4 Φεβ 2009

Η ΦΛΟΡΕΝΙΑ ΜΕ ΤΗ ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ

(Παραμύθι ή σχέδιο για σενάριο ή θεατρικό έργο)




Κάποτε, σε μιά χλωμή χώρα, όπου όλα ήταν κιτρινισμένα, απ’ τον ουρανό μέχρι τα δέντρα και τα λουλούδια, τις λίμνες και τα ποτάμια, τη θάλασσα και τα χλωμά πρόσωπα των ανθρώπων, σε ένα μικρό κι ασήμαντο χωριουδάκι, ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι. Το κοριτσάκι αυτό ειχε βρεθεί μοναχούλι του, χωρίς μαμά και μπαμπά και χωρίς αδερφάκια και δεν θυμόταν τίποτα από το παρελθόν του, δεν έβρισκε κανένα σχήμα να το χωρέσει. Θυμόταν μονάχα πως ήταν ένα παρελθόν δύσκολο και ήθελε με κάθε τρόπο να ξεφύγει από αυτό. Ετσι, όταν βρέθηκαν μπροστά του δυο καλοί άνθρωποι, άπλωσε επάνω τους το βλέμμα γεμάτο με τη φλόγα της ελπίδας και τους τράβηξε κοντά.


Οι καλοί άνθρωποι το λάτρεψαν μονομιάς το κοριτσάκι, το πήραν μαζί κι έγιναν μια οικογένεια: Ο μπαμπάς, η μαμά και η μικρούλα Φλορένια. Αυτό το όνομα έδωσαν στο κοριτσάκι που έγινε η αγαπημένη τους κορούλα, επειδή έφερε στη ζωή τους το άρωμα της αγάπης και της ελπίδας, το άρωμα των δυο αυτών λουλουδιών που βοηθούν τους ανθρώπους να ζουν όμορφα και να χαίρονται τη ζωή τους.

Κάποτε όμως, η ελπίδα άρχισε να ξαναχάνεται από τον κόσμο και η Φλορένια, που είχε γίνει πια μια μικρή όμορφη κοπέλα, ξεκίνησε να την ψάχνει κι έφτασε ψάχνοντας σε ένα μικρό χωριό. Στη μέση της πλατείας του μικρού χωριού βρισκόταν ένα μαγαζάκι με μιά μεγάλη ταμπέλλα που έγραφε με ξεθωριασμένα γράμματα:

ΕΔΩ ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ

Η Φλορένια ξεπρόβαλε από ένα στενό δρομάκι, πλησίασε διστακτικά και άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού. Οι μεντεσέδες της έτριξαν μ’ ένα διαπεραστικό ήχο, γιατί ήταν εδώ και πολύ καιρό αχρησιμοποίητη. Μέσα στο μαγαζί, πίσω από ένα σκωροφαγωμένο πρασινωπό πάγκο, κάθονταν ένας γέρος και μιά γριά. Η Φλορένια μίλησε:



- Λίγη ελπίδα, παρακαλώ.
- Λυπάμαι, μόλις μάς τελείωσε.
- Γιατί λυπάστε; Επειδή δεν έχετε να μού δώσετε;
- Οχι, επειδή δεν κρατήσαμε ούτε για μάς.
- Ευχαριστώ, θα πάω αλλού.
- Μή κάνεις τον κόπο κοπελίτσα. Πουθενά δεν πωλείται πλέον.
- Κι όμως. Ελπίζω να βρώ λίγη κάπου.
- Αχ, αν σου περισσεύει, δώσε μας λίγη από τη δική σου.
- Ευχαρίστως. Ελάτε να ψάξουμε μαζί.

Σιγά - σιγά, ένα μικρό πλήθος ακολουθούσε τη Φλορένια που έψαχνε να αγοράσει λίγη ελπίδα. Το περίεργο είναι πως η ίδια δεν είχε καταλάβει ότι όχι μόνο δεν της έλειπε, αλλά είχε τεράστιο απόθεμα, που το μοίραζε απλόχερα σε όσους την ακολουθούσαν.



Αρχισαν να περπατάνε όλοι μαζί, μέρα και νύχτα, μέσα από δάση, πόλεις, λιβάδια και χωριά, χωρίς τροφή, χωρίς ύπνο, χωρίς νερό: Η ελπίδα της Φλορένιας τους έτρεφε.

