31 Αυγ 2006

Μετά, τρώμε

Ο εραστής μου έρχεται κάθε Πέμπτη απόγευμα.
...................................Λούζομαι.
Καθαρίζω καλά το κορμί μου
νύχια και δόντια στην εντέλεια
και τα μαλλιά να λάμπουν.

Εκείνος έρχεται βρώμικος
από τη δουλειά κατευθείαν.
...................................Φιλιόμαστε.
Ανασαίνω τσίπουρο.
Τα μαλλιά του έχουν χώμα
το δέρμα απαλό και στεγνό:
ιδρώνει μόνο στις μασχάλες.

Τον γδύνω και τον πλένω σα μωρό.
Με ρωτά «τι θα φάμε μετά;»
και κολλάει πάνω μου.
Για κάμποσην ώρα δεν καταλαβαίνω
...................................τι μου γίνεται
Δεν πατώ, ούτε βρίσκομαι πουθενά.
Οταν συνέρχομαι, μου φέρνει νερό
και ακουμπά το κεφάλι στο μηρό μου.
Δεν κάνει σαχλές ερωτήσεις,
«σου άρεσε;» και τα τοιαύτα,
κουβεντιάζουμε τα καθημερινά
...................................σα συντροφάκια.

Υστερα τρώμε, ξανακουβεντιάζουμε,
ξαναχανόμαστε, ώσπου ξημερώνει.
Ο εραστής μου φεύγει κάθε Παρασκευή πρωΐ.

_________________________
ΣΗΜ. από τη συλλογή "σημαδεύω έρωτες για να μείνουν ζωντανοί" που περιλαμβάνει ιστορίες αστείες και δραματικές, φανταστικές και πραγματικές, δικές και ξένες.


23 Αυγ 2006

θεατρικός μονόλογος-παραλήρημα






"ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΜΗΔΕΙΑ ή ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΘΑΝΑΣΗ"


σκηνικό - δράση:

Ενα κοινό δωμάτιο-σαλόνι με μια κουζίνα που φαίνεται στο βάθος. Ενας καθρέφτης σε περίοπτη θέση. Μια τζαμόπορτα αφήνει να φαίνεται, έξω, η βεράντα με τα λουλούδια. Ελάχιστα αντικείμενα, σχεδόν καθόλου έπιπλα. Χρώματα που παίζει μαζί τους ο φωτισμός. Πότε ζωηρά και πότε μουντά, ανάλογα με το θέμα και τις εξάρσεις του μονολόγου.

Κάποιος μπαινοβγαίνει κάθε τόσο, όσο προχωράει ο μονόλογος. Ο φωτισμός αλλάζει, καθώς αλλάζουν οι ώρες της ημέρας. Στην έναρξη του έργου, είναι σχετικά πρωΐ.

Μια γυναίκα στη σκηνή συγυρίζει νευρικά το δωμάτιο. Κινείται, ξεσκονίζει κάτι, κάθεται, κοιτάζει στον καθρέφτη, συνεχίζει να περπατά πέρα-δώθε, σκαρφαλώνει κάπου να ξεσκονίσει καλύτερα, ντύνεται, ξεντύνεται, βάφεται, ξεβάφεται, τεντώνει χέρια σαν να γυμνάζεται, χαλαρώνει, κλπ κλπ. Αφήνεται η δράση της ηθοποιού ελεύθερη, αρκεί να μη στέκεται στο ίδιο σημείο: Αυτοσχεδιασμός όσον αφορά την κίνηση.

Κάπου κάπου ακούγονται ήχοι δρόμου και κάποια μουσική (επιλογή ελεύθερη)

πρόσωπα:

Μια γυναίκα γύρω στα 35 που μιλά μόνη της
Μερικά άλλα πρόσωπα βουβά (ένας άντρας, άλλες γυναίκες περνούν σαν φαντάσματα)


γενικές οδηγίες - παρατηρήσεις:

Ανάμεσα στα 19 αριθμημένα μέρη του μονολόγου, καλό είναι να υπάρχουν παύσεις και αλλαγή της θέσης και της απασχόλησης της ηθοποιού. Η ερμηνεία αφήνεται κατά την κρίση ηθοποιού και σκηνοθέτη, πάντως την έχω φανταστεί να είναι επίπεδη με εξάρσεις κάπου κάπου, όχι επιθετική ούτε "κλαψιάρικη" αλλά περισσότερο αποφασιστική και σε αυτοεξομολογητικό τόνο. Ακριβώς όπως μιλάμε στον εαυτό μας για πράγματα που τα γνωρίζουμε, αλλά, παρ' όλ' αυτά τα λέμε.
Η σχετική ασάφεια ως προς το φύλο των παιδιών είναι ηθελημένη.
Το έργο εκτυλίσσεται άχρονα, πότε να δείχνει σαν να διαδραματίζεται σε μια μέρα και πότε σαν να συμβαίνει σε διαφορετικές ώρες του 24ώρου, ακόμα και σε περισσότερες μέρες. Την εντύπωση αυτή ενισχύει ο κατάλληλος φωτισμός, που δεν είναι σταθερός.



ΑΝΟΙΓΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ


1.


Εχω υποδουλωθεί σ' αυτή τη σχέση, που, ξεκινώντας τη, ήθελα νά 'ναι η τελευταία. Ενδόμυχα, δεν ήθελα να γνωρίσω άλλον άντρα απ’ αυτόν που είναι πατέρας των παιδιών μου. Τώρα, απ' τα πράγματα, δεν μπορώ βέβαια να σταματήσω τη σεξουαλική μου ζωή εδώ. Οπότε, θα πρέπει να ξαναερωτευτώ, να ξαναπονέσω, να ξαναπληγωθώ. Ούτε γίνεται ν' αναπληρώσει η μητρική στοργή προς τα παιδιά την ανάγκη μου ν' αγαπηθώ από κάποιον. Θα πρέπει να προσέξω στην επιλογή. Με δυό παιδιά βέβαια, θά 'ναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος να μ' αγαπήσει, και δε χρειάζομαι εφήμερες γνωριμίες. Ούτε βέβαια μπορώ να εξαφανίσω τελείως τον εαυτό μου για να διατηρήσω τη σχέση μου με το Θανάση.


2.

Αυτό που μένει να κάνω τώρα είναι και πάλι: ΥΠΟΜΟΝΗ. Να βρώ μιά σταθερή σχετικά δουλειά, ν' αναπτύξω επαγγελματική δραστηριότητα και όχι να υποαπασχολούμαι με διάφορες δουλειές του ποδαριού, που με κουράζουν σημαντικά. Να επανασυνδέσω σχέσεις επαγγελματικές - φιλικές και να περιμένω. Ισως πρέπει να ξαναπαίξω κιθάρα. Θά 'θελα πολύ να ξαναταξιδέψω, κάτι που το στερήθηκα πολύ όλ' αυτά τα χρόνια. Πάντα όμως είναι εμπόδιο τα παιδιά. Ισως σε τρία - τέσσερα χρόνια, που θα ξεπεταχτεί το Μικρό. Πρέπει να βρώ βοήθεια για τις δουλειές του σπιτιού. Πόσο θά 'θελα να βρώ κάποιον να με "νταντεύει"! Πόσο βαρειά είναι η καθημερινότητα! Τί να γίνει; Θα επιζήσω!!


3.

Εχω ακολουθήσει αντρικά πρότυπα στη ζωή μου. Οι αρετές που εκτιμώ είναι οι λεγόμενες "αντρικές" αρετές. Η γυναικεία φύση έβγαινε μόνο στο σεξ. Τελευταία βέβαια, αναγκάστηκα ν' ασχοληθώ υπερβολικά με το σπίτι και τα παιδιά για οικονομικούς λόγους κι επειδή το Μικρό ασκεί μιά γοητεία επάνω μου. Το Μεγάλο ήθελα ν' ανεξαρτητοποιηθεί από μικρή ηλικία. Το Μικρό φαίνεται τόσο ανεξάρτητος χαρακτήρας! Απ' όταν γεννήθηκε είναι δυναμικό παιδί.


4.

Αγάπησα, πόνεσα, τώρα γυρίζω σελίδα. "Tourner la page" που λένε κι οι Γάλλοι. Αφού δεν μπορώ να περιμένω πιά τίποτα από αυτή τη σχέση, δε μου μένει άλλο να κάνω. Κι όσο για τα παιδιά, ίσως αυτό που φοβάμαι είναι τα αισθήματά τους για το Θανάση. Δεν πρέπει να τα ωθήσω αρνητικά απέναντί του. Αυτή θά 'ναι μιά δυσκολία. Πώς να τους δικαιολογήσω τ' αδικαιολόγητα.


5.

Από τα δείγματα που έχω μέχρι σήμερα, δεν υπολογίζω πως ο Θανάσης θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του -οικονομικές και ηθικές- απέναντι στα παιδιά, τουλάχιστον για αρκετό διάστημα. Ισως στην αρχή να 'ναι συνεπής. Αργότερα όμως, ιδίως αν δημιουργήσει άλλη οικογένεια, θα πρέπει να μη τον υπολογίζουμε. Οπως δήλωσε "άλλαξε" και θ' αλλάξει κι άλλο και, δυστυχώς, προς το χειρότερο. Αυτό θά 'ναι κρίμα -έγκλημα!- για τα παιδιά. Θα το αντιμετωπίσω όταν γίνει. Είναι άνθρωπος που δεν κρατάει τις υποσχέσεις του, καθόλου σταθερός. Οταν του το λέω, απαντάει: "Πάρ' το απόφαση: Αλλαξα".


6.

Υπήρξε κάποια οικογένεια, όχι όμως με τη μορφή που συνηθίζουμε να έχουμε υπ' όψη μας. Υπήρξε μιά διαλυμένη οικογένεια σχεδόν από την αρχή με μιά μάνα - δουλικό για όλες τις δουλειές και τις ευθύνες, ένα πατέρα - παιδί, με σαθρή παρουσία και υπερβολικές απαιτήσεις και δυό καθ' εαυτού παιδιά παραπαίοντα ανάμεσα σε δυό αντιτιθέμενα "πρότυπα". Ανδρισμός είναι η υπευθυνότητα και σταθερότητα, η δύναμη και προστασία και όχι ο "τσαμπουκάς". Αντρας είναι αυτός που βοηθά και συμμετέχει και μοιράζεται και όχι αυτός που υποδουλώνει και απαιτεί. Η τρυφερότητα δεν είναι αδυναμία, και τρυφερότητα χαρακτηρίζει όλες τις πράξεις, δεν αντιπροσωπεύεται μονάχα με χάδια. Εκδηλώνεται με κατανόηση και πρακτική βοήθεια και συμπαράσταση. Αμφιβάλλω και για το άν μ' αγάπησε ποτέ ο Θανάσης. Συνεχώς θύμιζε την αγελάδα που δίνει μιά κλωτσιά και χύνει το γάλα. Δε θυμάμαι να ολοκλήρωσε μιά προσπάθεια. Οταν πλησίαζα ν' ανοιχτώ απέναντί του, να δείξω εμπιστοσύνη, έλεγε ή έκανε κάτι που μ' απογοήτευε και ξανάρχιζα την προσπάθεια από την αρχή. Και πέρασαν τόσα χρόνια έτσι, χωρίς να το καταλάβω. Βέβαια, έχω τα παιδιά που είναι κέρδος είναι όμως και βάρος. Η λύση των πρακτικών προβλημάτων, της διαπαιδαγώγησής τους, με βαραίνει εξ ολοκλήρου. Θ' αντέξω;;


7.

