνία χρυσέ μου; Τι σημασία έχει ο χρόνος; Πόσο καλύτερα θα νοιώθαμε αν τον καταργούσαμε... δικό μας δημιούργημα είναι άλλωστε!..

Α - Πες τι ώρα είναι γιατί θα σε πνίξω! Το εννοώ!..

Γ - Αφού δεν ξέρω και ούτε θέλω να μάθω. Δε θεωρώ απαραίτητη αυτή τη γνώση...

Α - Και τότε... πως λες ότι είσαι έτοιμη;

Γ - Ε, απλά, είμαι έτοιμη.

Α - Για τι πράγμα είσαι έτοιμη;

Γ - Για όλα! Για ό,τι συμβεί δηλαδή...

Α - Νάτο! Αρα, κάτι περιμένεις να συμβεί!.. Πότε το περιμένεις; Τι ώρα το περιμένεις;

Γ - Γενικά λέω.. κάτι θα συμβεί.. όπως όλο και κάτι συμβαίνει.. άσχετα απο την ώρα.. εκτός χρονικών ορίων..

Α - Α, έτσι, το στρίβεις τώρα.. πονηρή!

Γ - Τι στρίβω; Αυτό λέω απο την αρχή, το ίδιο ακριβώς: Δε ξέρω τι ώρα είναι ούτε μ' ενδιαφέρει να μάθω ούτε πιστεύω πως ο χρόνος έχει σημασία. Ο,τι είναι να γίνει γίνεται στην ώρα του, άσχετα αν εμείς θέλουμε να υπολογίζουμε το χρόνο.. Δε γίνεται να προκαθορίσουμε τη χρονική στιγμή που ΘΑ συμβεί ο,τιδήποτε...

Α - Ε.. τώρα με μπέρδεψες... Αλλά τότε, γιατί πρέπει να είμαστε έτοιμοι; Αφού δεν ξέρουμε τι ώρα...

Γ - Ακριβώς γι αυτό. Επειδή δεν ξέρουμε την ώρα, τι ώρα μπορεί να συμβεί το ο,τιδήποτε, πρέπει να είμαστε έτοιμοι...


Αυλαία

28 Απρ 2006

ΤΟΚΟΥ ΤΑΚΙ

τοκου τακι ανι ξετο
κιτα μεσα ξεχα σετο

ανα νιξεις τοκου τακι
ζαχα ριτσα κουλου ρακι

μακα ρονια ντομα τακια
περι εχουν τακου τακια

κατα πιετο φαγη τοσου
νασε δωνα μεγα λωνεις

νασε δωκαι ναθε ριεβεις
ναγι γαντο αντρι εβεις

μισε λιωνει αγο νια
τσακι σετο στιγο νια

αδεια σετο τοκου τακι
πετα τομε ταστο χομα

αδεια σμενο δενα ξιζει
μεα ερα ναγε μιζει


TOKOY TAKI (greecklish poetry)
tokou taki ani kseto
kita mesa ksexa seto

ana niksis tokou taki
zaxa ritsa koulou raki

maka ronia ntoma takia
peri exoun takou takia

kata pieto fagi tosou
nase dona mega lonis

nase doke na8e riebis
nagi ganto antri ebis

mise lioni ago nia
tsaki seto stigo nia

adia seto tokou taki
peta tome tasto xoma

adia smeno dena ksizi
mea era nage mizi


TOKOY TAKI ANI KSETO
KITA MESA KSEXA SETO
ANA NIKSIS TOKOY TAKI
ZAXA RITSA KOYLOY RAKI
MAKA RONIA NTOMA TAKIA
EXOYN TAMI KPAKOY TAKIA
KATA PIETO FAGI TOSOY
NASE DONA MEGA LONIS
NASE DOKE NA8E RIEBIS
NAGI GANTO ANTRI EBIS
MISE LIONI AGO NIA
TSAKI SETO STIGO NIA
ADIA SETO TOKOY TAKI
PETA TOME TASTO XOMA
ADIA SMENO DENA KSIZI
MEA ERA NAGE MIZI


to koytaki anikse to
kita mesa ksexase to
an aniksis to koytaki
zaxaritsa koyloyraki
makaronia ntomatakia
exoyn ta mikra koytakia
katapie to fagito soy
na se do na megalonis
na se do ke na 8eriebis
na gigantoantriebis
mi se lioni i agonia
tsakise to sti gonia
adiase to to koytaki
peta to meta sto xoma
adiasmeno den aksizi
me aera na gemizi


***

Oniro moy esi gliko an girisis
Ela anikse ta matia
Ke tin psixi moy klise

-ke tin psichi moy klise(?)

Ston kosmo soy to magiko
Ton eonon ionos agrafos

-twn ewnwn iwnos agrafos(?)
-twn aiwnwn oiwnos agrafos(?)


Κανόνες βασικοί γραφής και προφοράς:
01. ι,η,υ,ει,οι,υι = Ι, i
02. Οχι τόνοι
03. ε,αι = Ε, e
04. ΟΥ, ου = ΟΥ, oy
05. ο,ω = Ο, ο
06. Β, β = Β, b
07. Ξ, ξ = ks
08. Ψ, ψ = ps
09. Δ, δ = D, d
10. ΝΤ, ντ = ΝΤ, nt (D,d)
11. ΜΠ, μπ = ΜΡ, mp (B,b)
12. Γ, γ = G, g
13. Ρ, ρ = R, r
14. Θ, θ = TH, th
15. Φ, φ = F, f (PH, ph)???
16. Χ, χ = CH, ch, (Χ, x)???
17. Σ,σ,ς = S, s
18. Ω,ω = W, w (?)
19.

__________________________
Περισσότερα υπάρχουν εδώ: ΛογοΠειράματα και εδω, με πινακες.

Update: 12/08/2009
Μεταφέρω σήμερα ένα σχόλιο, που με τιμά πολύ:

TOKOY TAKI
by anarxia on Tuesday, March 09 @ 00:47:32 GMT

Πριν από κάποιο χρονικό διάστημα ο Βαγγέλης Δαρδαντάκης με αφορμή τους δικούς του πειραματισμούς αυτό τον καιρό μου μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας μέσω του πειραματισμού μιας πιο συνεπούς γλώσσας, πιο ιδιολεκτικής, πιο προσαρμοσμένης δηλαδή στις ανάγκες του δημιουργού. Αυτό που ονομάστηκε ποιητική γραμματική του κειμένου από τη θεωρίς της λογοτεχνίας φαίνεται πως είναι και μια διαδικασία που στο επίπεδο του πειραματισμού διογκώνεται και γίνεται ακόμη πιο παρατηρήσιμη από τον αναγνώστη. Το να επαναλάβει με λίγα λόγια ένας δημιουργός στο κείμενό του τη λέξη "λουλούδια" είναι κάτι στο οποίο θα δώσουμε μέση ή και καθόλου σημασία, καθώς πρόκειται για μια αυτοματοποιημένη λέξη, μια λέξη δηλαδή συνηθισμένη στα λογοτεχνικά κείμενα. Η συστηματική γραμματική του πειραματισμού όμως περνά από το στάδιο της αποαυτοματοποίησης στο στάδιο της ανα-αυτοματοποίησης, ενώ δηλαδή μας ξαφνιάζει αρχικά, τη συνηθίζουμε σταδιακά αν εμφανίζεται με συνέπεια και μας περνά στο επίπεδο μιας εναλλακτικής τάξης της ανάγνωσης.
Στη Μαρίνα Ροδιά λοιπόν, στο έργο αυτό, υπάρχει μια τέτοια ανα-συστηματικότηα, ανα-αυτοματοποίηση της ανάγνωσης. Πιο απλά μαθαίνουμε να διαβάζουμε με μια εναλλακτική τάξη, πράγμα που μας βοηθά να εγείρεται το μυαλό μας, να σκέφτεται εναλλακτικά (αυτό είναι άλλωστε και το νόημα του πειραματισμού όπως το προωθούμε εδώ). Η Ροδιά επινοεί ένα εναλλακτικό πειραματικό αλφάβητο. Το αλφάβητο αυτό δε στηρίζεται απλώς στα greeklish αλλά και σε αυτό που οι γλωσσολόγοι ονομάζουν φωνολογική ορθογραφία, σε μια ορθογραφία δηλαδή που γράφεται όπως ακούγεται και που σύμφωνα με τους γλωσσολόγους είναι ακριβέστερη της ιστορικής (η ιστορική προφερόταν αρχικά) και μάλιστα στη γλωσσολογία γράφεται με λατινικούς χαρακτήρες.
Η Μαρίνα Ροδιά ξαναγράφει ξανά και ξανά το ίδιο κείμενο με το πρόσχημα του παιχνιδιού, σε ένα work in progress εξετάζοντας βαθύτερα αυτή τη μεταγραφή. Είναι πολύ εντυπωσιακό το ότι μας παρέχει συνάμα και τον πηγαίο της, ας το πούμε έτσι κώδικα, το αλφάβητό της, είναι επίσης εντυπωσιακό πως αφήνει μεταγραφές μη οριστικές αλλά συχνά βάζει ένα ερωτηματικό για να δηλώσει την αμφιβολία της αλλά και την τάση της προς το διάλογο (η συνεργασιακή δημιουργία είναι άλλο ένα από τα δημιουργικά χαρακτηριστικά της). Το έργο αυτό είναι ένα πραγματικά open source έργο, υπό την ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει τόσο το κείμενο όσο και την προγραμματικότητά του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το φωνητικό αλφάβητο που εκθέτει. Πέρα από την τρυφερότητά της ως πειραματικής μαμάς (θα μπορούσε να είναι ένα τραγουδάκι για τα παιδιά της), το έργο αυτό είναι από τα σημαντικότερα που μας έχει μέχρι σήμερα παρουσιάσει και ένα εξαιρετικό έργο concrete poetry.

