22 Ιουν 2006

ΥΠΑΤΙΑ



Βαφτίστηκε Υπατία, ήταν το όνομα της γιαγιάς της, της κορδελιάστρας, μα τη φώναζαν χαϊδευτικά Μπιμπή. Ενα χαριτωμένο μωρουλάκι με κατάμαυρα ματάκια και ολόγλυκο χαμόγελο, πώς να το πούνε Υπατία; Έξυπνο και ναζιάρικο, ακριβώς όπως η μανούλα της. Είχε βέβαια και πατέρα η Μπιμπή, το Χαρίλαο, έναν άντρα αυστηρό και μονόχνωτο, πού ’φερνε βαρειά το γάμο του με την Πόπη, μια γυναίκα διαζευγμένη, στα είκοσι μόλις χρόνια της. Εκείνη την εποχή, μια χωρισμένη γυναίκα ισοδυναμούσε με πουτάνα, κι η Πόπη, ας ήταν μονάχα είκοσι χρονών, πουτάνα λογαριαζόταν κι αυτή. Ας είχε χάρη ο πατέρας της και πεθερός του, που είχε θέση προϊστάμενου στην εφημερίδα, όπου δούλευε ο Χαρίλαος ως λινοτύπης. Εργασία υπεύθυνη και κουραστική, νύχτες ατέλειωτες τύπωνε και ξανατύπωνε τα φύλλα της εφημερίδας πριν βγει το τελικό στην κυκλοφορία και, μαζί του, να βγει κι εκείνος στο δρόμο για το σπίτι, όπου έπεφτε ξερός για ύπνο.

Ζούσαν παράξενα ως ζευγάρι, εκείνος να δουλεύει τη νύχτα κι εκείνη τη μέρα, και να συναντιούνται μοναχά τις Κυριακές. Οι πρωϊνές εφημερίδες τότε δεν κυκλοφορούσαν τις Δευτέρες. Το αντρόγυνο λοιπόν συναντιόταν κάθε Κυριακή μεσημέρι στο τραπέζι των πεθερικών, όπου ο Χαρίλαος έμενε σώγαμπρος. Ελεγε παντού, σε φίλους και γνωστούς, πως το έφερε βαρέως να μένει ακόμα στο σπίτι του πεθερού του, μέσα του όμως ήταν πολύ ευχαριστημένος επειδή, χωρίς ευθύνες, ένοιωθε εντελώς ανάλαφρα. Η γυναίκα του δούλευε γραμματέας στο γραφείο του θείου της, που είχε επιχείρηση εισαγωγών εξαγωγών για εδώδιμα και αποικιακά είδη -έτσι λέγονταν τότε τα είδη που πουλούσαν τα μπακάλικα.

Η μικρή Μπιμπή μεγάλωνε όμορφα ανάμεσα στη γιαγιά και τον παπού της, κυρίως όμως ανάμεσα στη γιαγιά και τη θεία της τη μεγάλη, την αδερφή της γιαγιάς την ανύπαντρη, τη θειά Φώτω, που λίγο αργότερα έφυγε να παντρευτεί στην Αυστραλία. Πεντακάθαρο το κοριτσάκι και προσεγμένο, με τα γαλλικά και το πιάνο του, με το ακριβό του σχολείο, Αρσακειάδα παρακαλώ. Ζωγράφιζε κιόλας, και η γιαγιά την ενθάρρυνε στα όνειρά της για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Μεγαλώνοντας ανακάλυψε κι άλλη μια αγάπη της για τα θετικά μαθήματα και κυρίως για τη χημεία. Τότε, άρχισε η γιαγιά να σιγοντάρει την επιθυμία της εγγονής της για το Πανεπιστήμιο, και καμάρωνε πια που θα είχε μια εγγονή σπουδαγμένη -χημικός, ποιος να τό ’λεγε! Εκείνη, η γιαγιά Υπατία, είχε παντρευτεί απο έρωτα τον άντρα της, όταν ήταν ακόμα μικρή κορδελιάστρα σε μια μικρή βιοτεχνία υποδημάτων κι εκείνος ένας απλός ραδιοτηλεγραφητής στην ΑΕΤΕ -τον ΟΤΕ της εποχής. Ολα πήγαιναν ρολόϊ και θα εξακολουθούσαν να πηγαίνουν, αν δεν πάθαινε το έμφραγμα ο παπούς και δεν πέθαινε ξαφνικά στα πενηνταοχτώ του, νεώτατος.