Και με τους συγγενείς του; Θ' αντιμετωπίσω τον οίκτο και την κριτική τους. Τους δικούς μου ξέρω να τους κουμαντάρω και θα μ' αντιμετωπίσουν όπως θέλω. Φοβάμαι όμως μη μπερδευτούν οι δικοί του, οπότε θα πρέπει από τώρα να τους κάνω πέρα. Γιατί θα θέλουν νά 'χουν λόγο για τη ζωή μου και για τα παιδιά, σε αντικατάσταση του Θανάση, που θα τον απορρίψουν κι αυτοί. Ισως βέβαια και να ευχαριστηθούν γιατί η μάνα του κι η θεία του ποτέ δε με χώνεψαν. Μ' έβρισκαν ίσως πολύ "μονοκόματη" χωρίς γυναικεία τερτίπια. Φοβάμαι και για την επίδρασή τους στα παιδιά, ιδίως στο Μεγάλο. Και το βλέμμα τους ακόμα φοβάμαι του οίκτου. Πρέπει να διακόψω τα πολλά-πολλά μαζί τους. Μόνο τυπικές επισκέψεις. Ισως ούτε και αυτές. Σταδιακό αραίωμα ή κόψιμο απότομα;


8.

Η ζωή είναι ωραία όταν έχεις κάποιον να μοιράζεσαι τα προβλήματά της. Ο Θανάσης με το "κάνε ό,τι θές" έβγαινε από τα προβλήματα και είχα εγώ όλο το φορτίο. Δεν συμμετείχε καθόλου στην κοινή ζωή, που ήταν "κοινή" για το λόγο ότι απλώς βρισκόταν μαζί μας. Με το "πές μου τί θές να κάνω" δεν λυνόταν το πρόβλημα της μη συμμετοχής του, γιατί δεν είμαι γεννημένη για επιλοχίας να δίνω διαταγές. Κι όταν έλεγε στον αέρα "Εναν καφέ θα τον έπινα" ή κάτι παρόμοιο, απλώς απόφευγε ν' απευθυνθεί σε μένα και να με παρακαλέσει για κάτι προσωπικά, που τότε θα το έκανα με ευχαρίστηση. Πολλές φορές του το είπα, μα ακόμα και τώρα, το επαναλαμβάνει. Πέφτει η υπόληψή του να ζητήσει κατ' ευθείαν κάτι;; Ουσιαστικά δεν αλλάζει προς το χειρότερο η ζωή η δική μου, γιατί απαλλάσσομαι της φροντίδας και της ευθύνης του. Η ζωή των παιδιών χειροτερεύει που στερούνται την παρουσία του. Βέβαια, στερούνται και τα βρισίδια και τις άσχημες εκφράσεις, που δεν πιστεύω ότι τα ωφελούν σε τίποτα. Αν δεν του άρεσαν τα παιδιά, γιατί τότε επέμενε τόσο για το Μικρό; Τι περίμενε τάχα; Μετά από τόσες σκέψεις βλέπω ότι η μη ύπαρξη προγράμματος στη ζωή μας και η παντελής αδυναμία-αδιαφορία του γι αυτό, παρ' όλες τις συζητήσεις που άνοιγα και τέλειωναν με υποσχέσεις από μεριάς του, οδήγησαν στη διάλυση το δεσμό και την οικογένειά μας, που αυτή τη στιγμή αναρωτιέμαι άν υπήρξε ποτέ.


{Ακούγεται κάποιος θόρυβος απο πόρτες που ανοιγοκλείνουν, νερό που τρέχει, κλπ, και η γυναίκα συνεχίζει το μονόλογο σε χαμηλότερη ένταση αλλά με το ίδιο πάθος.}


9.

Πριν λίγο γύρισε ο Θανάσης. Τον ακούτε; Αισθάνομαι φοβερή ζήλεια. Ευχαρίστως θα τον σκότωνα και θά 'βγαζα τα μάτια της άλλης. Δεν είμαι λογική τώρα. Πως νά 'μαι; Οταν έρχεται, να βρωμάει από δυό μέτρα μιά ακαθόριστη μυρωδιά βαρβατίλας, να του το λέω κι αυτός να κάθεται δίπλα και να καπνίζει αρειμάνια. Αισθάνομαι αφόρητη μοναξιά όταν σκέφτομαι πως τόσον καιρό έκανα υπομονή ώσπου να γίνει το όνειρο πραγματικότητα να πάμε διακοπές να χαρούμε οι δυό μας με τα παιδιά κι όταν πλησίασε ο καιρός, να σκάσει το κανόνι του χωρισμού. Πόσα πολλά όνειρα μού γκρέμισε! Ακριβώς σαν την αγελάδα που χύνει το γάλα. Και φέτος λοιπόν μόνη μου, και πάντα μόνη μου. Σε τί έφταιξα; Παζαρεύει και το χρόνο που θά 'ναι με τα παιδιά διακοπές, μη χάσει τη γκόμενα. Τόσο ζώο είναι λοιπόν; Τώρα τα θέλει όλα γρήγορα, με μένα όλο "του χρόνου" και "του χρόνου". Γιατί;; Εντοπίζω τη διάρκεια της παραφροσύνης του από πέρσι τον Αύγουστο που έπιασε δουλειά. Από τότε δε χάνει ευκαιρεία να με πληγώνει, ταπεινώνει, να μου φέρεται άσχημα καθώς και στο Μεγάλο. Εχει χάσει λοιπόν το μυαλό του; Νομίζει πως έπιασε τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια; Αχ, νά 'βρισκα το τσουλί να το ξεμαλλιάσω, να το ρεζιλέψω, το σκατό που μας διάλυσε. Μα τί λέω τώρα; Δίκιο έχω.


10.

Γιατί θα πρέπει να του κάνω το σκαμνάκι για να χαίρεται; Να φύγει εκατό φορές. Να μείνει μ' αυτήν να δεί τη γλύκα. Και να τον παρατήσει γρήγορα, να σταματήσει να κοκορεύεται. Νομίζει οτι θα κρατήσει για πάντα, έτσι νομίζει; Θα προσγειωθεί απότομα. Πάντα κριτικάριζε τις γυναίκες τις υστερικές, τις έλεγε γυναικούλες και κατίνες. Νομίζει οτι βρήκε κάποια καλύτερή μου; Πιό νέα, ναι. Με καλύτερο αιδοίο, ίσως. Χρειάζονται κι άλλα όμως. Τά 'χει βρεί;; Πώς θέλω να τον χορέψει στο ταψί. Να του κάνει κι ένα παιδί ηλίθιο, να τραβιέται μιά ζωή. Θέλω να του συμβεί το χειρότερο που γίνεται. Τώρα μπανιαρίζεται, που έκανε και μήνα να κάνει μπάνιο και σπρώχνοντας, και τώρα μπανιαρίζεται κάθε μέρα. Νά 'χω να πλένω σώβρακα και πουκάμισα και παντελόνια μπόλικα για νά 'ναι φρεσκοσιδερωμένος να γαμεί με άνεση, να κάνει και τον ωραίο. Πόσο ζηλεύω, πόσο μισώ. Ποιόν μισώ αρά γε; Ολα γυρίζουν σε μένα. Εγώ υποφέρω, εγώ φταίω με την ανόητη υπομονή και καρτερία μου. Μπορεί να τα πήρε για αδιαφορία. Δεν με καταλαβαίνει, δεν είναι δυνατόν τώρα να καταλάβει, δεν ενδιαφέρεται πιά να καταλάβει. Είναι ένα όρθιο γαϊδούρι. Τόσο αναίσθητος. Τόσο ευτυχής. Θα τον σκοτώσω! Να φύγει, μ' όλη τη δυστυχία που μου έφερε. Να φύγει γιατί θα τον σκοτώσω. Αισθάνομαι Μήδεια σήμερα. ΠΡΟΔΟΣΙΑ.


11.

Είμαι έξαλλη! Από μέσα μου πάντοτε. Του είπα άμα γαμεί να μη γυρίζει εδώ γιατί θα τον σκοτώσω. Να φοβάται. Σκέφτηκα τον εαυτό μου να τον κατακρεουργεί μέ το μαχαίρι της κουζίνας ενώ κοιμάται γυμνός και ξένοιαστος. Δεν σκέφτηκα καθόλου τα παιδιά. Μόνο αυτόν και κείνην να κουτσομπολεύουν πίσω από την πλάτη μου. Να της διηγείται για το Μικρό μου και το Μεγάλο, για μένα τη στρίγγλα, να κάνουν όνειρα για το μέλλον τους.... Είμαι έξαλλη. Είναι μιά πραγματικότητα που δεν μπορώ ν' αντέξω. Ας μή μου τό 'λεγε. Τώρα που το ξέρω, γίνομαι θηρίο. Εγκλημα πάθους, και δε με νοιάζουν οι συνέπειες. Αυτός γαμεί και παραδίνεται στον ύπνο αμέριμνος και γώ δεν κλείνω μάτι και με περιμένει άλλη μιά εξοντωτική μέρα. Να φύγει, να μη με κάνει φόνισσα! Ηθελε πάθος, περισσότερο πάθος από ένα όρθιο πτώμα, που ήμουν πλέον τα βράδια. Θα τό 'χει το πάθος, όχι όπως το θέλει. Θα τό 'χει σαν τελευταία του ανάμνηση. Ενα μαχαίρι κοφτερό να του κόβει ότι πολυτιμότερο έχει. Πόσες φορές του είπα: Δε θέλω να ξέρω. Πάει γυρεύοντας. Σίγουρος και μεθυσμένος από έρωτα, θα μείνει ανάπηρος. Δε θα τον σκοτώσω, θα τον ευνουχίσω. Ψυχρά και υπολογισμένα. Και το Μικρουλάκι κοιμάται. Και 'γώ λέω μπούρδες. Ευτυχώς που τα σκέφτομαι και δεν τα διαπράττω!


12.

Το διέπραξα λοιπόν το λάθος. Του είπα χθες τη νύχτα,όλα όσα είχα σκεφτεί περί σκοτωμού κλπ., κι άλλα, όλη μου την πίκρα την έβγαλα από μέσα μου. Ελπίζοντας ίσως να με καταλάβει. Τρομοκρατήθηκε, αυτό ήταν το αποτέλεσμα, γιατί κοιμήθηκε το λίγο που του έμενε στις πολυθρόνες της βεράντας. Απείλησε να καλέσουμε πίσω το Μεγάλο απο την κατασκήνωση, να του το πούμε για να τελειώνει η ιστορία. Του είπα πως άν το κάνει, θα κλείσει η πόρτα και γι αυτόν και για όλο του το σόϊ. Είπαμε φίλοι. Αλλά οι φίλοι ξεβρακώνονται και απλώνονται στα κρεββάτια; Προκλητικός, αυτό ήταν. Προκλητικός και ένοχος. Ετσι παρουσιάστηκε και μου ήρθε η διάθεση να τον γδάρω ζωντανό. Να τρυπήσω την αδιαφορία του, την απάθειά του. Στα όσα είπα, ευτυχώς δεν απάντησε τίποτα. Αισθάνομαι γερασμένη δέκα χρόνια τουλάχιστον, καπνίζω συνέχεια. Δεν τρώω. Δεν κοιμάμαι. Και η νύχτα είναι κακός σύμβουλος. Βγαίνουν όλα τα απωθημένα που δεν ελέγχονται. Ποθώ και 'γώ έναν άντρα. Οχι το Θανάση. Οπωσδήποτε, όχι το Θανάση. Και το βλέπω τόσο δύσκολο νά 'χω τώρα κάποιον. Απεχθάνομαι το σώμα μου. Οταν λέω πως θέλω να τον σκοτώσω, πιθανό είναι να εννοώ πως θέλω να σκοτωθώ, να εξαφανιστώ, να λιώσω πιά. Δεν μπορώ να υποφέρω άλλο και να μην έχω κάποιον να με καταλαβαίνει. Εχω γίνει ένα απαιτητικό έμβρυο. Θέλω να γεννηθώ. Θέλω να ζήσω. Με καταδίκασε σε θάνατο. ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ. ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ. Με σκοτώνει όμως η αδιαφορία, η εγκατάλειψη. Η αποτυχία μου είναι αβάσταχτη.