o ΠΡΟΛΟΓΟΣ απο το "Ουσία ζωής"

Αυτοκτόνησα. Ευτυχώς, το πέτυχα με φυσικό τρόπο, με ασιτία. Αρχικά, είχα σκεφτεί το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αργότερα, όταν σιγουρεύτηκα πως δεν παρέχει τη βεβαιότητα του «μπαμ και κάτω», και, επειδή τα δηλητήρια δεν είναι το φόρτε μου, κατέληξα στον απλούστερο τρόπο του θανάτου από ασιτία.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η μέθοδος απαιτεί μεγάλη αυτοπειθαρχία, στην έναρξη της προσπάθειας τουλάχιστον. Σιγά σιγά όμως, όταν περάσουν οι πρώτες μέρες, συνηθίζει το στομάχι και αρνείται από μόνο του την τροφή, οπότε, ο υποψήφιος αυτόχειρας δεν υποφέρει και τόσο.
Ασιτία λοιπόν, ξενηστίκωμα. Είναι ο καλύτερος και ο πιο σίγουρος τρόπος για να αφήσει ένας τα εγκόσμια κι απο ένας να γίνει κανένας ή, καλύτερα, από κάποιος να γίνει κανείς. Μου πάει πιο καλά το δεύτερο, επειδή ήμουν «κάποιος» ή τουλάχιστον βρισκόμουν σε καλό δρόμο για να γίνω «κάποιος».
Ακόμα διατηρώ επιφυλάξεις για το αν έπραξα σωστά με το να με σκοτώσω, να με αφήσω δηλαδή να εξοντώνομαι αργά αργά, κρατώντας χαρακτήρα ακόμα και μπροστά στο λαχταριστό αρνάκι του Πάσχα, κάτι αδιανόητο για τη λαιμαργία μου.

Είχα βάλει στοίχημα όμως με τον εαυτό μου πως θα τα καταφέρω να πεθάνω, και το κέρδισα.
Πέθανα μια νύχτα λοιπόν, λίγο πριν ξημερώσει. Πέθανα τόσο αθόρυβα, που με ανακάλυψαν το επόμενο βράδυ. Πίστεψαν όλοι πως πέθανα στον ύπνο μου, εγώ ξέρω καλά όμως πως υποδέχτηκα το θάνατο ξύπνιος. Πέθανα από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, όπως διαπίστωσε ο γιατρός που συνέταξε το σχετικό πιστοποιητικό. Η ασιτία, βλέπετε, δε διαπιστώνεται μετά θάνατο, εκτός κι αν είσαι παιδάκι της Μπιάφρα -αλήθεια, τα θυμάται πια κανείς αυτά τα παιδάκια;
Πέθανα λοιπόν μια νύχτα, αυτοκτόνησα δηλαδή, λίγες μέρες μετά το Πάσχα κι ακόμα δεν είμαι σίγουρος αν αυτή ήταν η μόνη διέξοδος απο τα προβλήματά μου. Δυσεπίλυτα βέβαια, μπορεί και να με κλείναν φυλακή για χρέη, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως άξιζαν τη θυσία μιας ζωής, ακόμα και της δικής μου, ιδίως της δικής μου, που υποσχόταν πολλά και θαυμαστά στο άμεσο μέλλον.

Ολόκληρη η ζωή μου ήταν ένα κύμα, όλο σκαμπανεβάσματα, νηνεμίες και φουρτούνες σε αλληλλοδιαδοχή. Σε μια τεταραγμένη θάλασσα ζούσα απο τότε που γεννήθηκα.
Η ιστορία μου μπορεί να σας ενδιαφέρει, γι αυτό και τη γράφω. Τη γράφω μια και δε γίνεται να τη διηγηθώ. Τώρα, πώς είναι δυνατό αυτό, ε, είναι ένα μυστικό που θα το μάθετε κι εσείς, όταν έρθει η ώρα σας. Αυτό ακριβώς είναι που θέλω να τονίσω εδώ, να αφήσετε να έρθει η ώρα σας, δηλαδή. Να μη την εκβιάσετε να έρθει, γιατί είναι βασανιστικό να έχετε αμφιβολίες μετά, για το αν καλώς φύγατε νωρίτερα απο το μάταιο τούτο κόσμο. Είναι πολύ βασανιστικό, επειδή δε γίνεται, δε μπορείτε πια να ξαναγυρίσετε. Αν κάποιος κάνει λάθος πάτωμα στο ασσανσέρ, ας πούμε, μπορεί να πατήσει ένα κουμπί και να βρεθεί εκεί που θέλει, το κουμπί όμως του θανάτου πατιέται μόνο μια φορά. Μετά, η νέα πορεία μακριά από τα εγκόσμια είναι αμετάκλητη.

Φαντάζομαι πως σας καίει να μάθετε πώς έγινε κι αποφάσισα να αυτοκτονήσω, ίσως κάποτε να πέρασε από το νου σας να το πράξετε κι εσείς, ίσως και να δοκιμάσατε μια απόπειρα. Θα λύσω σύντομα την απορία σας, αφού πρώτα ξανατονίσω πως η αυτοκτονία, οποτεδήποτε, για οποιοδήποτε λόγο και με οποιοδήποτε τρόπο, δεν είναι λύση.
Η ζωή είναι ωραία και γλυκειά και καλό είναι να αφήνεται στη δίνη της ο άνθρωπος με άνεση. Να τη ζει και να την απολαμβάνει ως το μεδούλι, χωρίς πολλές παρεμβάσεις. Η ζωή είναι οδηγός, ο άνθρωπος δε μπορεί να κάνει τίποτα για ν’ αλλάξει την πορεία της. Ακούγεται μοιρολατρικό, η πείρα μου όμως με δίδαξε πως η ευθύνη του ανθρώπου είναι πολύ περιορισμένη.
Η ζωή μοιάζει με τη θάλασσα, όχι μόνο ως προς το μέγεθος. Θυμίζει τα κύματα που, όσο και βαθειά να βουτάνε, ξαναβγαίνουν πάντα στον αφρό. Εδώ χρειάζεται τονισμός στο πάντα. Είναι το μοναδικό πάντα που υπάρχει. Το μοναδικό ποτέ επίσης είναι ότι ποτέ, κανένα κύμα, δε μένει στον πάτο.
Σημαντικό είναι ακόμα, πως όλα τα κύματα αλλάζουν όψη, κανένα κύμα δε μοιάζει με το άλλο δηλαδή, ούτε και με τον εαυτό του ακόμα, σε διαφορετική χρονική στιγμή. Κάθε στιγμή η ζωή, σαν το κύμα, αλλάζει μορφή και θέση και είναι δύσκολο να παρακολουθεί κανείς τις αλλαγές αυτές χωρίς να διαφοροποιείται το συναίσθημά του.
Το συναίσθημα παρακολουθεί κατά πόδας την αλλαγή των κυμάτων του βίου και δημιουργεί σε ορισμένους ανθρώπους την εντύπωση πως, στον αέναο αυτό κυματισμό, το κάτω είναι το «έσχατο» και το άνω το «ανώτατο» και πως αυτές οι δυο καταστάσεις είναι εφικτό να παραμένουν σταθερές.
Οσοι το πιστεύουν αυτό, κάνουν το ίδιο λάθος με εκείνους που πιστεύουν στη χρυσή μετριότητα, δηλαδή στην ανυπαρξία κυματισμού. Η χρυσή μετριότητα βρίσκεται ή κάτω ή πάνω απο την επιφάνεια της θάλασσας, της ζωής θέλω να πω, εκεί όπου δεν υπάρχουν ρίσκα, δε διακινδυνεύει κανείς τίποτα -ούτε καν να ζήσει.