Μαζί με τον παπού χάθηκε και ο μισθός του κι άλλο απο έναν υπέροχο επικήδειο, που του έγραψε το κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας, δεν είδαν στο σπίτι. Ούτε σύνταξη, ούτε τίποτα. Τώρα ήταν υποχρεωμένοι να τα βγάζουν πέρα με το μηνιάτικο του Χαρίλαου και το μισθουλάκο της Πόπης που δεν έφταναν, και τα δυο μαζί, ούτε για ζήτω! Κομμένο το Αρσάκειο φυσικά, κομμένα τα ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και πιάνου, η μικρούλα προσγειώθηκε απότομα και η γιαγιά, μέσα στο μαύρο πένθος και το κλάμμα, ξέχασε τα όνειρα για Πανεπιστήμια και χημείες. Ανοιξη χάθηκε ο παπούς, το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς γίνονταν οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Διάβαζε η Μπιμπή μέρα και νύχτα για να περάσει, να βρει το δρόμο που ήθελε να ακολουθήσει, αποφεύγοντας να επηρεαστεί απο όλα τα δύσκολα που συνέβαιναν γύρω της, αφοσιωμένη στο σκοπό της. Μπάνια δεν είχε εκείνο το καλοκαίρι, ούτε σινεμά, ούτε χάζεμα με τις φίλες της, μόνο διάβασμα και ολοήμερη προσπάθεια.

Κυριακή ήταν η παραμονή της μέρας που άρχιζαν οι εξετάσεις και η λειψή οικογένεια κάθησε στο τραπέζι όπως πάντα, κάθε Κυριακή. Εκείνη τη μέρα διάλεξε ο Χαρίλαος να δείξει την ισχύ του ως άντρας και ως πατέρας, ως εξουσιαστής και κύριος της οικογένειας, ως κεφαλή του σπιτιού που λένε. Με λίγε λέξεις διέγραψε μονομιάς όλα τα όνειρα της μονάκριβης κόρης του λέγοντας «δεν θα δώσεις εξετάσεις» και όλες οι γυναίκες πάγωσαν στο άκουσμα της ψυχρής του απαγορευτικής εντολής. Ενα χαμηλόφωνο «γιατί», που τόλμησε να αρθρώσει η γιαγιά, σα μεγαλύτερη που ήταν, απαντήθηκε τόσο βίαια που ο πάγος σκέπασε τα πάντα. «Και τι, θέλεις να γίνει κι αυτή πουτάνα σαν την κόρη σου;» Αυτή η σκληρή απάντηση του πατέρα αποκάλυψε ποιά γνώμη είχε για τη γυναίκα του, και όρισε τη μοίρα της κοπελίτσας δια βίου.

Εκλαψε η Μπιμπή, έκλαψε, ήθελε να φύγει στα κρυφά για να δώσει εξετάσεις, η πόρτα όμως του δωματίου ήταν κλειδωμένη και το κλειδί το είχε ο αφέντης στην τσέπη του. Ούτε για κατούρημα δε μπορούσε να βγει απο κει μέσα. Σε δυο χρόνια πέθανε η γιαγιά, θεοσχωρέστη, σε άλλα δυο πάει και ο άκαρδος πατέρας. Το σπιτάκι δόθηκε αντιπαροχή και οι δυο τους, μάνα και κόρη, απέκτησαν ξαφνικά ένα γερό κομπόδεμα απο τα νοίκια των διαμερισμάτων που τους αναλογούσαν. Περί ονείρων ούτε λέξη απο τη Μπιμπή, όσο κι αν η μάνα της την παρακινούσε κάθε τόσο, νέα ήταν ακόμα, μπορούσε να κάνει τις σπουδές που ονειρευόταν τόσα χρόνια. «Ασε με κι εσύ βρε μάνα» της φώναζε με πίκρα, σα νά ’θελε να της θυμίσει εκείνη την περίφημη Κυριακή, την παραμονή των εξετάσεων, που είχε μουλώξει μη τολμώντας να πάρει το μέρος της κόρης της εναντίον του όψιμου κυρίαρχου πατέρα, που τότε ακριβώς θυμήθηκε το ρόλο του, με εντελώς αρνητικό τρόπο όμως.