13.

Αισθάνομαι τη βία να με κυριεύει. Να μουδιάζει το μυαλό και να κάνει τα μέλη μου να τρέμουν. Βγαίνει ένας τρομαχτικός εαυτός, ικανός για όλα. Φοβάμαι τον εαυτό μου, μη γίνει έρμαιο του πάθους μου. Τί να περιμένω από έναν εαυτό ταλαιπωρημένο ψυχικά, άϋπνο και νηστικό, έναν εαυτό μονάχο κι έρημο; Δε μου φτάνει η "καλημέρα" του μπακάλη, του χασάπη, του περιπτερά της γωνίας! Παραλύω από φόβο όταν κάνω μαύρες σκέψεις. Αυτή δεν είναι ομαλή μετάβαση. Είναι πυροβασία. Αυτή η προκλητική στάση του με διαλύει και με κάνει θηρίο. Με προκαλεί με τη γύμνια του και την αδιαφορία του. Αυτή είναι η βοήθεια από μέρους του; Χάθηκε η ανθρώπινη συμπεριφορά; Ολο εγώ θα καταλαβαίνω τους άλλους; Γιατί δεν μπορεί να μιλήσει στα ίσια, να μου πεί πως με καταλαβαίνει, να μου πεί τί έφταιξε τελοσπάντων, ακόμα να μου μορφοποιήσει το πρόσωπο που τον ενδιαφέρει, να μη παλεύω με φαντάσματα. Μ' αυτή τη στάση του με εξαγριώνει χωρίς να το θέλω λογικά, με κάνει να τον πληγώνω και 'γώ -και θέλω να τον πληγώσω όσο γίνεται περισσότερο. Είναι ευτυχής, άρα θα πρέπει να είναι δυνατός και ήρεμος. Γιατί δε με βοηθάει αλλά μ' αφήνει να παραπαίω; Δε φτάνει το κακό που μού 'κανε, θέλει να με εξοντώσει εντελώς;;


14.

Γιατί φέρνομαι τόσο άσχημα; Γιατί βγάζω το χειρότερο εαυτό μου, έναν εαυτό που ούτε κάν υποπτευόμουνα την ύπαρξή του; Γιατί όταν μένω μόνη μου το πρωί σκούζω και φωνάζω με λυγμούς σα θηρίο πληγωμένο - παγιδευμένο; Ακούω τη φωνή μου και φοβάμαι τι δύναμη κρύβω μέσα μου. Αυτό δεν είναι κλάμμα, είναι κραυγή απόγνωσης. Γιατί έφτασα σ' αυτό το σημείο; Πώς;; Είναι τόσο δύσκολο να μάθω σε τί έφταιξα; Λυσσάω και μαραζώνω ταυτόχρονα. Αυτοκαταστρέφομαι. Πρέπει να βρώ το Γιατρό να μου δώσει κάποιο φάρμακο. Θέλω να συνέλθω. Πώς όμως;; Η πληγή δεν κλείνει εύκολα. Το μέλλον διαγράφεται ζοφερό, μαύρο πηχτό σκοτάδι σαν υγρός τάφος. Και με τα βρισίδια και τους εκφοβισμούς κάνω τα πράγματα χειρότερα. Γιατί; Γιατί θέλω να τον πληγώσω, πράγμα που δεν πετυχαίνω. Είναι παχύδερμο. Σίγουρα δεν αγάπησα έναν τέτοιον άνθρωπο. Αγάπησα ένα χαρούμενο, τρυφερό και έξυπνο νέο άντρα, με ευαισθησίες και καλοσύνη. Πού βρίσκεται τώρα αυτός;; Πώς έγινε έτσι;; Τί έφταιξε;; Και 'γώ τότε ήμουνα χαρούμενη και τρυφερή και τα οικονομικά προβλήματα τα διασκεδάζαμε και γελούσαμε με τα παιδιά και φροντίζαμε ο ένας τον άλλον. Πώς έγινα έτσι στρίγγλα, να θέλω το χειρότερο για 'κείνον;; Σαν να βλέπω εφιάλτη. Και είδα έναν εφιάλτη. Είχα ένα μωράκι κάτασπρο σαν πουδραρισμένο με ταλκ στην αγκαλιά μου και ορμούσε η πεθερά μου να μου το πάρει μιά με τη βία και μιά με ξεγελάσματα. Και τα παιδιά μου είχαν ματωμένα δόντια σ' ένα φριχτό στόμα και απειλούσαν να με δαγκώσουν, να μου πιούν το αίμα. Τέτοια φοβερά.


15.

Ερχομαι και στη θέση του. Του χαλάω τη διάθεση με τις σκηνές μου. Να μη με προκαλεί με την αδιαφορία του και το γυμνό του σώμα. Το ποθώ αυτό το σώμα. Η στέρησή του είναι σα να μου ξεριζώνονται όλα τα σπλάχνα, να μου κόβονται τα μέλη μου κομμάτια. Δεν μπορώ να ζητήσω συγγνώμη γιατί δε βλέπω νά 'χω φταίξει. Αμύνομαι. Προσπαθώ να τον απορρίψω. Και 'κείνος μου λέει όταν επισημαίνω τα ελαττώματά του: «Δε χαίρεσαι; καλύτερα για σένα» Το καλύτερο για μένα εγώ το ξέρω. Αυτή η ψυχρότητά του με δολοφονεί. Καλύτερα να μ' έσφαζε πραγματικά, όχι πιά αυτό το μαρτύριο. Τι έφταιξε και γίναμε μελλόδραμα; Τι έφταιξαν τα παιδιά;; Λέει: «Αν σου είναι βάρος τα παιδιά, τα παίρνω εγώ» Τί είναι τα παιδιά; Πακέττα; Να τα πάρει να τα κάνει τί; Να τα πάει που; Να τα φορτώσει σε ποιόν; Μήπως θ' ασχοληθεί τώρα μαζί τους; Μήπως ξέρει τι θα πεί να φροντίζεις παιδιά; Μήπως θ' αγαπήσει τώρα τα παιδιά με τις ενοχές που έχει; Και μένα πώς με λογαριάζει; Σα μιά στιμένη λεμονόκουπα που την πετάνε; Σα μιά δανεική μήτρα; Σα θερμοκοιτίδα; Παίρνει τα παιδιά. Πόσο παρανοϊκά εύκολα τα βλέπει όλα. Είναι τρελλός, είναι άρρωστος, έχει πυρετό. Φοβάμαι πως όσα του είπα θα εμποδίσουν οποιαδήποτε ανεκτή σχέση μελλοντικά μεταξύ μας. Δε μ' αγαπάει πιά, και δεν είμαι σίγουρη ότι μ' αγάπησε ποτέ. Δε μιλάει ποτέ για τίποτε. Περιμένει το διαζύγιο και την απομάκρυνση. ΣΤΩΪΚΑ.

16.

Σταματάω λοιπόν -προσπαθώ τουλάχιστον να σταματήσω- να σκέφτομαι τί έφταιξε γιατί, άν έφταιξα ή όχι, απάντηση όπως φαίνεται δεν πρόκειται να πάρω. Ο άνθρωπος είναι τυφλωμένος. Δεν με βλέπει κάν. Σαν να μην υπάρχω. Ολα τα περί «φιλίας» είναι φούμαρα. Θα προτιμούσε να μην υπήρχα, να εξαφανιζόμουν ως δια μαγείας, να γινόμουνα σκόνη, ατμός, διαφανής, ΤΙΠΟΤΑ. Πώς είναι δυνατό λοιπόν να με σκεφτεί; Πιστεύω πως και για τα παιδιά σκέφτεται το ίδιο περίπου: Θά 'ταν καλύτερα να μην υπήρχαν. Διαγράφει τη ζωή του μαζί μου -μαζί μας. Ξεχνάει -αποποιείται- τα συναισθήματά του. Δεν βρίσκει κάτι το θετικό μέσα του για μένα. Αν έβρισκε θα κρατούσε διαφορετική στάση. Εστω, παρηγορητική. Ο άνθρωπος έγινε ξένος. Είναι πιά ολότελα ξένος, αδιάφορος εντελώς. Τον βολεύει αυτή η θέση, απλά παρατηρεί. Σα να βλέπει ταινία παρατηρεί τη φθορά μου. Περιμένει να τελειώσει η φάση, να κλείσει το κουμπί και να συνεχίσει κάτι που τον ενδιαφέρει. Πραγματικότητα ή θέατρο, όλ' αυτά συμβαίνουν σε άλλο επίπεδο, έξω από 'κείνον. Ούτε κάν θέλει να θυμάται τον πρωταγωνιστικό του ρόλο. Αφήνει πίσω του τις στάχτες και τα σκουπίδια και προχωρεί. Προς τα πού;; Για νέες στάχτες, «δικός του λογαριασμός» όπως θά 'λεγε. Για το Θανάση τέλειωσαν όλα.


17.

Για το Θανάση τέλειωσαν όλα, για μένα όμως τώρα ξαναρχίζουν όλα. Το μαρτύριο του Σίσυφου ξαναξεκινάει. Με τριπλό βάρος στην πλάτη καλούμαι ν' ανεβώ πάλι το βουνό. Είμαι αποφασισμένη. Είμαι;; Τί είμαι αλήθεια; Μιά μάνα με δυό παιδιά, χωρίς δουλειά. Μιά γυναίκα είμαι, μονάχη κι έρημη. Μιά παρατημένη, αποτυχημένη γυναίκα. Γερασμένη, εξουθενωμένη ψυχικά και σωματικά, πρέπει για να ζήσω να παίξω ένα ρόλο εξαντλητικό, τρομαχτικό. Για να ζήσω, πρέπει να παλέψω με χίλια δαιμόνια, για να ζήσω πρέπει να σκοτώνομαι λίγο-λίγο κάθε μέρα. Για να ζήσω, πρέπει να περιμένω πάλι. Για να ζήσω, πρέπει να περιμένω να πεθάνω. Πρέπει να βγάλω το Θανάση από το μυαλό και την καρδιά μου, πρέπει να ξεριζώσω το μυαλό και την καρδιά μου, πρέπει να τυφλωθώ, ν' ακρωτηριαστώ. Πρέπει να μαζέψω τα κουρέλια του εαυτού μου, να ξαναφτιάξω έναν εαυτό σχετικά αποδεκτό. Αποδεκτό από ποιόν; Από μένα φυσικά, κι απ' τα παιδιά μου. Εναν εαυτό ανδρείκελο, που δεν θά 'χει μέσα του τίποτα, έναν άδειο εαυτό, ένα άγαλμα πήλινο, μιά αποστερημένη προσωπικότητα. Ο χρόνος τα γιατρεύει όλα, λένε. Τα πάντα ρεί, κλπ. Μπορεί κάποτε να θυμάμαι όλ' αυτά διασκεδάζοντας. Είναι δυνατόν;; Τώρα τι γίνεται. Τώρα που πονάω και πεθαίνω. Τώρα που κουρελιάζομαι και ταπεινώνομαι. Τώρα που η πέτρα έχει κυλίσει κάτω, στα Τάρταρα. ΤΩΡΑ, ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ;;;;;;


{Ξαναμπαίνει ο άντρας στο σπίτι, κλπ κλπ}


18.