Η ζωή βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο νοερά τοποθετημένο πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Εκεί ακριβώς όπου ο ουρανός αγγίζει τη θάλασσα, εκεί που η θάλασσα συναντιέται με τον ουρανό, εκεί όπου το νερό μάχεται τον αέρα, εκεί όπου οι ιδέες διαξιφίζονται με το συναίσθημα.
Μια άϋλη μεμβράνη περιλαμβάνει τα πάντα, όλη την ουσία της ζωής. Αλλοτε μπαίνει με βία ο αέρας στο νερό και, βουλιάζοντας την επιφάνεια, βαθαίνει το κύμα σχηματίζοντας μπουρμπουλήθρες και, κάποτε, το νερό αναδύεται με ορμή και εισβάλλει στην ουσία του αέρα δημιουργώντας του ανασφάλειες ή αναγκάζοντάς τον να αντιδράσει βίαια, και φτου κι απ’ την αρχή.

Οποιος ζει στ’ αληθινά, με τον αέρα να συγκλονίζει το νου του και το νερό ν’ αναταράζει την καρδιά του, δύσκολα στριμώχνεται στο χώρο της λεπτής μεμβράνης που περιέχει την ουσία της ζωής, και παρακαλεί να σπάσει η μεμβράνη για να λυτρωθεί απο το μαρτύριο της πίεσης. Οταν σπάει τελικά αυτή η μεμβράνη, τότε πεθαίνει ένας ζωντανός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που έζησε πραγματικά τη ζωή και πήρε τα ρίσκα του, διακινδύνεψε δηλαδή ανάμεσα ουρανού και θάλασσας, έπαιξε κορώνα - γράμματα την ύπαρξή του.
Ο θάνατος αυτός είναι ένας αλλοιώτικος θάνατος, ένας θάνατος σπάνιος, ηρωϊκός, είτε τον επιθυμεί ο θανών είτε όχι. Δε θα ξαναπώ εδώ τίποτα για το θάνατο. Θα εξιστορήσω την πάλη των δυο στοιχείων, τη διαρκή πάλη ανάμεσα στον αέρα και το νερό. Θα μιλήσω για την κατάσταση που επικρατεί στη λεπτή μεμβράνη της ζωής.

Δε θα με απασχολήσουν πολύ όσα βρίσκονται πάνω στον ουρανό ούτε όσα βρίσκονται μέσα στη θάλασσα, όπως οι καταστάσεις σχετικής ηρεμίας και η «χρυσή» μετριότητα. Με δυο λόγια, θα διηγηθώ, όσο πιο ξεκάθαρα μπορώ, τη δική μου ζωή, τη δική μου πάλη ανάμεσα ουρανού και θάλασσας, τη δική μου διαρκή ξιφομαχία.
Την ήττα μου βιάστηκα να την εκθέσω πρώτα πρώτα, έτσι για να μην αγωνιάτε για το τέλος. Αλλωστε, το τέλος δεν έχει και τόση σημασία. Ο αγώνας είναι το σημαντικό σε τούτη την ιστορία, τη δική μου ιστορία δηλαδή.