Αρχισε να βγαίνει η κοπέλα, σε πάρτυ, σε ταξίδια, σε παρέες, και η μάνα δε μπορούσε να πει τίποτα. Τι να συμβουλέψει πια; Μάλλον η ίδια είχε ανάγκη απο συμβουλές. «Εσύ ξέρεις παιδί μου» απαντούσε όταν η κόρη ζητούσε τη γνώμη της για ένα καινούργιο φουστάνι ή ένα καινούργιο φλερτ, το ίδιο έμοιαζε. Φίλοι και γκόμενοι ένα πράγμα, δεν τους ξεχώριζε η πανέμορφη κοπέλα. Κάποιος πλούσιος θαυμαστής της άνοιξε κι ένα μαγαζάκι -μπουτίκ, που ήταν τότε στη μόδα- να απασχολείται και να βγάζει κι ένα μηνιάτικο, συμπλήρωμα στα έσοδά της απο τα νοίκια. Πέρασαν τα χρόνια σα νερό, η μάνα πέθανε απο την κακιά αρρώστεια και η Μπιμπή εκεί, στη μπουτίκ, να βολοδέρνει με τους πελάτες και τα εμπορεύματα. Καλλιτεχνικά εμπορεύματα πούλαγε, καδράκια, πέτρες ζωγραφισμένες, κεντήματα στο χέρι, κοσμήματα χειροποίητα, όλα «είδη δώρων» για καλό πελατολόγιο. Κάθε Χριστούγεννα έβγαζε όλο σχεδόν το εισόδημα της χρονιάς. Μια χρονιά που τα Χριστούγεννα είχαν πέσει Κυριακή, η Μπιμπή κοιτάχτηκε με προσοχή στον καθρέφτη και αντίκρυσε το πρόσωπό της, όπως δεν το είχε καθόλου προσέξει τελευταίως. Είδε εκεί μέσα το πρόσωπο μιας εξηντάρας, με μάτια που έλαμπαν μεν αλλά ήταν άδεια απο χαρά. Θυμήθηκε πόσους άντρες είχε διώξει απο τη ζωή της, νοστάλγησε τα παιδιά που δεν είχε γεννήσει και δεν είχε σφίξει στην αγκαλιά της, κι έκλαψε πικρά πασαλείβοντας με μπογιές τα χαρτομάντηλα. Μετά πλύθηκε προσεχτικά, ξεβάφοντας και το τελευταίο χρωματιστό σημάδι απο το πρόσωπό της, έκανε δυο τρία τηλεφωνήματα για να ακυρώσει εορταστικές προσκλήσεις, και βγήκε στο δρόμο.

Περπατούσε χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, αστραφτερές μέσα στην πολυτέλεια, τα φώτα πάνω απο τις λεωφόρους και τις πλατείες, και φανταζόταν τα σπίτια γεμάτα χαρούμενα παιδιά κάτω απο δέντρα στολισμένα. Η πόλη γιόρταζε τα Χριστούγεννα μα εκείνη δυσκολευόταν να γιορτάσει ο,τιδήποτε μέχρι που το βλέμμα της καρφώθηκε, σαν κεραυνοβολημένο, σε ένα μικρό παιδί ρακένδυτο, που τουρτούριζε σε μια γωνιά. Το πλησίασε και, αφού το ρώτησε «πως σε λένε» και «έχεις κανένα, γιατί βρίσκεσαι στο δρόμο τέτοια μέρα» και πήρε τη σωστή απάντηση «μόνο μου είμαι καλέ κυρία», αποφάσισε το σοβαρώτερο πράγμα στη ζωή της, να το πάρει δηλαδή μαζί της και να το υιοθετήσει κιόλας! Τόσο ξαφνικά; Ναι, έτσι ακριβώς, τόσο ξαφνικά.

Ξαφνικά έρχεται η αγάπη η αληθινή, και με όποια μορφή θέλει εκείνη, χωρίς να μας ρωτήσει. Πέρασαν οι δυο τους, το μικρό εφτάχρονο παιδάκι και η Μπιμπή, που λογιαζόταν πλέον για μάνα του, τα ομορφώτερα Χριστούγεννα της ζωής τους. Τις μέρες που ακολούθησαν ταχτοποιήθηκαν όλα τα νομικά θέματα για την υιοθεσία του μικρού και για τη διαθήκη, μα δεν ήταν γραφτό να χαρούν για πολύ περισσότερο την αντάμωσή τους, επειδή ο Χάρος δεν προειδοποιεί στα ραντεβού του. Η Μπιμπή, πάνω που έγινε μάνα, πέθανε χαμογελαστή στον ύπνο της, έναν ήρεμο θάνατο που πολλοί ονειρεύονται αλλά λίγοι καταφέρνουν να εισπράξουν. Ηταν ένα δώρο απο τη μοίρα, που της χρωστούσε τόσα πολλά.

1 σχόλιο:

Το σωστό να λέγεται είπε...

Ο "άδικος Ύπνος" του δικαίου.

Σαν οι λέξεις άδικος και Άδης νά 'ταν πρώτα ξαδέλφια.

Αυτοί που αφήνουμε πίσω γυροφέρνουν στο στόμα τους την λέξη θάνατος όπως το έντομο που στριφογυρίζει
ένα καλοκαιρινό βραδάκι γύρω απο το φώς που ζεσταίνει το απόλυτο σκοτάδι.