Γύρισε απρόσμενα πριν λίγο. Μπήκε χωρίς να χτυπήσει κουδούνι. Εγώ γυμνή, δικαίωμά μου στο σπίτι μου με τέτοια ζέστη -τον περίμενα στις δέκα το βράδυ. Δεν αισθάνθηκα καθόλου άνετα. Πανικοβλήθηκα. Εκείνος πήγε για ντους με ανοιχτή την πόρτα γυμνός. Γιατί μου κάνει επίδειξη; Τώρα έπεσε για ύπνο. Μονοπωλεί το κρεββάτι, τώρα που λείπει το Μεγάλο. Κοντά στ' άλλα, βρίσκομαι εξόριστη στο σπίτι μου. Γι αυτόν είμαι διαφανής, ανύπαρκτη, κάτι -ένα πράγμα- χωρίς σημασία. Πώς θ' αντέξω;; Συνύπαρξη μ' αυτές τις προϋποθέσεις δεν γίνεται.


19.

Επί τέλους σχεδόν ηρέμησα. Ο Θανάσης ακόμα κοιμάται. Πότισα, ράντισα τη βεράντα, έβαλα το Μικρό για ύπνο. Πρέπει να βάλω τέλος στο ψάξιμο. Τέρμα τα γιατί και τα πώς, πάει το παρελθόν. Από 'δώ και πέρα τί γίνεται. Αλλαγή. Υποχρεωτική Αλλαγή. Πρέπει να σκέφτομαι μονάχα το μέλλον και το μέλλον πάντα είναι άγνωστο και ενδιαφέρον. Μπορεί να κρύβει ευχάριστες εκπλήξεις. Ολο το μέλλον είναι μπροστά μου και μπροστά στα παιδιά. Χρειάζομαι ξεκούραση και ντάντεμα. Ισως πάω μιά βδομάδα στη θεία μου την Τερέζα. Μου έχει σταθεί καλύτερα κι από μάνα. Θα πάω, να κλάψω και να κοιμηθώ, να κοιμηθώ. Και να κάνω σχέδια για το μέλλον, χωρίς το Θανάση. Να προσπαθήσω να τον βλέπω ήρεμα, χωρίς ένταση. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΑΝΟΙΓΕΤΑΙ... (βαθύς στεναγμός, σαν υπόκωφη κραυγή)

ΑΥΛΑΙΑ
---------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το θεατρικό παραλήρημα ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΜΗΔΕΙΑ ή ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΘΑΝΑΣΗ γράφτηκε τον Ιούλιο του 1988, ενσωματώνοντας λόγια και εμπειρίες γυναικών, πραγματικές ιστορίες αλλά και λίγη φανταστική σάλτσα -που μάλλον δεν διαφέρει και πολύ απο πραγματικότητες που γνωρίζω απο πρώτο χέρι. Βρίσκεται και εδώ: http://sadness.e-e-e.gr/users/rodia/06/index.html

21 Αυγ 2006

Ψιψίνα αιγυπτία (για τον Tero )

Πάει χάθηκε το Ψι!
μ' ένα αέρινο ταψί
στα πελάγη του αιθέρα κολυμπάει.

Αν το Ψι είχε ψυχή,
Θάθελε στο Πι και Φι
στον αλφάβητο παράδεισο να πάει!

Το μικρούτσικο το Ψι
προτιμάει το ταψί
απο τ' άσπρα του παράδεισου τα κρίνα.

Αν αφήσει το ταψί,
μάλλον θα ξεφουρνιστεί
ως αιγύπτια κατάμαυρη ψιψίνα!


(25/10/2003/15:15)
Συλλογή: «Αλφάβηττος Παράδεισος» (2003)
------------------------
ΣΗΜ. Για 7 μέρες ακούγεται εδώ

15 Αυγ 2006

10 εικόνες έρχονται στο νου



01.

Το ψυγείο βουΐζει τώρα που γράφω σε αποδείξεις ΑΤΜ ξεχασμένων ευεργετικά στο τσαντάκι μου. Το τεράστιο ψυγείο της μεγάλης μας οικογένειας που σιγά σιγά ξεκληρίζεται, το έχει τώρα μόνη της η μάνα και είναι σχεδόν άδειο.
Θυμάμαι τα κουτάκια με τα φαγητά σα μικρές πυραμίδες να στριμώχνονται στα ράφια του, τα συρτάρια ξέχειλα φρούτα και λαχανικά, η πόρτα να κρέμεται απ’ το βάρος του πλήθους των μπουκαλιών και η κατάψυξη να βαριαναστενάζει κάθε τόσο τιγγαρισμένη στα «πρωτεϊνούχα» κρεατικά και ψαρικά δηλαδή.
Τώρα το ψυγείο βογγάει σε αραιότερα διαστήματα, γι αυτό ξαφνιάζομαι όταν το ακούω. Μέχρι ν’ ακουστεί το επόμενο βογγητό, έχω ξεχάσει τον ήχο του προηγούμενου.

02.

Αν μιλούσαν οι φωτογραφίες...
Κοιτάζω τις φωτογραφίες, τα μικρά βάζα με τα λουλούδια γύρω τους, αγαπημένα φαντάσματα νιότης και ζωής που χάθηκε πια. Τόσο ζωντανές φωτογραφίες όμως! Ετοιμες να μιλήσουν...

03.

Βήχει συνεχώς. Κάθε τόσο τρέχω κοντά της. Δε θέλει βοήθεια. Στέκω όμως δίπλα, σε κατάσταση συναγερμού όλες οι αισθήσεις. Ξαναβήχει. Τώρα σταμάτησε για λίγο. Πάω στην κουζίνα, ανοίγω το τζαμάκι της πόρτας και ακουμπώντας το μέτωπό μου στην κρύα προστατευτική σιδεριά καπνίζω ένοχα ένα τσιγάρο με απλωμένο το δεξί χέρι στην πρόταση μακριά, έξω απ’ τη σιδεριά, για να φεύγει ο βρώμικος καπνός.
Εχει μπει απο νωρίς μια πεταλούδα της νύχτας στο σπίτι. Τώρα έχει κατασκηνώσει με τα φτερά ανοιγμένα στο πρέκι της πόρτας της μάνας.
Να σημαίνει κάτι άραγε αυτό; Δεν τη διώχνω. Μπορεί να ήρθε για να ενισχύσει το νυχτέρι μου. Αχ, μάνα, πόσο υποφέρεις!

04.

Βολεύτηκα στην πολυθρόνα με μια καρέκλα προέκταση για τα πόδια, πήρα κι ένα μικρό πάπλωμα και τυλίχτηκα. Βρίσκομαι στο χωλ έτσι άβολα μισοξαπλωμένη, να παρασταθώ στον ύπνο της μάνας μου, όσο μπορεί να κοιμάται και να ξυπνάει μετά.
Την ακούω που βήχει σποραδικά και κάτι σπάει μέσα μου. Υποφέρω, αλλά αυτό δεν την ανακουφίζει, έτσι δεν το δείχνω. Της μιλάω για διάφορα αγαπημένα θέματα πριν την πάρει ο ύπνος κι όταν κοιμηθεί, κλείνω το φως και πάω στο χωλ. Φυλάω σκοπιά, εχθρός να μη πλησιάσει.
Εκείνη πονάει και βήχει και βογγάει. Τώρα το βράδυ όμως, που στέκω άγρυπνη έξω απ’ το δωμάτιό της, ησυχάζει σαν πουλάκι. Αυτό μου αρέσει πολύ. Της είμαι χρήσιμη επιτέλους.

05.

Οι θόρυβοι της νύχτας, που την ημέρα είναι ανύπαρκτοι, το περιοδικό βουητό του ψυγείου, ο σταθερός ήχος του ρολογιού, το τρίξιμο των δρύϊνων πατωμάτων, κάποιοι ανεπαίσθητοι ήχοι σα να σκάει μακριά μια φουσκίτσα, αυτοί οι θόρυβοι, πολύ με γοητεύουν. Με κάνουν να αισθάνομαι υγιής, τουλάχιστον ως προς την ακοή!
Η μάνα όμως δεν ακούει καλά. Η ακοή της έχει αμβλυνθεί πολύ, πήρε ακουστικά για την τηλεόραση, έχει και ακουστικό με μπαταρίες στο συρτάρι της για κάθε ενδεχόμενο. Τη ζαλίζουν πολύ όμως και τα χρησιμοποιεί σπάνια.
Είναι η ίδια μάνα που έτρεχε με το παραμικρό «τσακ» που γινόταν στα δωμάτιά μας, που αφουγκραζόταν την αναπνοή μας στα δέκα μέτρα. Πόσο θα υποφέρει τώρα!

06.

Πριν απο λίγο έκλεισα το παντζούρι του χωλ. Δεν έχει σκεβρώσει καθόλου. Τέτοιο καλό ξύλο. Σαρανταέξι χρόνια κιόλας έκλεισε το σπίτι, τα παντζούρια του μένουν αθάνατα, που λένε, με καλή συντήρηση πάντα. Ξύσιμο, βάψιμο, λάδωμα μεντεσέδες.
Θυμάμαι μόλις σκοτείνιαζε που γυρνούσε ο πατέρας σε όλα τα δωμάτια για να κλείσει τα «σκούρα» όπως τα λέγαμε τότε. Σιγά σιγά η λέξη «παντζούρι» έκανε εισβολή στο λεξιλόγιό μας, επικράτησε κι έμεινε μόνη της, επειδή μάλλον έτσι τα έλεγαν οι αθηναίοι συμμαθητές μας, με σμυρνέϊκη καταγωγή.
Οταν ψηλώσαμε αρκετά για να φτάνουμε να τα κλείσουμε, ακούγαμε την εντολή: «Παιδιά, κλείστε τα σκούρα»!
Τώρα που το γράφω, ηχεί στ' αφτιά μου.

07.

Γράφω στο τραπέζι της κουζίνας, πεντακάθαρο με ελαφρύ τραπεζομάντηλο σε χρώμα μπεζ, ένα καρρώ μπεζ με σχέδια, πολύ μεγάλες διασταυρούμενες γραμμές καφετιές και το φόντο ανοιχτόχρωμο.
Θυμάμαι τις φορές τις άπειρες, που καθόμαστε στην αρχή πέντε, μετά έξι, αργότερα εφτά, μέχρι που φτάσαμε τους έντεκα πολύ στενούς συγγενείς -γονείς, παιδιά, εγγόνια.
Σιγά σιγά το αυγάτισμα έγινε μείωση, αρχίσαμε να φεύγουμε απ’ το τραπέζι και κατόπιν κι απο τη ζωή. Ενας ένας, δυο δυο. Τώρα η μάνα κάθεται τις καθημερινές μονάχη στο τραπέζι παρέα με τα φαντάσματα.

08.