απο το Ουσία ζωής, ΠΡΟΛΟΓΟΣ


~~~***~~~




«...Ξύπνιος πέθανα κοντά στο ξημέρωμα, ξαπλωμένος ανάσκελα, με ένα φριχτό πόνο το στήθος, ξερνώντας το λιγοστό φαγητό που μόλις πριν λίγο είχα χλαπακιάσει στα γρήγορα. Ξύπνιος και μόνος....»

απο το Ουσία ζωής, κεφ. 01 ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΟΥ

24 Απρ 2006

ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙ

Τα καλοκαιρινά βράδια στη βεράντα,
με παγωτά και υποβρύχια,
με λεκτικά παιχνίδια και πειράγματα,
με τα βήματα των χορών του συρμού,
με την εξερεύνηση τ' ουρανού,
με τη στρωματσάδα και τον ιδρώτα,
με τ' αεράκι να δροσίζει απ' το διάσελο,
πέρασαν ανεπιστρεπτί.

Σχεδόν όλοι φύγαν,
οι παπούδες κι οι γιαγιάδες,
οι θείοι κι οι θείες,
κάποια ξαδέρφια, κάποιοι φίλοι,
κάποιοι δάσκαλοι καλοί,
ετοιμάζοντας προσεκτικά το δρόμο
για τον πατέρα και το Γιώργο.


Λιγοστέψαμε, μάνα, λιγοστέψαμε...
Μόνες μας πιά στη βεράντα,
δίπλα στις άδειες καρέκλες,
θα τρώμε ζελέ
κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες
με τις φωνές τους να βουίζουν στ' αφτιά μας
και χίλια ερωτήματα στα μάτια μας.

Εγιναν όλοι χώμα;
Εγιναν σκόνη;
Πού βρίσκονται τα λόγια τους,
οι σκέψεις τους έσβησαν;
Μήπως μας βλέπουν;
Μήπως μας σκέφτονται;
Μας περιμένουν οπωσδήποτε,
γιατί κι εμείς θα φύγουμε,
ανεπιστρεπτί.

22 Απρ 2006

Βρωμαίος και Αυγουλιέττα (του Ανσέξ Πυρ)



Σκηνή Α'



Βρ. Αυγουλιέττα σ' αγαπώ

Αυγ. Και'γώ Βρωμαίε.. αν και τη μπόχα σου δεν αντέχω..

Βρ. Κάτι θα γίνει για τη μπόχα γλυκειά μου.. μάλλον είναι θέμα διατροφής..

Αυγ. Τι έφαγες σήμερα;

Βρ. Μα.. όπως κάθε μέρα.. Ζγαν..

Αυγ. Απόφευγε το Ζγαν.. γενικά τα αλλαντικά βλάπτουν..

Βρ. Μα δεν είπα παστουρμά.. Ζγανάκι αγνό..

Αυγ. Αυτό μας έλειπε να τρως και παστουρμά! (έξαλλη)

Βρ. Οχι καλή μου, όχι, ΠΟΤΕ ΠΑΣΤΟΥΡΜΑ! (γονατίζει)

Αυγ. Ούτε ξανά Ζγαν! (επιτακτικά)

Βρ. Ούτε.. ούτε.. (δακρύζει)

Αυγ. Μόνο αν είναι να πεθάνουμε θα φάμε μαζί Ζγαν..

Βρ. Ναι, καλή μου, ναι.. μόνο για θάνατο.. με μια κονσερβούλα..

Αυγ. Απροπό.. Τι λες; Πεθαίνουμε για την αγάπη μας;

Βρ. Πότε; Τώρα; (έντρομος)

Αυγ. Εμ; Πότε; Αύριο θα είναι αργά.. θα μας χωρίσουν οι δικοί μας που όλο πλακώνονται στο ξύλο.. Εχεις κανα Ζγαν πρόχειρο;

Βρ. Ναι.. εδώ το έχω..

Αυγ. Πονηρούλη! Και μόλις υποσχέθηκες..

Βρ. Ε.. το φύλαγα για την περίπτωση που..

Αυγ. Ξέρω ξέρω.. Θα πεθάνουμε μαζί μωρό μου.. ε;.. (δακρύζει)

Βρ. Ναι αγαπούλα μου.. ναι.. (την αγκαλιάζει τρυφερά)

Αυγ. Αχ, Βρωμαίε Βρωμαίε.. το μαύρο χώμα μας καλεί..

Βρ. Το ακούω.. Αλλά.. που έβαλα το ανοιχτήρι; (ψάχνει στις πτυχές του ρούχου του)

Αυγ. Στο καπέλο σου καλέ μου! Εκεί δεν το βάζεις πάντα;

Βρ. Ναι.. Φτου! Πάλι αφηρημένος.. (βγάζει το καπέλο και βρίσκει το ανοιχτήρι)

Αυγ. Ελα, δώσ' μου μια μπουκιά.. (ανοίγει το στόμα)

Βρ. Ελα.. φάε και συ.. είναι πολύ νόστιμο αν και δηλητηριασμένο..

Αυγ. Ναι το άτιμο! Νο-στι-μώ-τα-το! Μιαμ μιαμ.. και πώς βρωμάει!..

Βρ. Οχι και βρωμάει.. η ανάσα σου βρωμάει σαν κλούβιο αυγό! Που θα προσβάλλεις το Ζγαν μου!

Αυγ. Πφφφ.. εσύ και το Ζγαν σου! Βρωμερό υποκείμενο!

Βρ. Ετσι ε; Τώρα είμαι υποκείμενο! Για να σου πω κυρά μου..

Αυγ. Τώρα έγινα κυρά σου; Δεν είμαι η αγαπούλα σου πια;

Βρ. Δε σηκώνω εγώ βρισίδια! (στριτζώνεται)

Αυγ. Υποκείμενο της αγάπης μου ήθελα να πω.. (απολογητικά)

Βρ. Μήπως ήθελες να πεις αντικείμενο..; (συμβιβαστικά)

Αυγ. Ναι.. τι αντικείμενο τι υποκείμενο.. στο συντακτικό θα κολλήσουμε;

Βρ. Αααα.. θα τα πάρω στο κρανίο! Αγράμματη! (έξαλλος)

Αυγ. Θέλω να πεθάνω! Αφού δεν πήγα σχολείο! Γιατί με υποτιμάς;

Βρ. Αχ! Ξέχασα ότι στην εποχή μας τα κορίτσαι είναι υποτιμημένα.. σόρρυ..

Αυγ. Δώσε κι άλλο Ζγαν.. Θυσιάζομαι για την αγάπη μου και για τη θέση της γυναίκας.. (ηρωϊκά)

Βρ. Ναι.. θυσιάσου θυσιάσου.. όλο θυσίες εσείς οι γυναίκες.. άμα πια..

Αυγ. Με βάζεις με όλες τις γυναίκες; Δεν είμαι ξεχωριστή για σένα;

Βρ. Ωχ! Αρχισε την κλάψα πάλι.. (στο κοινό)

Αυγ. Τι μουρμουρίζεις πάλι; Δεν έχεις το θάρρος να το πεις κατευθείαν; Δειλέ!

Βρ. Τίποτα καλή μου..
..Φαντάσου να την παντρευόμουνα.. τι κρεββατομουρμούρα γλυτώνω με το φαρμάκι! (στο κοινό)

Αυγ. Πάλι μουρμουρίζεις; Τι λες, τι σκέφτεσαι που δεν έχεις το θάρρος να μου το πεις;

Βρ. Το Ζγαν καλή μου.. άρχισε να επιδρά.. Ωχ! η κοιλίτσα μουουου..

Αυγ. Αγκάλιασέ με Βρωμαίε.. Σφιχτά.. Οχι τόσο σφιχτά! Δεν αντέχω τη μπόχα!
..Γιατί δεν μπανιαριστήκαμε πριν αυτοκτονήσουμε; Κι έχω ψωνίσει ένα σπέσιαλ αφρόλουτρο με αυγό.. (στο κοινό)

Βρ. Η ανάσα σου βρωμάει Αυγουλιέττα μου.. τα είπαμε αυτά.. ωχ ωχ ωχ..

Αυγ. Ωχ.. Βρωμαίε σε αφήνω.. ωχ ωχ ωχ.. πονάωωωωω...

Βρ. Αφησέ με καλή μου.. άφησέ με να πεθάνω με την ησυχία μου..

Αυγ. Σε αφήνω Βρωμαίε.. σε αφήνω.. η ψυχή μου σε αφήνει.. πετάωωω.. (πέφτει νεκρή σπαρταρώντας)

Βρ. Βρε λες να έχει στ' αλήθεια φαρμάκι το Ζγαν μου; (μυρίζει το άδειο κουτί)
..Καταραμένο Ζγαν! (πέφτει νεκρός απότομα)

Αυγ. Βρωμαίε.. (ανασηκώνεται) Βρωμαίε αγαπημένε μου.. τι έπαθες; Είχες βάλει στ' αλήθεια φαρμάκι;
..Εγώ για πλάκα το έκανα πως πεθαίνω.. (στο κοινό)
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΖΓΑΝ!!! (κραυγάζει, κόβει το λαιμό της με το κονσερβοκούτι και πέφτει πάνω του)

Βρ. (σηκώνεται με χάρη) Αμάν πια! Επιτέλους, την ξεφορτώθηκα!
(σπρώχνει το πτώμα απο πάνω του)
Πφφφ με γέμισε αίματα το παλιοκόριτσο.. (στο κοινό)


Σκηνή Β'



Η Αυγουλιέττα με ένα παχύ επίδεσμο στο λαιμό κάθεται πλάτη στο κοινό.


Βρ. Ελα Αγαπημένη, γύρνα να φας το αυγουλάκι σου..