Μετά από μερικές ημέρες έφτασαν μπροστά σε ένα πανύψηλο τοίχο. Εκεί σταμάτησαν. Ο τοίχος ήταν κάτασπρος, σαν τεράστια παγοκολόνα. Ηταν και παγωμένος. Η Φλορένια ακούμπησε το χεράκι της στο κέντρο του τοίχου, μα το τράβηξε απότομα, μη παγώσει.

- Αχ! Εκανε κατάπληκτη. Ελάτε, φώναξε, ελάτε! Ελάτε, να αχνίσουμε όλοι μαζί με τα χνώτα μας!

Πλησίασαν όλοι κι άρχισαν να αχνίζουν “χού - χού” με τα χνώτα τους, εκεί, στη μέση του τοίχου. Ο τοίχος άρχισε να βαθουλώνει και να στάζει. Στ' αλήθεια, ήταν πραγματικά μιά τεράστια παγοκολόνα!

Οταν άνοιξε μιά μικρή τρύπα, μετά από χιλιάδες καυτές ανάσες, πέρασε από μέσα της η μυρωδιά της Ανοιξης.



Τότε, μόλις οι άνθρωποι μύρισαν την Ανοιξη, συνέχισαν ν’ αχνίζουν τον τοίχο με ξέφρενη χαρά, όλοι μαζί. Τα μάτια τους έλαμψαν, τα πρόσωπά τους στρογγύλεψαν από χαρά, τα χλωμά τους μάγουλα απόχτησαν χρώμα.

Κάποτε, δεν μπορώ να υπολογίσω πότε ακριβώς, άνοιξε ένα μεγάλο πέρασμα στον τοίχο. Η Φλορένια γύρισε, τους κοίταξε όλους προσεκτικά και τους είπε:

- Μέχρι τώρα δουλέψαμε όλοι μαζί για να τρυπήσουμε τον τοίχο. Τώρα, πρέπει να προσέξουμε. Ενας - ένας να περάσουμε, να μη χαλάσουμε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας.

Στάθηκε στο πλάι, επιβλέποντας να μη χαλάσει το άνοιγμα, απ’ όπου περνούσαν όλοι προσεκτικά, ένας - ένας. Μα σιγά - σιγά, το πέρασμα μίκραινε, στένευε.

Η Φλορένια εκλιπαρούσε να συνεχίσουν να το αχνίζουν με τα χνώτα τους περνώντας το, οι άνθρωποι όμως δεν της έδιναν πιά σημασία κι απλώς περνούσαν βιαστικοί για να φτάσουν γρηγορότερα, να αγγίξουν την Ανοιξη. Ευτυχώς, η Φλορένια πρόλαβε να περάσει κι εκείνη, τελευταία.

Αυτό που αντίκρυσε, περνώντας τον τοίχο, ήταν ένα τεράστιο ανθισμένο λιβάδι, όσο έπιανε το μάτι, γεμάτο χαρούμενους ανθρώπους, που χόρευαν και τραγουδούσαν.

Χωρίστηκαν σε ομάδες και άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους. Η Φλορένια έχτισε ένα μικρό μαγαζάκι κι έβαλε μιά μεγάλη ταμπέλλα που έγραφε:

ΕΔΩ ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

Πιστεύω πως θα περάσουν πολλά ευτυχισμένα χρόνια, πριν ξαναχρειαστεί κάποιος σε αυτόν τον τόπο να γυρέψει ελπίδα. Ο καθένας έχει μπόλικη στην ψυχή του. Κι όσο τη μοιράζεται με τους άλλους, όσο τη χαρίζει, η ελπίδα θα περισσεύει.

--------------------------
Κυριακή, Ιανουάριος 04, 2009
Αυτό το παραμυθάκι είναι αφιερωμένο από μένα στη μικρούλα Φλορένια που κατοικεί στο Ναύπλιο με τη μαμά της και το μπαμπά της, με πολλές ευχούλες για μια όμορφη χρονιά γεμάτη χαρά!

-->> Μπορείτε να το ακούσετε ή/και να το κατεβάσετε από εδώ