Ξαναβλέπω το ντουλάπι της κουζίνας, κάτασπρο λαδομπογιατισμένο με κόκκινα πόμολλα στρογγυλά σαν ρωγοβύζια ορθόστητα. Γεμάτο το ντουλάπι με πιατικά και τρόφιμα, κατακόκκινo κι απο μέσα βαμμένο με μια βαφή απαλή, σατινέ, δίνει την εντύπωση μεγάλων οισοφάγων ή μιας τεράστιας μήτρας, ενός γυναικείου κόλπου βελούδινου και ολοπόρφυρου, έτοιμου να καταβροχθίσει ηδονικά όποιον αγγίξει το ρωγοβύζι του κατάλευκου κορμιού της.

09.

Σαν το φάντασμα βγαίνω τις νύχτες στον κήπο.
Ενα αλύχτισμα μακρυνό, κάποιο μωρό κλαίει παραδίπλα, οι πασχαλιές ευωδιάζουν, οι λεμονανθοί, τα τριαντάφυλλα, ο δυόσμος, η αρμπαρόρριζα, το χαμομήλι.
Μεθάω με τ’ αρώματα, μεθώ με τη σιωπή που είναι πηχτή και την κόβουν σαν με το μαχαίρι τα κλάμματα του μωρού, το μακρυνό αλύχτισμα, ένα σφύριγμα ερωτευμένου συζύγου σε κάποιο μπαλκόνι.
Οταν φυσάει κι όταν χειμωνιάζει, ο κήπος είναι πιο σκοτεινός. Η σιωπή του σκίζεται απο το θρόϊσμα των φύλλων της δάφνης και της νεραντζιάς. Η λεμονιά μόλις που ακούγεται, προφυλαγμένη στη γωνία.

10.

Ο κήπος έγινε πηγάδι

Πόσο μίκρυνε ο ουρανός πάνω απ’ τον κήπο!
Παλιά τ' αστέρια απλώνονταν στον ορίζοντα του βλέμματος.
Σήμερα, ο κήπος έγινε πηγάδι.

Ο κήπος έγινε πηγάδι
Βάθυνε ανάμεσα στις πολυκατοικίες
Ο κήπος μας ο ανθισμένος
Το καμάρι της γειτονιάς
Πνίγηκε στο τσιμέντο
Χαμήλωσε τόσο
Που ο ουρανός μίκρυνε
Κι ούτε άστρο ούτε φεγγάρι
Μόνο κάτι σύννεφα περνούν
Σκιάζοντας λίγο ακόμη
Προσθέτοντας σκιά
Στον ανθισμένο πάτο
Του πηγαδιού
Που έγινε ο κήπος μας.



11 Αυγ 2006

ΜΑΥΡΟ



Απέναντί μου στέκεται ένα κομμάτι απο την κόλαση. Ενα κατάμαυρο έργο τέχνης. Ενας πίνακας ζωγραφικής. Απο όσο μπορώ να διακρίνω, μέσα στο μαύρο του σώμα βρίσκονται σπαρμένες μικρές κηλίδες ρόδινες και λευκές. Προσπαθώ να ερμηνεύσω τι σκόπευε ο ζωγράφος να μεταδώσει, ποιο τάχα να είναι -αν υπάρχει- το κρυφό μήνυμα του πίνακα.

Αυτό που φαντάζομαι είναι μια απεραντωσύνη μαύρη, η μαύρη ήπειρος μάλλον, όπου η λιγοστή ελπίδα διάσωσης αχνοφαίνεται αμυδρά. Μπορεί όμως οι λευκές κηλίδες να είναι απαστράπτοντα δόντια σε πεινασμένα στόματα ή το ασπράδι των ματιών των μαύρων ανθρώπων που εκλιπαρούν το ενδιαφέρον μας.

Οι ρόδινες κηλίδες είναι το εσωτερικό απο τις παλάμες τους, που στέλνουν ένα σήμα απαγορευτικό: Οχι άλλες φωτογραφίες! Φτάνει πια! Η κακομοιριά μας οφείλεται σε σας αποκλειστικά λευκοί αδελφοί, σε σας που χωρίς σκέψη εκτροχιάσατε την πορεία μας προς τον πολιτισμό, σε σας που μας εμποδίσατε να κινηθούμε ελεύθερα με τα δικά μας οχήματα! Τώρα μας φωτογραφίζετε κερδίζοντας βραβεία σε διεθνείς εκθέσεις.. εκθέτοντας το ταλέντο σας υποστηριζόμενο απο τη δική μας αθλιότητα..

Σιγά σιγά σκοτεινιάζει και ο πίνακας απορροφάται, γίνεται ένα με τη νύχτα. Τα λευκά στίγματα λάμπουν σαν αστέρια σε έναν ουρανό κατάμαυρο χωρίς φεγγάρι και οι ρόδινες κηλίδες ούτε που φαίνονται πια. Η φαντασία μου εστιάζει στα λαμπυρίζοντα στίγματα προσανατολισμένη προς τις πιθανές νέες διεξόδους της ανθρωπότητας. Αραγε υπάρχει ζωή στον Αρη; Κι αν είναι να σβηστεί η ντροπή της ανθρωπότητας απο το χάρτη, η μαύρη ήπειρος δηλαδή, ποιες είναι οι πιθανότητες -αν υπάρχουν- να ξαναβρεθεί κάπου στο διάστημα;

Ξημερώνομαι κοιτάζοντας προσεκτικά το έργο του παρανοϊκού ζωγράφου -γιατί μόνο κάποιος έξω απο τή συμβατική λογική θα μπορούσε να ζωγραφίσει κάτι παρόμοιο. Τώρα που ανατέλλει ο ήλιος κι ο πίνακας φαντάζει αποτρόπαιος, πως να ξεκινήσω τη μέρα μου με τόση πια μαυρίλα; Ας παρομοιάσω λοιπόν το έργο με ένα κατάμαυρο καφεδάκι διάστικτο με μικρές σταγόνες γάλακτος ή κρέμας που δεν έχει καλοδιαλυθεί κι ας το καταπιώ με μικρές γουλιές
.

(ως anaflexis)


ΜΑΝΑ ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ;




Το τρίτο μπουκάλι τελειώνει
η σκέψη μου λιώνει
Στο σύμπαν ο νους ξεχειλίζει
το σώμα τρεκλίζει

Πόσο ακόμα
να γίνω λιώμα;
Γιατί δεν πέθανες ακόμα;

Φωνές, σαματάς, υστερία
τρεχάτα φορεία
Το αίμα, γιατρέ, τ' οξυγόνο!
Παλεύω το χρόνο...

Πόσο υπομένεις
τι περιμένεις;
Γιατί μανούλα δεν πεθαίνεις;

Το στόμα σφιχτό, διψασμένο
το μάτι αδειασμένο
Η ανθρώπινη ανάσα μπαλόνι
διαρκώς ξεφουσκώνει...

Ενα τσιγάρο
πριν δω το Χάρο
Γιατί δε φεύγεις να φουμάρω;

Το αίμα ξερό, δυσοσμία
εδώ, στα σφαγεία
Το κρέας τ' ανθρώπου σκισμένο
στυφό, σαπισμένο

Λίγο αέρα!
Αλλη μια μέρα
τι θα την κάνεις βρε μητέρα;

Λευκό κι απαλό το σεντόνι
ομίχλη που απλώνει
σα σύννεφο υγρό, βουρκωμένο
τραγούδι θαμένο

Μια ανάσα ακόμα
βγαίνει απ' το στόμα:
Γιατί δεν πέθανα ακόμα;




09/10/2002-21:23

9 Αυγ 2006

“ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ”!




(Για το ραδιόφωνο)


ΠΡΟΣΩΠΑ:

1. Ενας άντρας γύρω στα τριάντα
2. Μιά νέα γυναίκα γύρω στα είκοσι


ΑΝΤΡΑΣ: Ολες οι γυναίκες είναι πουτάνες!

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο μπαμπάς σου σού τό 'πε κι αυτό;

ΑΝΤΡΑΣ: Ο μπαμπάς μου... Μα πώς έχεις την ιδέα ότι όλα μου τα λέει ο μπαμπάς μου; Οχι βέβαια, μόνος μου το σκέφτηκα.
Ο λ ε ς ο ι γ υ ν α ί κ ε ς ε ί ν α ι π ο υ τ ά ν ε ς (με στόμφο)

ΓΥΝΑΙΚΑ: (παρά την πληγωμένη της καρδιά) Ακου, ματάκια μου: ΟΙ πουτάνες πληρώνονται. Πόσον καιρό είμαστε μαζί;

ΑΝΤΡΑΣ: Για στάσου... Από το Πάσχα... Τώρα έχουμε Δεκέμβριο... Πότε είχαμε Πάσχα; Το ΜάΪο;

ΓΥΝΑΙΚΑ: 27 Απριλίου.

ΑΝΤΡΑΣ: Ε, τότε, Μάϊος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώμβριος..

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο κ τ ώ ββ ρ ι ο ς!

ΑΝΤΡΑΣ: Εντάξει, Οκτώββριος! Πού είχαμε μείνει; Εχασα το λογαριασμό, πάμε απ' την αρχή: Μάϊος, Ιούνιος...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μην κάνεις τον κόπο. Οκτώ μήνες και δεκαοκτώ ημέρες!

ΑΝΤΡΑΣ: Μμμάλιστα, τα είχαμε μαζί οκτώ μήνες και δεκαοκτώ ημέρες. Σου έχω εμπιστοσύνη, δεν κάνεις λάθη εσύ.

ΓΥΝΑΙΚΑ: (ειρωνικά) Πάλι καλά! Μου αναγνωρίζεις κι ένα προτέρημα!

ΑΝΤΡΑΣ: Στάσου, στάσου! Κάτι ήθελες να πείς. Γιατί με ρώτησες πόσον καιρό είμαστε μαζί;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Για να σου στείλω το λογαριασμό. Πώς θέλεις να πληρώσεις; Με την ημέρα ή με το μήνα; Πώς πληρώνονται οι πουτάνες που ξέρεις; Για ρώτα και το μπαμπά σου!

ΑΝΤΡΑΣ: Α, εκεί το πάς... Οταν στο είπα αυτό, ότι όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες, δεν το εννοούσα ακριβώς...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ξεφεύγεις λοιπόν, για να μην πληρώσεις τα χρέη σου άραγε, ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Για πές μου!

ΑΝΤΡΑΣ: Τί άλλο; Τι θα μπορούσε να συμβαίνει;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Το απλούστερο όλων. Ε σ ύ τις βλέπεις τις γυναίκες σαν πουτάνες επειδή ε σ ύ έτσι τις χρησιμοποιείς. Ετσι δεν είναι;

ΑΝΤΡΑΣ: ... ... ... (άφωνος)

ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μιλάς, ε; Το βρήκαμε το μυστικό λοιπόν! Πές το και στο μπαμπά σου να το μάθει κι αυτός, γιατί μπορεί να μην τό 'χει καταλάβει ακόμα! Αλήθεια, περιλαμβάνει και τη μαμά σου στο χαρακτηρισμό αυτό; Ή μήπως δίνει άλλο, π.χ. "αποκλειστική νοσοκόμα";

ΑΝΤΡΑΣ: Τί έχεις πάθει με τον πατέρα μου; Αφού σου είπα να μην τον ανακατεύεις... Και τη μάνα μου τώρα, έπιασες και τη μάνα μου... Μα επί τέλους, τί θέλεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να χωρίσουμε! Αυτό θέλω. Να χωρίσουμε επειδή δεν ταιριάζουμε και όχι επειδή εγώ είμαι πουτάνα κι εσύ είσαι μαλάκας. Να χωρίσουμε σαν άνθρωποι που πέρασαν ένα όμορφο διάστημα μαζί, μέχρι ν' ανακαλύψουν τις διαφορές τους...