Αυγ. Οχι, όχι, όχι! (με πείσμα)

Βρ. Αφού σου λέω.. θα κάνει καλό στο λαιμουδάκι σου..

Αυγ. Οχι, όχι, όχι! (ελαφρύτερο πείσμα)

Βρ. Το φύλαγα σαράντα μέρες και θα είναι αρκετά κλούβιο.. άκου.. (κουνάει το αυγό στο αφτί της χωρίς να γυρίσει να τη δει)

Αυγ. Οχι.. Αλλά.. γιατί όχι; (στρέφει απότομα, στρέφει και ο Βρωμαίος και τώρα κάθονται πλάϊ πλάϊ)

Βρ. Αχ! Επιτέλους γλυκειά μου.. με συχώρεσες; (με αγωνία)

Αυγ. Γιατί.. τι έκανες για να ζητάς συχώρεση καλέ μου; (αρπάζει το αυγό)

Βρ. Μα.. ο λαιμός σου..

Αυγ. Μόνη μου τον έκοψα βρε! Ξέχασες; (σπάει το αυγό)

Βρ. Ναι, αλλά βοήθησα κι εγώ.. δυστυχώς..
..Γιατί δεν πέτυχε την καρωτίδα θεέ μου; (στο κοινό)

Αυγ. Μμμμμ.. ωραίο αυγουλάκι! Δε μυρίζει όμως αρκετά.. επειδή μάλλον είναι παραβρασμένο.. λες;..

Βρ. Πού να ξέρω.. Ρώτα με για αλλαντικά.. για Ζγαν.. για φουαγκρά..

Αυγ. Επίτηδες το παράβρασες για να με πικάρεις! Αυτή είναι η μόνη αλήθεια.. (κλαίει με λυγμούς)

Βρ. Τώρα τι της λες; (στο κοινό)

Aκούγεται μια πορδή και μπαίνει στη σκηνή ένας ωραίος νέος.

Αυγ. Βρωμαίε! Πάλι κλάνεις; Ξανάφαγες Ζγαν; (θυμωμένα)

Βρ. Οχι καλή μου.. Μόνο φουαγκρά τρώω πλέον..

Αυγ. Τότε τι βρώμα είναι αυτή; Ακουσα και τον ήχο! (με βεβαιότητα)

Βρ. Κι εγώ κάτι άκουσα.. Α! Να.. κάποιος έρχεται.. μάλλον ο δράστης..

Αυγ. Αποκλείεται! Ενα τόσο ωραίο παληκάρι.. Α-πο-κλεί-ε-ται!!!

Βρ. Κι όμως.. απο κάτι τέτοια παληκάρια να φοβάσαι..
..πού βρέθηκε πάλι αυτός; Eίναι ο προμηθευτής του Ζγαν. (στο κοινό)

Αυγ. Γιατί; Τον ξέρεις μήπως;

Βρ. Οχι, όχι, κατηγορηματικά όχι!

Αυγ. Καλά.. σε πιστεύω.. αλλά γιατί σε κοιτάζει τόσο επίμονα;

Βρ. Μπορεί να ζητιανεύει.. μπορεί να πουλάει τίποτα.. να ρωτήσω;

Αυγ. Αχ ναι, ρώτησέ τον..

Πλησιάζει ο Βρωμαίος τον ωραίο νεανία.

Βρ. Γκουχ, γκουχ.. ωραία μέρα σήμερα..

Ωρ. Μάλιστα κύριε..

Βρ. Εχω την τιμή να συστηθώ: Βρωμαίος.

Ωρ. Ωραίος.

Βρ. Το βλέπω..

Ωρ. Κι εγώ.. το μυρίζω.. Κάνε πιο κει χριστιανέ μου..
..Πουφ.. (στο κοινό)

Αυγ. Αχαχαχα.. δεν είμαι η μόνη που είμαι ευαίσθητη σε οσμές.. (γελάκι)

Βρ. Τώρα τι θέλεις; Να προσβληθώ; Αμ δε..

Αυγ. Για πλησιάστε νέε μου.. να σας μυρίσω..

Πλησιάζει ο ωραίος νέος.

Αυγ. Μμμμμ.. ωραία μυρωδιά.. παρ' όλη την πορδή.. τι τρώτε συνήθως; Και.. συγγνώμη αν σας προσβάλλει η ερώτησή μου..

Ωρ. Μα όχι αγαπητή δεσποσύνη.. δε με προσβάλλετε.. πώς να προσβάλλει ένα όμορφο άνθος την κοπριά;.. (με άπειρη ευγένεια)

Αυγ. Απαντήστε τότε παρακαλώ.. τι τρώτε;..

Ωρ. Ζγαν και μόνο Ζγαν αγαπητή μου..

Αυγ. Ζγαν;;; (με απορία)

Ωρ. Ναι, Ζγαν.. δεν το γνωρίζετε το προϊόν;

Αυγ. Πως.. πως.. αλλά νόμιζα ότι στο Ζγαν οφείλονται οι βρωμερές..

Ωρ. Οχι.. το Ζγαν δεν έχει να κάνει.. η μυρωδιά παίρνει γραμμή απο τον οργανισμό.. Πολλοί πίνουν κολώνια και κλάνουν μέντες..

Αυγ. Πόσο δίκιο έχετε.. δεν το είχα σκεφτεί έτσι.. Παραμάνα! (φωνάζει την παραμάνα της που εμφανίζεται αμέσως)

Παρ. Φωνάξατε κυρία;

Αυγ. Ναι, σε φώναξα να μου πεις αν εξακολουθείς να πίνεις κολώνια.

Παρ. Ναι.. δε βρίσκω κάτι άλλο πρόχειρο.. συγγνώμη..

Αυγ. Ευχαριστώ, δε σε χρειάζομαι άλλο.
..γι αυτό μυρίζει μέντα.. (στο κοινό)

Η Παραμάνα φεύγει αθόρυβα.

Βρ. Τώρα Αυγουλιέττα μου, να συνεχίσουμε την κουβεντούλα μας;

Αυγ. Οχι με σένα πλέον Βρωμαίε.. προτιμώ τον Ωραίο νεανία.. Φέρε το σκαμνάκι πιο κοντά νέε μου..

Βρ. Γυναίκες.. (στο κοινό)

Αυγ. Είπες τίποτα καλέ μου;

Βρ. Εγώ; Οχι.. όχι.. (βλέπει το νέο που ψάχνει για σκαμνάκι) Εκεί.. στη γωνία είναι τα σκαμνάκια! (του φωνάζει)

Αυγ. Μα ελάτε ελάτε! Είμαι πολύ περίεργη για σας!

Ωρ. Τι άλλο θέλετε να μάθετε για μένα; (κάθεται στο σκαμνάκι πλάϊ της)

Αυγ. Ολα! Τι ώρα ξυπνάτε, τι ώρα κοιμάστε, τι τρώτε.. όλα!

Ο ωραίος νέος σκύβει στο αφτί και της ψιθυρίζει διάφορα, ενώ η Αυγουλιέττα σιγογελά γαργαριστά.

Βρ. Και.. αν θέλω το πιστεύω ότι αυτός δεν της βρωμάει.. Γυναίκες.. (στο κοινό)


**ΑΥΛΑΙΑ**
(αλλά μπορεί και να συνεχιστεί)

19 Απρ 2006

το ρεβόλβερ της φωνής σου



Να με πλησιάσει η φωνή σου
ελισσόμενη σα φίδι
να συρθεί
την ακοή μου να χαϊδέψει
σα βελούδο
να με τυλίξει ολόκληρη

Κι όπως θα πνίγομαι
μ' ένα πυροβολισμό δηλητήριο
σπάζοντας το τύμπανο της ομίχλης
να ηχήσει το ρεβόλβερ

Πυροβολώ επτάκις επτά




Να κουλουριαστώ σε μια σπηλιά
χωρίς ανάσα
μάτια κλειστά

- Αλτ! Τις εί; (ρωτώ)
- Ο κωδικός σου (απαντάς)

Πυροβολώ επτάκις επτά
και σε σκοτώνω

Σαν τον ήλιο με το φεγγάρι




- Δε θα συναντηθούμε ποτέ...
- Γιατί καλή μου;
- Η λάμψη σου με θέλει τα πρωϊνά, μα η ψυχή μου αναδύεται τα βράδια...
- Κι όμως.. αν προσπαθήσουμε...
- Ναι...
- Να δοκιμάσουμε ένα μεσημεράκι...
- Θα με κάψεις!
- Οχι, γλυκιά μου, θα μαζέψω τις ακτίνες μου πίσω από σύννεφα...
- Μα τότε θα κρυφτώ...
- ...αραιά σύννεφα...
- Και;
- ...που θα λιγοστεύουν τη λάμψη μου.
- Θα μπορώ να σε βλέπω ή θα με τυφλώνεις;
- Θα με βλέπεις και θα σε βλέπω κι εγώ.
- Κι ανάμεσά μας τα σύννεφα;
- Ναι, σαν άσπρο σεντονάκι.
- Μα, πάλι χωριστά θα είμαστε...
- Αλλά πολύ κοντά!
- Δε θα μπορώ να σε αγγίξω.
- Οχι, ούτ' εγώ θα σε αγγίζω.


- Τότε; Πώς θα συναντηθούμε;
- Δεν φτάνει το ότι θα βλεπόμαστε;
- Φτάνει. Εμένα μου φτάνει. Να βλεπόμαστε... έστω.
- Αλλιώς να προσπαθήσουμε όταν ξεκινά να βραδιάζει...
- Ναι... Τα βράδια όμως χάνεσαι... βασιλεύεις.
- ...μόλις χαθώ από τον ορίζοντα...
- Ναι...
- ...να μη βιαστείς ν' ανατείλεις... χασομέρησε λίγο...
- Ναι... δεν θα βιαστώ... θα χασομερήσω για σένα...
- ...και θα βρεθούμε κάτω από τον ορίζοντα.
- Θα με αγγίξεις;
- Θα σε αγγίξω... και δεν θα καείς γιατί θα είμαι σκοτεινός.