ΑΝΤΡΑΣ: Με είπες μαλάκα; Αυτό με είπες και μη μου πείς πως δεν άκουσα καλά. Το άκουσα, το άκουσα αυτό. Με είπες μαλάκα!

ΓΥΝΑΙΚΑ: Είσαι μ α λ ά κ α ς αφού θέλεις να το ξανακούσεις!

ΑΝΤΡΑΣ: Εντάξει, εντάξει, είμαι μαλάκας που τα είχα μαζί σου οκτώ μήνες και... πόσες μέρες είπες;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεκαοκτώ.

ΑΝΤΡΑΣ: Είμαι μαλάκας που τα είχα μαζί σου, που έχανα τον καιρό μου μαζί σου για οκτώ μήνες και δεκαοτώ ημέρες, λοιπόν. Δεν πέρναγες καλά μαζί μου, ε; Δεν πέρναγες καλά;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Το θέμα δεν είναι αν πέρναγα καλά ή όχι. Ναί, πράγματι, π ε ρ ν ο ύ σ α μ ε καλά, αλλά δε φτάνει μονάχα αυτό: να περνάς καλά. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή, όνειρα, στόχοι, αξίες... Ζωή δεν είναι ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε...

ΑΝΤΡΑΣ: Και πού ξέρεις εσύ από ζωή; Είσαι δέκα χρόνια μικρότερή μου, τί ξέρεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό είναι το τραγικό. Είσαι δέκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα και δεν έχεις καταλάβει ακόμα... Δεν προβληματίζεσαι για τίποτα γιατί όλα τα προβλήματα σου τα λύνει ο μπαμπάς σου...

ΑΝΤΡΑΣ: Αντε πάλι ο πατέρας μου! Μα τί σου έχει φταίξει ο άνθρωπος; Και σε συμπαθούσε ο πατέρας μου ξέρεις...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Με συμπαθούσε γιατί είδε σε μένα έναν άνθρωπο που θα έπαιρνε τη σκυτάλη μετά απ' αυτόν... που θα τον διαδεχόταν στο ντάντεμά σου!

ΑΝΤΡΑΣ: Μου τα λές πολύ χοντρά τώρα. Ποιό ντάντεμα; Γιατί; Νομίζεις πως ο πατέρας μου με νταντεύει; ε;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Και βέβαια, τί σε κάνει; Τριάντα χρονών άνθρωπος, δουλειά δεν έχεις, ούτε στο μαγαζί του σ' εμπιστεύεται να πιάσεις δουλειά, τί γνώμη έχει για σένα νομίζεις; Αν σε θεωρούσε ικανό και άξιο, δε θα σ' έπαιρνε, τουλάχιστον στο μαγαζί; Θέλει να σε βλέπει μωρό ακόμα. Σε θεωρεί μικρό, πιστεύει πως έχεις την ανάγκη του, μπορεί να θέλει να το πιστεύει αυτό, για να αισθάνεται ο ίδιος νέος και δυνατός...

ΑΝΤΡΑΣ: Να και η ψυχανάλυση τώρα!

ΓΥΝΑΙΚΑ: (συνεχίζει) Κι εσένα σε βολεύει αυτή η κατάσταση. Ολους τους βολεύει. Ποιός δε θά 'θελε να μένει μωρό, να μην έχει ευθύνες, να χαρτζηλικώνεται, νά "περνάει καλά";

ΑΝΤΡΑΣ: Για στάσου! Ο πατέρας μου ψάχνει να μου βρεί δουλειά, δεν το ξέρεις; Ο πατέρας μου...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ακριβώς! Ο μ π α μ π ά ς σου ψάχνει! Εσύ τί κάνεις;

ΑΝΤΡΑΣ: Ψάχνω κι εγώ! Αλλά εγώ τί γνωριμίες νά 'χω...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό λέμε τόσην ώρα. Η αυτοεκτίμησή σου βρίσκεται πιό χαμηλά κι απ' τους αστραγάλους σου! Γιατί; Οταν δούλεψες στη σχολή για το πρόγραμμα της ΔΕΗ; Δε γνώρισες κανέναν σ' αυτή τη δουλειά;

ΑΝΤΡΑΣ: Δίκιο έχεις! Αμάν! Δεν το σκέφτηκα. Αύριο, θα πάρω τηλέφωνο...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Αύριο... Τώρα! Και δεν θα πάρεις τηλέφωνο. Θα πάς κατευθείαν! Αντε, λοιπόν!

ΑΝΤΡΑΣ: Ναί, θα πάω, τώρα, ξεκινάω! Να σε φιλήσω;

ΓΥΝΑΙΚΑ: ... ... ... (άφωνη)

ΑΝΤΡΑΣ: Φιλικά, φιλικά, μη φοβάσαι... Και τον παίρνω πίσω το λόγο μου. Δεν είναι όλες οι γυναίκες πουτάνες!!


Αυλαία



ΒΙΑΙΟΤΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ (ασμάτιον)

Μέσ' στις ταινίες των καναλιών, μέσ' στο σκοτάδι,
παραμονεύει ένας άντρας με πιστόλι
και δε μ' αφήνει σε ησυχία κάθε βράδυ.

Πότε σαλτάρει, πότε στέκει στη γωνία,
πότε απειλεί και με γεμίζει αγωνία,
πυροβολεί στην ερημιά ή μέσ' στην πόλη,
βίαιος πάντα και σκληρός, με το πιστόλι.


Καυγάδες, κλωτσιές και μπουνίδια,
μπαμ! μπουμ! ντουφεκιές, πιστολίδια,
η βία τα νεύρα μου σπάει
και πάει ο ύπνος μου, πάει...


Κι όσο πασχίζω να πετύχω μιά ταινία,
κάτι αστείο, να χαρώ, να ξεφαντώσω,
για να ξεφύγω απ' της ζωής την αγωνία,

αυτός πετιέται ξαφνικά και 'γώ νευριάζω.
Κι όσο περνά η ώρα κι αρχίζω να νυστάζω,
έτσι μού έρχεται ν' αρπάξω το πιστόλι
και μπαμ! να σπάσω το γυαλί, να τον σκοτώσω!


Καυγάδες, κλωτσιές και μπουνίδια,
μπαμ! μπουμ! ντουφεκιές, πιστολίδια,
η βία τα νεύρα μου σπάει
και πάει ο ύπνος μου, πάει...


--------------------
ΣΗΜ. Μπορείτε να το ακούσετε εδώ για 7 μέρες

8 Αυγ 2006

ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΗ



Χθές είδα τον Αργύρη.
Δυό θλιβερές ώρες,
που όσο διαρκούσαν,
δεν καταλάβαινα πόσο θλιβερές ήταν.
Σήμερα με πνίγει η λύπη.
Πονάει ο λαιμός απ' τα τσιγάρα.
Πονάει το κορμί απ' την ακινησία.
Ηταν κι ο Αρης και η Λία
και η Μάνια εκεί.
Η Αρτεμις φαινόταν να διασκεδάζει.
Και 'γώ φαινόμουν το ίδιο.
Οσο διαρκούσε το πρόγραμμα.
Οσο διαρκούσε το κρασί στο ποτήρι μου.
Οσο διαρκούσε η ελαφρά ζάλη.
Μετά, τα κατάλαβα όλα:




Εχασα τη ζωή μου.
Κατρακύλισε
στις χαραμάδες των ξύλινων λόγων
σαν υδράργυρος.
Αντε τώρα να τη βρώ!




Κι αυτός ο Αργύρης,
έσπρωχνε τις αναμνήσεις,
ξελαμπικάριζε τα εφηβικά όνειρα,
με την αναλοίωτη φωνή του.





Οι συλλαβές του
σφυροκοπούσαν μονότονα
τα μάρμαρα
στα μνήματα της μνήμης.
Ο λυγμός του φόβου της απώλειας του ήχου
ξεπερνούσε το σκούξιμο των οργάνων.





Αν καταφέρω να κλάψω,
θά 'χω κάνει το πρώτο βήμα
προς τον Παράδεισο.




29/01/2002/02:22

5 Αυγ 2006

Η μοιραία βαρώνη


Η βαρώνη στέκεται μπροστά στην υπόλευκη διαφανή κουρτίνα του παραθύρου του μεγάλου σαλονιού. Το παράθυρο είναι κλειστό, τζαμλίκια και εξώφυλλα, οπότε, δεν είναι δυνατό να βλέπει κάτι μέσα απο αυτήν. Μάλλον είναι συγκεντρωμένη στις σκέψεις της. Απλώς, ξεχάστηκε όρθια, μπροστά στην κουρτίνα και σκέπτεται. Αναπολεί τον καιρό που ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, λεπτή ως κλαράκι γιαπωνέζικης ζωγραφιάς. Τότε, ήταν μια ωραία βαρώνη. Σήμερα, είναι μια μοιραία βαρώνη βαρέων βαρών.

Πλησιάζουν τα γενέθλιά της. Μεθαύριο θα συμπληρώσει επτακόσια χρόνια ύπαρξης σε αυτόν τον πλανήτη, τον επονομαζόμενο Γη. Επτά ολόκληρους αιώνες! Δεν κατάλαβε καθόλου πώς πέρασαν, όπως αυτό συμβαίνει άλλωστε και στους απλούς γήϊνους, οι οποίοι έχουν προσδόκιμο ζωής πολύ λιγώτερα χρόνια. Ζήτημα να φτάνουν τα εκατό. Η μοιραία βαρώνη έχει ακόμα πολλά ψωμιά μπροστά της μέχρι να συμπληρώσει το προσδόκιμο ζωής της φυλής της. Κατάγεται απο την Ανδρομέδα και οι ανδρομεδιανοί ζουν τουλάχιστον τρεις χιλιάδες χρόνια.

Αυτό φυσικά συμβαίνει στον πλανήτη τους. Εδώ, στον αφιλόξενο αυτό πλανήτη, όπου την έρριξε το ριζικό της, υπάρχει πιθανότητα να μη συμπληρώσει τον προσδόκιμο αυτόν χρόνο ύπαρξης. Αλλά, σκέφτεται, τι να τα κάνει δυο χιλιάδες χρόνια ακόμα -και κάτι ψιλά- εδώ πέρα; Η ανία της έχει κουρελιάσει την ψυχή, αυτό που οι γήϊνοι αποκαλούν «ψυχή», της έχει φέρει άνω κάτω το χρώμα της εικόνας της, δηλαδή.

Οι ανδρομεδιανοί μπορούν απο τη φύση τους να σχηματίζουν όποια εξωτερική εικόνα επιθυμούν. Το απο μέσα τους όμως μοιάζει με χρωματική παλέτα ζωγράφου, της οποίας τα χρώματα επιδρούν στο εξωτερικό περίβλημα. Ετσι, όταν υπάρχει ανία, τα χρώματα γίνονται μουντά και η εξωτερική εικόνα φαίνεται σα μουχλιασμένη. Εδώ και μερικές δεκάδες χρόνια, η μοιραία βαρώνη έπαψε να επιμελείται την εξωτερική της εικόνα, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής της πλήξης. Ετσι, κατάντησε να μοιάζει με γήϊνη πενηντάρα και βάλε.