- Σκοτεινός;
- Κάτω από τον ορίζοντα σκοτεινιάζω... δεν φαίνομαι καθόλου.
- Και πώς θα σε βρω;
- Θα μου ρίξεις λίγη από τη λάμψη της ψυχής σου.
- Και δεν θα σε βλάψω; Δεν θα σε πνίξω;
- Οχι, γιατί η ψυχή σου είναι μέλι.
- Και η δικιά σου... είναι χρυσή...
- Δεν έχω ψυχή εγώ, ψυχούλα μου...
- ...αλλά..;


- Εχω καρδιά.
- Χρυσή καρδιά.
- Πες το κι έτσι... η ψυχή μου είσ' εσύ.
- Με κάνεις και λιώνω...
- Εκεί λοιπόν... κάτω από τον ορίζοντα...
- Εκεί που η καρδιά σου μαυρίζει...
- Εκεί θα μου χαρίσεις λίγη από την ψυχή σου...
- ...και θα πάρω το μαύρο της καρδιάς σου...
- ... την άλλη νύχτα θα βγεις πιο μικρή...
- ...την άλλη μέρα θα βγεις πιο λαμπερός...
- ..αλλά μη φοβηθείς...
- Οχι, δεν θα φοβηθώ... η ψυχή ξαναγεννιέται σιγά σιγά...
- Ναι... η ψυχή ξαναγεννιέται καρδιά μου...
- Κι εσύ θα ξαναγεννηθείς...
- ...κάποιο μεσημέρι... έτσι;
- Ναι... κάποιο μεσημέρι που θα σε βλέπω να με πλησιάζεις...
- ...με το άσπρο σεντονάκι ανάμεσά μας...
- Ναι... με τα σύννεφα θα σου στείλω λίγη από την καρδιά μου.
- Αγαπημένε μου... πόσο πονώ... που δεν είμαστε μαζί...
- Μη πονάς ψυχή μου... η καρδιά μου ματώνει.

16 Απρ 2006

ΤΟ ΜΕΛΙΣΣΙ ή ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Στητός στο κεφαλόσκαλο
περίμενε το μελισσοκόμο.
Ενα μελίσσι στο κενό του τοίχου
είχε σκαρώσει κυψέλη
Το μήνα πού 'λειψε απ' το γραφείο
Μέλισσες βουΐζαν στα χαρτιά,
στά ράφια, στα βιβλία, στον υπολογιστή.


Σμάρι κανονικό, ευάριθμο,
συγκέντρωνε το μέλι της γνώσης.


Ο μελισσοκόμος έφτασε,
φόρεσε μάσκα και γάντια,
και τρύγησε το μελίσσι με καπνό.
Οι μέλισσες ψόφησαν μονομιάς,
η κερήθρα βγήκε απ' τον τοίχο -ανέπαφη.
Αλειψε μέλι τα βιβλία, τα χαρτιά,
μα η γνώση δεν ξαναγύρισε.


Τον ίδιο χρόνο εκείνος πέθανε.
Τον ρούφηξε ο τοίχος.


________________
αφιερωμενο στη μνημη του Καρολου

14 Απρ 2006

Η νοσοκόμα


Θεατρικός διάλογος - Μονόπρακτο

Πρόσωπα:

Ν : Μια γυναίκα νοσοκόμα, ετών γύρω στα 30, ξανθιά βαμμένη, μετρίου αναστήματος προς το κοντό, με θρασύτατο χαρακτήρα. Για να δωθεί έμφαση στη σκληρότητα, μπορεί ο ρόλος να παιχτεί και από άνδρα ηθοποιό.

Α : Ανδρας ασθενής, περίπου 50 ετών, μορφωμένος και πάσχων απο βαρύ και ανίατο νόσημα του δέρματος, εξαιρετικά αδύναμος και αδύνατος.

*** *** *** ***

Η σκηνή ξετυλίγεται στο θάλαμο ενός νοσοκομείου, όπου ο (Α) βρίσκεται για θεραπεία για το δερματικό του νόσημα. Είναι ξαπλωμένος και πρέπει η (Ν) να τον αλείψει μια ειδική αλοιφή σε όλο του το σώμα, αφού τον έχει ήδη γδύσει, είναι δηλαδή γυμνός, και μετά να του φορέσει καθαρές πιτζάμες.

Η κατάσταση του θαλάμου είναι αποκαρδιωτική:
Οι τοίχοι μουτζουρωμένοι, με πολλή φαντασία υποψιάζεται ο θεατής ότι κάποτε ήταν άσπροι, τα σεντόνια λεκιασμένα, τα ιατρικά εργαλεία (παροχέας οξυγόνου, ορού, κλπ) σε άθλια κατάσταση. Τζάμια ραγισμένα, κουρτίνες ρυπαρές, κλπ.
Ο σκηνοθέτης και ο σκηνογράφος προσθέτουν ό,τι κρίνουν απαραίτητο ώστε να ενισχυθεί μια εικόνα μιζέριας.

*** *** *** ***

Α : Σε παρακαλώ, άλειψέ μου λίγο την πλάτη, και σε παρακαλώ μη με τραβάς κορίτσι μου, πονάω πολύ... ωχ, μη με σπρώχνεις... πιο απαλά...

Ν : Αν δε μου μιλάς στον πληθυντικό, έτσι θα σε τραβάω και θα σε σπρώχνω. «Σας παρακαλώ αδελφή» θα λες, αν θέλεις να τα πάμε καλά.

Α : Μα είσαι μικρή κοπέλλα κι εγώ έχω ανηψούλες στην ηλικία σου... πως... ωχ! Ωχ ωχ ωχ!!! Εντάξει... σας παρακαλώ αδελφή...

Ν : Τώρα μάλιστα! Είδες πως το μαθαίνεις το μαθηματάκι σου; Ενα τραβηγματάκι και...

Α : Ωχ! Πονάω πολύ σας είπα... θα ξεκολλήσει εντελώς το δέρμα...

Ν : Ετσι, για να δω πως το εμπέδωσες γερο-μαλάκα... γιατί αν δεν ήσουνα μαλάκας δε θα βρισκόσουνα εδώ πέρα, έτσι; Μόνος κι έρημος... χαχαχα! Μαλάκα μου εσύ!

Α : Τώρα γιατί με στενοχωρείτε; Που σας έχω φταίξει; Αρρωστος άνθρωπος είμαι... ναι, και μόνος... δυστυχώς... αλλά δε φταίω γι αυτό... η ζωή...

Ν : Ναι, τώρα θα μου πεις για τη ζωή, πως σε πέταξε στην άκρη και σ’ άφησε μονάχο, πως δεν έτυχε... ποιός ξέρει πόσες γυναίκες θα ‘χουν κλάψει για χατήρι σου... οι χαζοβιόλες κι αυτές... πόσες ψυχούλες βασάνισες σαδίσταρε!

Α : Δεν έχεις κι άδ... (του δίνει μια σπρωξιά) ωχ! Ξέχασα! Δεν έχετε κι άδικο ήθελα να πω... μερικές φορές ήμουν αρκετά σκληρός απέναντι σε κάποιες γυναίκες... λέτε γι αυτό... να τιμωρούμαι τώρα...;;;

Ν : Εμ; Δε σας ξέρω εσάς τα δήθεν αδύναμα γεροντάκια τι καθίκια είσασταν στα νιάτα σας; Τώρα θα σε μάθω γερο-ξεκούτη νομίζεις;

Α : Μα γιατί θέλετε να με βασανίζετε κι απο πάνω; Εστω. Αμάρτησα και πληρώνω. Πόσο να πληρώσω ακόμα όμως; Ωχ!!! Σιγά σιγά... παρακαλώ...

Ν : Σιγα σιγά και κουραφέξαλα! Αντε! Φέρε το χέρι προς τα εδώ... πως θα μπει το μανίκι; Μόνο του;

Α : Ναι, αμέσως... ωχ! Το αριστερό μου χέρι δεν υπακούει και τόσο... ωχ... αχ! Επιτέλους μπήκε...

Ν : Είδες; Λίγη προσπάθεια χρειάζεται μπάρμπα! Λίγη προσπάθεια μονάχα... Αντε στρίψε τώρα να βάλουμε και το παντελόνι...

Α : Ενα-ένα μπατζάκι...

Ν : Γιατί; Χαζή με περνάς να στα φορέσω και τα δυο μαζί; Χαχαχα! Άκου τι λέει... κωλόγερε, ε, κωλόγερε... τι πράμα είν’ αυτό που σου κρέμεται; Χαχαχαχαχα! Δεν έχω δει χειρότερο μαντζαφλάρι... χαχαχαχαχα!

Α : Μη με κοροϊδεύετε παρακαλώ δεσποινίς... ωχ ωχ ωχ!!! Αδελφή ήθελα να πω... παρακαλώ αδελφή... μη... προσέξτε...

Ν : Τι να προσέξω βρε αληταρά; Μη στο κόψω; Χαχαχαχαχα! Μια πέτσα έμεινε μόνο... μπορεί να κοπεί και μοναχή της! Χαχαχαχαχα! Αντε, έλα και το άλλο μπατζάκι τώρα...

Α : Ναι, σιγά... να στρίψω... βοηθείστε με παρακαλώ...

Ν : Να σε βοηθήσω ξεμωραμένο ζωντανό, να σε βοηθήσω...

Α : Ετσι... ευχαριστώ πολύ... νά’σαι καλά κορίτσι μου... ωχ ωχ ωχ!!! Γιατί... α, ναι, ξέχασα... στον πληθυντικό...

Ν : Εμ, τι νομίζεις, ε; Θα δουλεύω και δε θα τυχαίνω σεβασμού; Ετσι νομίζετε όλοι σας... μια νοσοκόμα είναι πρώτα απ’ όλα άξια σεβασμού. Κι αν δεν το καταλαβαίνουν μερικοί μερικοί, τους δίνω να το καταλάβουν.

Α : Ναι, αδελφή, πράγματι είστε άξια σεβασμού... δε λέω... όμως...

Ν : Ομως τι; Θα μου μιλήσεις τώρα για ποιό πράγμα;

Α : Για ανθρωπιά ήθελα να μιλήσω... για ποιό λόγο γίνεται κάποιος νοσοκόμος; Πίστευα... πως... η ανθρωπιά παίζει κύριο ρόλο... στην επιλογή αυτού ειδικά του επαγγέλματος...

Ν : Ναι, η ανθρωπιά... μας τά’πανε κι άλλοι αυτά... ανθρωπιά και ξερό ψωμί θες να πεις, ε; Για το ψωμάκι μπάρμπα, για το ψωμάκι μας σπουδάζουμε... και για το παντεσπάνι μας... η ανθρωπιά... άσε τη να τη βρούνε όσοι τη χρειάζονται απο κει που ξέρουν...

Α : Απο που δηλαδή; Αμα δε βρίσκεται μέσα στα νοσοκομεία, που να τη βρούμε;..

Ν : Χα! Μπήκες στο νοσοκομείο για να βρεις ανθρωπιά εσύ μου λες τώρα...

Α : Την υγεία μου μπήκα να βρω... και πως να τη βρω... αμα...

Ν : Αμα δε σου φέρονται με ευγενικές τζιριτζάντζουλες που λέει κι η γιαγιά μου...

Α : Τζιριτζάντζουλες; Απο που είναι η γιαγιά σας; Απο επτάνησα;..

Ν : Ναι, βρε μάπα! Εγώ όμως είμαι πατρινιά και είμαι σκληρή... αμα δεν είμαι σκληρή σ’ αυτή τη δουλειά... με όλα αυτά που βλέπω κάθε μέρα...

Α : Εχετε δίκιο αδελφή... η γιαγιά σας λοιπόν... κι εγώ απο επτάνησα είμαι...

Ν : Βρε τον πατριώτη! Χαχαχαχαχα! Τώρα θα μου ζητήσει να γνωρίσει και τη γιαγιά μου... χαχαχα!

Α : Είχα μια φίλη απο επτάνησα... πολύ καλή κοπέλλα... εξαιρετική... σας έμοιαζε και λίγο... αλλά... χαθήκαμε...

Ν : Ναι, ξέρω, η ζωή... άστα αυτά μπαρμπούλη! Δε με μαλακώνεις με τέτοια...

Α : Πως τη λένε τη μητέρα σας; Αν επιτρέπεται δηλαδή... τη φίλη μου την έλεγαν Ελένη... το Ελενάκι μου... τι να γίνεται... που να βρίσκεται τώρα...

Ν : Ελένη; Ετσι λένε τη μάνα μου γέρο. Και μη με ρωτήσεις για πατέρα τώρα... Δεν έχω, ούτε και ήθελα να έχω, τέτοιος μαλάκας που παράτησε τη μάνα μου... κι αυτή η ψωροπερήφανη δεν τού’πε ποτέ... αλλά, τι λέμε τώρα... άντε, καληνύχτα κι αύριο αλλάζω βάρδια, να ησυχάσει και το κοκκαλάκι σου! (περιπαιχτικά)

Α : Καληνύχτα αδελφή... αδελφούλα... θα μπορούσες να ήσουν και κορούλα μου...

Ν : Πάλι ο ενικός; Εχε χάρη που τέλειωσα μαζί σου σήμερα!!! Αντε γειά!!!

*** *** *** ***

Η νοσοκόμα φεύγει κι ο άρρωστος μένει μόνος με τα φαντάσματά του

11 Απρ 2006

Η ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ

Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες οι οποίες μας δυναστεύουν, κάθε 15ήμερο θα ανεβαίνει και απο μια τολμηρή ιστορία.


«Εχουμε κλείσει μαντάμ, αύριο πάλι, κι εμείς άνθρωποι είμαστε.. » λέει ο μάγειρας, η γυναίκα όμως εκλιπαρεί για κάποιο τρόφιμο, μια κι έχει πολύ δρόμο μπροστά της και δε θέλει να χασομερήσει σταματώντας στο κοντινό χωριό. Την κόβει με το εξασκημένο του μάτι ο μάγειρας και ένα χαμόγελο σκάει κάτω απο το παχύ του μουστάκι. «Για σας κάτι θα γίνει» της λέει με τσαχπινιά, πλησιάζει το ψυγείο, και, «να είστε καλά, δεν ξέρετε απο τι με γλυτώνετε κύριέ μου» απαντά η γυναίκα, πλησιάζοντας κι εκείνη για να διαλέξει κάτι τι φαγώσιμο. Ο μάγειρας βγάζει απο ένα καφάσι δυο ντομάτες και τις βάζει σε μια νάϋλον σακκουλίτσα. Σε μια άλλη σακκουλίτσα τοποθετεί λίγο τυρί, σε μια τρίτη λίγο ψωμί, και ψάχνει και για κανα φρούτο. «Μα που είναι οι μπανάνες;» ρωτάει τον εαυτό του «που τις έβαλαν τα παλιόπαιδα; μήπως τέλειωσαν και δεν το πήρα χαμπάρι;» ξαναρωτάει χωρίς να κοιτάζει προς το μέρος της γυναίκας. «Αφήστε, αρκετά είναι αυτά που μου δίνετε» λέει εκείνη κι απλώνει το χέρι να πάρει τα σακκουλάκια. Οπως απλώνει το χέρι της, αγγίζει το μπράτσο του μάγειρα, και αυτό το άγγιγμα είναι αρκετό για να προκαλέσει έναν ισχυρό σπινθήρα.

Πέφτουν τα σακκουλάκια με τα τρόφιμα στο σφουγγαρισμένο δάπεδο του μαγειρείου, η γυναίκα σκύβει να τα σηκώσει και «μάνα μου!» αναφωνεί ο μάγειρας, «αχ, μα τι κάνετε εκεί πέρα;» αναστενάζει η γυναίκα, και γίνεται μια φάση άλλο πράγμα! «Δε σ’ αρέσει μάνα μου; όχι, πες μου το να το ξέρω..» επιμένει ο μάγειρας χώνοντας το χέρι του το δεξί ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας, έχοντας χουφτώσει με τ' αριστερό και τα δυο βυζιά της, αγκαλιάζοντάς την απο πίσω. Η γυναίκα μένει άφωνη με το αναπάντεχο δώρο που της επιφύλαξε η εκδρομή της στον αρχαιολογικό χώρο. Μαγεμένη απο το Δελφικό Τοπίο, σχεδόν αποχαυνωμένη, είχε ξεχαστεί να ρομαντζάρει κάτω απο τα αστέρια, αναβάλλοντας την αναχώρησή της, μια και δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Κανείς δεν την περίμενε στο έρημο σπιτάκι της στη μακρινή επαρχιακή της πόλη. Μια εκδρομή είπε να κάνει να ξεσκάσει μετά απο τα απανωτά βάσανα που την είχαν βρει τον τελευταίο καιρό και της βγήκε σε καλό, όπως φαίνεται.