Αυτη η εικόνα έχει και τα πλεονεκτήματά της. Τη γλυτώνει απο επίδοξους εραστές και πολυθρήνητους έρωτες. Ο έρωτας υπήρξε μια μόνιμη πηγή πίκρας για την αφεντιά της. Οχι πως δεν τον χάρηκε, ούτε πως δεν της αρέσει αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι. Απλώς, άρχισε να το βρίσκει κουραστικό μετά τις εκατονεβδομηνταπέντε γέννες. Ναι, απέκτησε εκατονεβδομηνταπέντε παιδιά κατά τη διάρκεια της παραμονής της εδώ πέρα, στη Γη. Καρποί μεγάλων ερώτων όλα τους. Ενενήντα κόρες και ογδονταπέντε γιούς απέκτησε η μοιραία βαρώνη, συν εξακόσια τριανταεφτά εγγόνια, συν χίλια οκτακόσια τρία δισέγγονα, συν τριακοσιαοχτώ τρισέγγονα, συν εκατό τετρασέγγονα, συν... συν... Που να κάθεται να λογαριάζει τώρα! Μια μικρή πολιτεία ολόκληρη απογόνους γέννησε ως τα σήμερα. Κι ακόμα θα μπορούσε να γεννοβολά, αν το επιθυμούσε. Δεν το επιθυμεί όμως, τουλάχιστον αυτό δεν είναι στις άμεσες προτεραιότητές της. Μπάστα!

Την κουράζει πολύ να σκέφτεται πόσα παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, τρισέγγονα και βάλε, έχει θάψει, μια και το ανδρομεδιανό γονίδιο είναι λιγώτερο ισχυρό απο το πρωτόγονο γήϊνο, το οποίο τελικά επικρατεί. Βαρύ να μένει κανείς μόνος. Πόσο νοσταλγεί την πατρίδα της ώρες ώρες! Πόσο θα ήθελε να ξαναδεί το απέριττο σπίτι όπου έκανε τα πρώτα της βήματα, εκεί, στο γαλάζιο λιβάδι με τις μωβ κορομηλιές. Αυτό όμως, το γνωρίζει καλά, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, μέχρι να αφήσει την τελευταία της πνοή δε θα ξαναβρεθεί στον αγαπημένο της τόπο.

Σήμερα, εκεί που στέκει, μπροστά στην κουρτίνα αναπολεί τους έρωτές της. Εκείνους που σφράγισαν τη μοίρα της, καθώς και εκείνους στους οποίους έθεσε τη μοιραία της σφραγίδα. Η μοιραία βαρώνη είχε το γνώρισμα της φυλής των ανδρομεδιανών και ερωτευόταν τους άνδρες δυο δυο. Το δυστύχημα είναι ότι διάλεγε τελικά τον πλέον ακατάλληλο, εκείνον που θα την πονούσε και θα τη βασάνιζε περισσότερο.

Στον πλανήτη της αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο, αλλά για τη Γη σήμαινε κάτι φριχτό και ανήθικο να ερωτεύεται και να λαμβάνει μια γυναίκα περισσότερους από έναν άνδρα. Ακολουθούσε τη φύση της βεβαίως, αλλά ήταν υποχρεωμένη να το πράττει κρυφίως. Το ζήτημα γινόταν ασφυκτικά δεινό για τη βαρώνη, όταν έπρεπε αναγκαστικά να διαλέξει έναν μονάχα ως σύζυγο, έτσι ώστε να τακτοποιούνται τα παιδιά, τα περιουσιακά, και άλλα τυπικά τα οποία δεν καταλάβαινε και τόσο.

Σήμερα, εκεί που στέκει μπροστά στην κουρτίνα, ακούει να χτυπούν τη θύρα του μεγάρου που αποτελεί την κατοικία της εδώ και διακόσια χρόνια. Είναι ένα μικρό παλάτι χιλίων οκτακοσίων τετραγωνικών μέτρων, μέσα σε κήπο εκατό στρεμμάτων. Να είναι καλά η ψυχούλα του βαρώνου Πιερ ντε Μπολινιάκ που υπήρξε ο τελευταίος της σύζυγος. Πιερ, που σημαίνει πέτρα, όνομα και πράγμα. Χτυπά λοιπόν το κελλαριστό κουδούνι και όπου νά ’ναι θα της αναγγείλουν τον επισκέπτη. Ο ήχος αυτού του κουδουνιού θυμίζει νερό τρεχούμενο, για τούτο τον έχει βαφτίσει «κελλαριστό». Παλαιότερα, θα αδημονούσε να μάθει ποιος τη θυμήθηκε. Σήμερα, απλώς αδιαφορεί.

Ο μπάτλερ παραμερίζει απαλά τη μωβ μεταπλαστική κουρτίνα, η οποία χωρίζει το μεγάλο σαλόνι απο τον προθάλαμο, και αναγγέλει με την απρόσωπη φωνή του:

- Η Αυτού Εξοχότης ο Πρόεδρος Πασών Των Βρωσιών!

- Να περάσει.

Απαντά με το γνωστό της φλέγμα η Βαρώνη, φέρνοντας στο νου τις χώρες εκατέρωθεν του παλιού Ατλαντικού, που σήμερα ονομάζονται Βρωσίες χώρες. Ο Πρόεδρός τους, παλαιός της φίλος και παρατρίχα εραστής, είναι γνωστός για το προοδευτικό του πνεύμα και τη μανία του για τις επιστήμες και το σκάκι. Απλώνει τα χέρια και τον υποδέχεται με ένα χαμόγελο αστραφτερό.

- Μπους-τζούνιορ, αγόρι μου!

Δηλώνει την ευχάριστη έκπληξη που την κατέχει τώρα. Η μουρτζουφλιά χάθηκε απο το πρόσωπο της βαρώνης ως δια μαγείας. Ο Μπους-τζούνιορ τρέχει σχεδόν προς την ανοιχτή αγκαλιά -όσο του επιτρέπουν τα ογδόντα του χρόνια να τρέξει. Αγκαλιάζονται περιπαθώς με υπόκρουση τον κούφιο βήχα του μπάτλερ, ο οποίος περιμένει κάποια παραγγελία πριν αποσυρθεί.

- Φέρε μας το αγαπημένο πορτό του Προέδρου, Τζούτζι, αγόρι μου!

Προστάζει χαριτωμένα η μοιραία βαρώνη το μπάτλερ, που πλησιάζει με τη μποτίλια του αγνού πορτογαλικού ποτού σε ένα δίσκο απο τιτάνιο. Ποτήρια υπάρχουν άφθονα στο μικρό σερβάν, ο Τζούτζι δε θα ασχοληθεί με το σερβίρισμα του ποτού, επειδή η βαρώνη επιθυμεί να περιποιείται μόνη τους ακριβούς επισκέπτες της.

Μετά τους εναγκαλισμούς και τους ασπασμούς, κάθονται στο φαρδύ καναπέ και η βαρώνη ρωτά με αγωνία:

- Λοιπόν, τα νέα σου!

- Ετοιμάζω κάτι που θα σας ευχαριστήσει αγαπητή μου Τσούλα!

Ο Πρόεδρος διατηρεί μια ευγενική συμπεριφορά, η οποία περιλαμβάνει τον πληθυντικό αριθμό μαζί με το χαϊδευτικό της βαρώνης. Εκείνη είναι περισσότερο αυθόρμητη, χαρακτηριστικό και αυτό της φυλής των ανδρομεδιανών.

- Τι είναι αυτό; Πείτε μου, πείτε μου, μη με κρατάτε σε αγωνία...

- Μια υπερσυμπαντική πτήση! Αυτό είναι το σπουδαιότερο νέο μου. Πιστεύω ότι θα σας συγκινήσει...

- Μόνο να με συγκινήσει; Μα τι λες Μπουσίνο μου; Εν-θου-σι-ά-στη-κα!!! Για Ανδρομέδα υποθέτω...

- Ναι, η Ανδρομέδα περιλαμβάνεται στο φιλόδοξο σχέδιο της επιστημονικής ομάδας, άλλωστε σας επισκέφθηκα για τον λόγο τούτον.. ΚΑΙ για τούτον δηλαδή...

- Καλά καλά... άσε τις περικοκλάδες τώρα και... Πες μου! Πες μου, τι μπορώ να κάνω; Μπορώ να ταξιδέψω μαζί με το πλήρωμα; Ναι;

Εκλιπαρεί μια καταφατική απάντηση τρέμοντας σύγκορμη η μοιραία βαρώνη, που σιγά σιγά ανακτά την κεκαλυμένη της ομορφιά και λάμψη.

- Θα ήθελα να σας παρακαλέσω για τούτο αγαπητή Τσούλα...

..σιγομουρμουρίζει ο Πρόεδρος, συνεχίζοντας δυνατά:

- Αλλά με προλάβατε! Πάντα προβλεπτική! Να φιλήσω το χέρι σας!

Απλώνει η ωραία -και πάλι- βαρώνη το γαντοφορεμένο της δεξί προς τα χείλη του Προέδρου, σκεπτόμενη να πάψει να δείχνει τόσον ενθουσιασμό τώρα που έχουν την απόλυτη ανάγκη της.

- Αφήστε τα αυτά Μπουσίνο μου. Πείτε μου καλύτερα πότε και πώς. Το πότε με ενδιαφέρει περισσότερο φυσικά.

- Σε δέκα ημέρες αγαπητή Τσουλίτσα, σε δέκα μέρες ακριβώς ξεκινά το συμπαντότρενο Βεζούβιος απο το Σαλέρνο της Νοτιανατολικής Βρωσίας. Θα είστε η επίτιμος καλεσμένη μας.

-Καλεσμένη ΣΑΣ; Θα ταξιδέψεις κι εσύ Μπουσίνο; Στην ηλικία σου;

- Τι έχει η ηλικία μου παρακαλώ; Γαμώ καθημερινώς, αν ενθυμείστε, και επιτυχώς βεβαίως βεβαίως...

Αφήνει ένα τρελλό γελάκι η βαρώνη κρύβοντας αυτό που ήξερε καλά, ότι δηλαδή ο Μπουσίνος της είχε μια τσουτσουνίτσα σα μπάμια μαραμένη, πράγμα για το οποίον είχε αρνηθεί την ερωτική του προσφορά πριν κάποιες δεκάδες χρόνια. Πάντα όμως έκανε πως τάχα πιστεύει στη φοβερή του αρρενωπότητα για να μη τον στενοχωρεί.

- Ε, καλά τώρα, το ξέρετε πως σας πειράζω.. κακό είναι;

Λέει η ωραία βαρώνη, μη τυχόν χάσει την ευκαιρία να ξαναβρεθεί στην πατρίδα της.

- Να με πειράζετε αγαπητή μου, να με πειράζετε.. άλλωστε μονάχα σε σας το επιτρέπω κάτι τέτοιο. Λοιπόν; Θα έρθετε; Να υπολογίζω στη συμμετοχή σας; Στις γνώσεις σας περί του γλωσσικού ιδιώματος των ανδρομεδιανών...

- Φυσικά, φυσικά θα έρθω. Τζούτζι! Ετοίμασε τα ωραία μου κολάρα και την πράσινη στολη! Και τα μωβ σανδάλια!

Στρέφει το βλέμμα προς τον Πρόεδρο και συμπληρώνει:

- Ελπίζω να μη ξεχάσατε τα κολάρα, έτσι; Είναι απαραίτητα για την επίσκεψη στην Ανδρομέδα. Χωρίς κολάρο μπορεί να βρεθεί κανείς στις Ασφόδελες πλαγιές, το χειρότερο τόπο εξορίας που υπάρχει στο σύμπαν.

- Ναι, αγαπητή μου, οπωσδήποτε, έχω δώσει εντολή.. Το δικό μου είναι ένα βαθύ μπλε.. το ωραιότερο και το μεγαλύτερο ξέρετε...

- Δεν αμφιβάλλω.. ποτέ δεν αμφέβαλλα για σένα Μπουσίνο άλλωστε. Για τη νοημοσύνη σου δηλαδή.

Προσθέτει με νόημα, κλείνοντά του το μάτι, κάτι που ο Πρόεδρος εκλαμβάνει ως κολακευτικό για το πρόσωπό του.

Αφού ήπιαν το υπέροχο πορτογαλικό ποτό, το ονομαστό πορτό, που είχε διατηρήσει την ονομασία του στο βάθος των αιώνων και το παρήγγελε κάθε χρόνο κατευθείαν στον προμηθευτή της στη Λισαγκόμα, σηκώνονται και προχωρούν προς τη μεταπλαστική κουρτίνα μαζί. Η ωραία πλέον βαρώνη θέλει να ξεπροβοδίσει η ίδια τον εκλεκτό επισκέπτη μέχρι την πύλη του αρχοντικού της. Χρειάζεται καλόπιασμα ο γερο-ξεκούτης και η βαρώνη γνωρίζει καλά το κουμπί του. Οσο δε νευριάζει, φαίνεται να είναι ο καλύτερος των ανθρώπων. Βάρδα μη του πάει κανείς κόντρα! Δεν τό ’χει σε τίποτα να τον κάνει σκόνη κι αυτόν και ολόκληρη τη χώρα του.

Οταν έφυγε ο επισκέπτης, η ωραία βαρώνη Τσούλα ή Τσουλίτσα -για τους στενούς φίλους μόνο- και Τσουλάρα ντε Μπολινιάκ για τους ξένους, βγάζει ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. Επιτέλους! Θα πάει στην πατρίδα της! Η ιδέα και μόνο πως θα βρεθεί στο γνωστό της περιβάλλον, όπου θα μπορεί να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις επιταγές της φύσης της και τις συνήθειες της φυλής της, διεγείρει τόσο τη φαντασία της που αρπάζει τον καημένο το Τζούτζι, το μπάτλερ, και τον ξαπλώνει πάνω στο μικρό σερβάν με τα ποτήρια, λες και είναι ο τελευταίος άνδρας στον κόσμο. Ξεκουμπώνει βιαστικά το στενό του μαύρο παντελόνι και το καυλάκι του της φαντάζει ως το ωραιότερο καυλί της οικουμένης.

- Μα.. εξοχωτάτη.. τα ποτήρια...

Ψελλίζει ο Τζούτζι.

- Στο διάλο τα ποτήρια! Ποιος τα γαμεί!

Λέει η βαρώνη και, δίνοντας μια σπρωξιά με το αριστερό της γαντοφορεμένο χέρι, τα πετάει όλα στο πάτωμα, όπου θρυψαλιάζονται θορυβωδώς. Μετά, ως μαινάδα, σκαρφαλώνει στην παρακείμενη καρέκλα και απο εκεί απλώνει το πόδι της το δεξί και στρογγυλοκάθεται επάνω στον ατυχή μπάτλερ. Ο Τζούτζι δεν ήταν ποτέ σπουδαίος γαμιάς, δεν γαμούσε γυναίκες, προτιμούσε τους νεαρούς ιπποκόμους ως επι το πλείστον -τουλάχιστον μέχρι τώρα. Βάζει όμως τα δυνατά του να ικανοποιήσει την αφεντικίνα του, μη βρεθεί και άνεργος, και τα καταφέρνει αρκετά καλά, όπως αποδεικνύουν οι σπαρακτικές οιμωγές της βαρώνης. Τον βοήθησε αρκετά βεβαίως και η απέχθειά του προς το γυναικείο φύλο, ώστε να καθυστερήσει την εκσπερμάτισή του προς μεγάλη χαρά της βαρώνης, η οποία εκφράζεται ευμενώς:

- Τι θησαυρό είχα στο σπίτι μου τόσον καιρό και δεν το εγνώριζα!

Κάνει η βαρώνη το κομπλιμάν στον μπάτλερ, ενώ εκείνος σκέφτεται απο μέσα του «ευτυχώς που φεύγει η πουτάνα σε λίγες μέρες» χαμογελώντας της μυστηριωδώς:

- Ο,τι πείτε κυρία βαρώνη. Πάω όμως τώρα να ετοιμάσω τα μπαγκάζια σας.

Βγαίνει απο το μεγάλο σαλόνι μαζεύοντας τα βρακιά του σχεδόν τρέχοντας και τρέμοντας απο θυμό, τον οποίο, όπως όλοι οι υποτελείς, ξέρει να κρύβει πολύ καλά.

Η ωραία βαρώνη, μετά το σεξουαλικό της απεριτίφ, αποσύρεται στα δώματά της για να περιποιηθεί την καλλονή της, η οποία έχει αρχίσει να κάνει την αστραφτερή επανεμφάνισή της. Ανοίγει διάπλατα την μεταπλαστική κουρτίνα, η οποία καλύπτει ένα καθρέπτη τεραστίων διαστάσεων, και κοιτάζει προσεκτικά τον εαυτό της. Η εικόνα που αντιγυρίζει ο καθρέπτης, δεν είναι και τόσον της αρεσκείας της. Πολύ έχει παχύνει τελευταίως. Προλαβαίνει άραγε να δώσει στη σιλουέττα της μια εμφάνιση αρκετά ανεκτή μέσα σε δέκα ημέρες; Αναρωτιέται πατώντας το πλήκτρο σύνδεσης με την προσωπική της διαιτολόγο:

- Ελα χρυσή μου, τι κάνεις;

- Ω, τι ευχάριστη έκπληξη! Εσείς κυρία βαρώνη; Χρόνια και ζαμάνια...

Απαντά η διαιτολόγος Νίτσα, η οποία είχε σπουδάσει διαιτολόγος και μασέζ χάρη στη γενναιοδωρία της βαρώνης ντε Μπολινιάκ.

- Ναι, εγώ καλό μου κορίτσι. Θέλω να με συμβουλεύσεις τι να κάνω ώστε να βρω τον εαυτό μου σε δέκα ημέρες.

- Δέκα ημέρες; Δε γίνεται δεκαπέντε τουλάχιστον;

- Δυστυχώς όχι Νίτσα μου! Νίτσα μου, φεύγω για Ανδρομέδα σε δέκα ημέρες ακριβώς.

Τονίζει η βαρώνη με στόμφο, χωρίς να αφήνει την παραμικρή αμφιβολία.

- Ερχομαι αμέσως τότε.

Λέει η διαιτολόγος κλείνοντας τον υπολογιστή της. Παίρνει ένα μικρό βαλιτσάκι και ξεκινά με το άκτιβ-τρέϊλερ για το βαρωνέϊκο. Η βαρώνη εντωμεταξύ, μπαίνει για ένα μπανάκι στη μικρή πισίνα του λουτρού της. Δεν έχει κρατήσει πολύ υπηρετικό προσωπικό για λόγους οικονομίας -πόσα χρόνια πια θα κρατούσαν τα χρήματα του ντε Μπολινιάκ; Ετσι, έχει μονάχα το μπάτλερ, τη μαγείρισσα, δυο καμαριέρες και δυο ιπποκόμους. Τα πλέον απαραίτητα πρόσωπα δηλαδή για να φέρνουν βόλτα το αρχοντικό της. Η Νίτσα ήταν παλαιότερα εσωτερική, τώρα όμως, αφού την απέλυσε η βαρώνη δίνοντάς της μια γερή αποζημίωση, διατηρεί δικό της εργαστήριο διαιτολογίας, όπου παρασκευάζει και διάφορα μαντζούνια για ειδικές περιπτώσεις -καλή ώρα σαν και τούτη. Εχει μείνει ανύπανδρη, μεγαλοπιάνεται κιόλας βλέπετε, και η εικόνα της έχει παραμείνει αρκετά φρέσκια για τα εβδομηντατόσα χρονάκια που κουβαλά στην πλάτη της. Ούτε σαράντα δε φαίνεται. Είναι μια ζωντανή διαφήμιση της εργασίας της.


(συνεχίζεται)

2 Αυγ 2006

θα παίζω TETRIS






Θα παίζω TETRIS.
Ωσπου να 'ρθείς θα παίζω TETRIS.
Θα στραβωθώ να παίζω TETRIS.
Ανάθεμα στους γιαπωνέζους που το βγάλανε!
Αναθεματισμένο TETRIS!
ή μήπως και δεν είναι γιαπωνέζικο;

Εξω φεγγάρια, έρωτες, αστέρια,
μέσα, παρέα μου το TETRIS.
Στην μέσα κάμαρη κλεισμένη,
ώσπου να 'ρθείς θα παίζω TETRIS.
Είναι πράγματι γιαπωνέζικο το TETRIS;
Ανάθεμα τη στραβωμάρα μου, ανάθεμα!

Θα παίζω TETRIS.




--------------
2/8/2005 7:28:33 πμ

1 Αυγ 2006

Ο εραστής της παγωμένης λίμνης


Κάθε βδομάδα,
ο εραστής μου περνούσε μια παγωμένη λίμνη
για να με συναντά στην καλύβα μου.
Του είχα έτοιμα ζεστά ροφήματα
σε σκοτεινόχρωμα κεραμεικά δοχεία.
Το αναμμένο τζάκι έπιανε τον ένα τοίχο.
Του έβαζα να πιεί,
αφού τα ρούχα του στέγνωναν κι αυτός γυμνός
στο πάτωμα της καλύβας,
μισογερμένος στα μιντέρια τα δερματοντυμένα
με προβιές και λυκοτόμαρα.
Επινε και του χόρευα
-ανεμισμένα πέπλα, φευγαλέα-
ώσπου έπεφτα χωρίς άλλη δύναμη στο πλάι του.
Ο εραστής μου τότε σηκωνόταν,
σκάλιζε το τζάκι,
πρόσθετε κούτσουρα μη λείψει η φωτιά,
με σέρβιρε μετά τίλιο με αλτέα να χαλαρώσω,
και ταξίδευε το κορμί μου.
Μόλις ξημέρωνε,
έριχνε ένα ξύλο ακόμα στη χόβολη ν' αρπάξει,
φορούσε τα ρούχα του κι έφευγε
να περάσει τη λίμνη να πάει στα μέρη του.
Με τον καιρό, στη λίμνη έλιωνε ο πάγος,
τόσο ήταν καφτός ο εραστής μου.
Οταν η λίμνη ξεπάγωσε εντελώς,
και του ήταν πολύ εύκολο να με βρίσκει,
ο εραστής μου δεν ξαναήρθε.
Νοίκιασα ζώα να κουβαλούν πάγο,
να φέρνουν στη λίμνη, να τη γεμίζουν.
Εκανα προσευχή στον καιρό,
να ρίξει χιόνια πολλά, να παγώσει ο τόπος.
Τόσο πολύ τον ήθελα!
Ο καιρός με άκουσε, όλα πάγωσαν,
η λίμνη ποτέ δεν ήταν τόσο παγωμένη.
Ετοίμασα σερμπέτια, άναψα το τζάκι,
έστρωσα τα μιντέρια, προβάρησα νέους χορούς,
αλλά ο εραστής μου δεν ξαναφάνηκε.
Αποφάσισα να φύγω απο το κρύο.
Πήγα στην έρημο που βράζει την πέτρα,
έστησα μια σκηνή και περίμενα.
Μια μέρα, εκείνος ήρθε,
κουβαλώντας τη δροσιά του.


--------------------------
(30-07-2005)
Συλλογή "σημαδεύω έρωτες για να μείνουν ζωντανοί"