Παραδίδεται στον έμπειρο κατασκευαστή μουσακάδων και γεμιστών. Τα ίδια χέρια που πλάθουν ένα σωρό λιχουδιές, πλάθουν τώρα το μαλακό της δέρμα. Ο έμπειρος μάγειρας την απλώνει πάνω στο πλατύ τραπέζι του μαγειρείου και, αποκαλύπτοντας τα απόκρυφα μέρη του κορμιού της, καμαρώνει το κελεπούρι που του έτυχε αυτή τη μοιραία βραδιά. Η γυναίκα δεν κάνει καμμιά κίνηση να σκεπαστεί, απολαμβάνοντας και κείνη την επίδειξη του σώματός της σε κάποιον που το θαυμάζει και το ευχαριστιέται -όπως φαίνεται καθαρά. Κάτι παγωμένο ξεχύνεται στην καφτή απόκρυφη έρημο, «μάλλον μαγιονέζα» σκέφτεται, και μετά, η αίσθηση του μουστακιού που τη γαργαλάει ευχάριστα γλείφοντας το παχύρευστο παγωμένο υγρό ταυτόχρονα με το όργανο της ηδονής της, την κάνει να σπαράξει μέχρι δακρύων. «Φώναξε μάνα μου, φώναξε, μη βαστιέσαι» την παροτρύνει ο μάγειρας, κι εκείνη αφήνει κάτι μικρές κραυγούλες σαν πουλάκι, και ύστερα κάτι βραχνούς συριγμούς σα γουρουνοπούλα που ζευγαρώνει. Το σώμα το απλωμένο πάνω στο τραπέζι του μαγειρείου μοιάζει με αφράτο ζυμάρι έτοιμο να πλαστεί με τον πλάστη, για να ετοιμαστούν απο αυτό υπέροχα φύλλα για γλυκά και τυροπιττάκια.

Ο μάγειρας, έμπειρος και πολυταξιδεμένος, σκαρφαλώνει πάνω σε αυτή τη ζύμη, που φλέγεται να πλαστεί, και την πλάθει με όλο του το κορμί, πριν τοποθετήσει προσεκτικά το πλαστρόξυλό του στη σχετική υποδοχή, που το περιμένει με λαχτάρα. Πλάθει τα βυζιά, μια το ένα και μια το άλλο, και μετά και τα δυο μαζί, πλάθει την πλατειά κοιλιά, ανεβαίνει, κατεβαίνει, σύρεται πάνω στο μικρό βουναλάκι της αφράτης και κατάλευκης ζύμης. Ρουφάει και ψευτοδαγκώνει τις ρόγες που έχουν σκληρύνει απο τον πόθο, ενώ, με τα επιδέξια δάχτυλά του τρίβει το αφράτο της σπήλαιο με ταχύτητα και δύναμη, σα να τρίβει το κεφαλοτύρι στον τρίφτη. Η γυναίκα έχει δώσει ρέστα. Δε σκέφτεται ούτε το δρόμο που έχει να κάνει, ούτε τίποτε άλλο παρεκτός απο το κορμί της που φλέγεται και αποζητά τη δροσιά του σπέρματος για να σβηστεί. Ο μάγειρας απο την άλλη, το μόνο πού 'χει στο νου του είναι πώς να κάνει αυτό το θεσπέσιο όγκο απο σάρκα και οστά να καταλαγιάσει και να σταματήσει να σπαράσσεται πάνω στο τραπέζι του μαγειρείου. Η ορμή του είναι πολύ δυνατή, φοβάται όμως πως το στυλιάρι του δε θα αντέξει για περισσότερη ώρα, έτσι σταματά για λίγο να πάρει μιαν ανάσα. Η γυναίκα γυρνά στο πλάϊ να καμαρώσει με τη σειρά της τον τεχνίτη εραστή που της έλαχε. Ανακαθίζει στο τραπέζι, εντελώς απελευθερωμένη απο ντροπές και τα τοιαύτα, και αγκαλιάζει τρυφερά τον άντρα με τη φαλακρίτσα. Φιλιούνται ασυγκράτητα, ενώνοντας χείλη και γλώσσες. «Τι γλυκός που είναι ο ουρανίσκος σου» του ψιθυρίζει, κάνοντάς τον να ανάψει και να κορώσει.

Κατεβαίνουν απο το τραπέζι και κάθονται σε δυο καρέκλες αντικρυστά. «Ελα μάνα μου, έλα πάνω μου» λέει ο μάγειρας κι εκείνη ανεβαίνει πάνω του χωρίς δισταγμό, στηρίζοντας τα πέλματα στα ξύλα της καρέκλας για να μη τον βαραίνει και πολύ. Είναι αρκετά δύσκολο αυτό το χορευτικό για την ηλικία τους, αλλά το πάθος εξισορροπεί την έλλειψη σφρίγους. Η πράξη τελειώνει με την εκτόξευση του φαλλικού υγρού και τη λαίμαργη αναρρόφησή του απο τον διψασμένο κόλπο. Μένουν αγκαλιασμένοι αρκετήν ώρα, έτσι καθισμένοι, ακουμπώντας ο ένας το κεφάλι του στον ώμο του άλλου με τρυφερότητα, σαν άλογα ερωτευμένα. Η γυναίκα σηκώνεται, ντύνεται προσεχτικά, επιβλέποντας τις λεπτομέρειες του φορέματός της. Ο μάγειρας κάνει το ίδιο, αλλά εντελώς παραζαλισμένος. «Πως θα οδηγήσεις τώρα; μπορείς;» τη ρωτάει, και εισπράττει ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη «και βέβαια μπορώ! σαν πουλάκι πετάω τώρα!» του απαντά κάνοντας την καρδιά του να πετάξει μαζί με τη δική της.

Κερνάει αναψυκτικό και της βάζει στο χέρι τα σακκουλάκια με τα τρόφιμα για το δρόμο. Εκείνη στρέφει προς την πόρτα, τείνοντας το χέρι σε έναν ενθουσιώδη χαιρετισμό. Χαιρετάει κι εκείνος χαμογελώντας και κλειδώνει την πόρτα του μαγειρείου απο μέσα. Σήμερα το βράδυ δε θα γυρίσει σπίτι του, θα πέσει για ύπνο στο μικρό ντιβανάκι του προθαλάμου του εστιατορίου. Είναι ψόφιος, αλλά και πανευτυχής συνάμα. Με ελαφρά στραβωμένο στόμα οσμίζεται τη μυρωδιά της γυναίκας στο παχύ του μουστάκι, μια ευωδιά που είχε αρκετό καιρό να απολαύσει. Αύριο ξημερώνει μια όμορφη μέρα, μια μέρα που ο μάγειρας δε θα ζηλεύει και τόσο πολύ τα νιάτα και τη λεβεντιά του νεαρού αρχαιολόγου...

_________________
ΣΗΜ.1. Γράφτηκε στις 14 Σεπτ. 2003
ΣΗΜ.2. Για 7 μέρες ηχητικά εδώ
ΣΗΜ.3. Αφιερωμένο στο μάγειρα Αθήναιο (για τα καβούρια)
ΣΗΜ.4. Η φωτο via Χνούδι

7 Απρ 2006

Αργιοναι ως εσθιρμα

Αμπανορθος εμενθασα ως αργιονη
εμβηλατινωσε η προαδη αντορνα
λουφωστραδες οι πυρτιολιανες
αγχαμορθρωνιστι ελανθοναν λικουπιριως

- Τις ει ω ξεινφεστρε;
- Ο σος ενδρεφοβλεγαρνης αφλαγερτια δριγκι
- Αμβετραν ω ενδρεφοβλεγαρνα και σπολια,
το ανθιαρνιοστον επιλικρασεν αγχις.

Εσθιρμον δρομασπιν ο ερισβιλουκουριος
και ανθρικδωθη

2 Απρ 2006

Επιστολή προς διαδικτυακό φίλο



Θέλω να κλάψεις για μένα.

Οταν η άσφαλτος θα ρουφάει το αίμα μου,
όταν τη σάρκα μου θα κατατρώει ο καρκίνος,
όταν όλες οι αρρώστειες θα συνομωτούν εναντίον μου,
όταν το κρανίο μου θα συντρίβεται στα βράχια,
όταν θα πεθαίνω από ασιτία,
όταν θα καίγομαι μουσκεμένος πετρέλαιο,
όταν θα εκρήγνυμαι τυλιγμένος χειροβομβίδες,
όταν θα σκάω σε χίλια κομμάτια βομβαρδισμένος,
όταν θα πνίγομαι στον ωκεανό,
όταν θα πετσοκόβομαι από αγριεμένα πλήθη,

Θέλω να κλάψεις για μένα.

Οταν τα μάτια μου θα κλείνουν για πάντα,
όταν τα όνειρα θα μ' απαρνηθούν,
όταν διαψευστώ μαζί με τη γενιά μου,
όταν η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο θα πεθαίνει μαζί μου,
όταν η λαχτάρα για ζωή θα μυρίζει θάνατο,
όταν ο ιδρώτας θα γίνεται καταιγίδα,
όταν η τρομάρα θα μουδιάζει τα μέλη μου,
όταν δε θά 'χω πια δάκρυ να ξεβουλώνει τη σκέψη μου,

Tότε, ναι, τότε θέλω να κλάψεις για μένα!

Οχι πριν! Τότε. Τότε ακριβώς.
Για ένα λεπτό.
Οχι να σιγήσεις.
Να κλάψεις.
Γοερά.


~~~~~~~~~~~~~~~~~
ο ήχος εδώ για 7 μέρες