19 Αυγ 2009

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΩΜΟΛΟΧΙΑΣ

Σκέφτηκα να τοποθετήσω εδώ πέρα μερικές σκέψεις, όπως βάζουμε σε τραπεζικό λογαριασμό τα χρήματά μας, προτείνοντας να τις διαχειριστούμε όλοι μαζί. Η απόδοση των τραπεζικών καταθέσεων είναι σε πτώση αυτή την εποχή, ελπίζω όμως να μη συμβεί το ίδιο και με αυτές τις σκέψεις και να αποδώσουν κάτι τι!

Σκέφτομαι λοιπόν πως η βωμολοχία αναπτύσσεται κυρίως περί τη γενετήσια περιοχή του ανθρώπινου σώματος, καθώς και γύρω από τις πράξεις που σχετίζονται με αυτή. Λέμε (και γράφουμε) κώλος, μουνί, πούτσες μπλε, μουνόπανο, ψωλές, κλπ κλπ, υπονοώντας κάτι βρώμικο γενικώς ή ανάξιο λόγου ή, απλά, αντιαισθητικό.

Επικεντρώνω στη γενετήσια πράξη, χωρίς να θέλω να υποβιβάσω την ηδονή της αφόδευσης, επειδή η αφόδευση θεωρείται απο τους «υβριστές» σχετικά ανώδυνη, όπως π.χ. το συχνό «χέστηκα!»

Λέμε (και γράφουμε) «γαμώ το!», «θα του γαμήσω το σόϊ..», «γάμησέ τα!», «γαμήθηκα στη δουλειά», «φάε μια πούτσα», «να πα να γαμηθείς..» κλπ κλπ, υποβιβάζοντας τη γενετήσια πράξη, που αποτελεί πηγή υψίστης ηδονής, σε φτηνιάρικο υποκατάστατο λεκτικής βίας. Σε κατάσταση έξαλλη, υπο το κράτος υπερβολικού θυμού, οργής, απόγνωσης, ή «εν βρασμώ ψυχής», χρησιμοποιούμε παρόμοιες λέξεις και φράσεις, επιθυμώντας φυσικά να προσβάλλουμε τον «άλλο».

Αυτός ο περίφημος «άλλος» αντιδρά ανάλογα ή και χειρότερα, με κάποια βίαιη πράξη (μαχαίρωμα, μπουνίδια, πιστολίδια) πέρα απο λόγια δηλαδή, και.. γίνεται το «κακό»! Λέμε (και γράφουμε) μετά πως «έφταιγε η κακιά ώρα» ή ότι «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει», υπονοώντας το μερίδιο ευθύνης του θύματος στο δικό του χαμό, δικαιώνοντας συχνά τον θύτη.

Τα τελευταία χρόνια η νέα γενιά, με τη σοφία που τη διακρίνει, τείνει να αντιστρέψει, υγειώς φερόμενη, όλα αυτά τα γενετήσια μπινελίκια. Η εξοικείωση με το γυμνό σώμα και η έκθεση στο μάτι των περαστικών όλων των «καλουδιών» που αναρτούν συστηματικά τα περίπτερα, μάλλον έχουν συνεισφέρει σε αυτό το φαινόμενο της απομυθοποίησης.
Η μικρούλα φράση που, επιδιώκοντας την αναγόρευση του «άλλου» σε ήρωα, χρησιμοποιείται κατά κόρον σήμερα είναι η: «μάγκα μου, είσαι και γαμώ!» Σιγά σιγά και σταθερά (βάρδα μη μας πέσει καμμιά πουριτανική λαγνοφοβία εκ δυσμών, όπως ενέσκηψε πρόσφατα η τρομολαγνεία) προχωρούμε προς την πλήρη απομυθοποίηση των δήθεν βωμολοχιών.

Θα μας τελειώσει ο Αριστοφάνης; Δε θα είμαστε ικανοί να αναγνωρίζουμε στο μέλλον τα «χοντρά» του αστεία; Θα σταματήσει ο Τύρναβος τα τρελλά του πεοστόλιστα αποκριάτικα έθιμα; Δε γνωρίζω τι θα γίνει... Σκέφτομαι πάντως στα σοβαρά, πόσο ενδιαφέρον θα ήταν αν μεθαύριο μας βρίσει κάποιος (εποχούμενος ή μη) με τη γνωστή φράση «να πα να γαμηθείς!», να απαντήσουμε χαμογελαστά «ευχαριστώ πολύ!»

Ενα ανατρεπτικό παράδειγμα έφερα και προτείνω την ευρεία εφαρμογή του! ΟΧΙ!! Δε θα μας τρελλάνουν!

Θέλω να σημειώσω πως καλό θα ήταν, να φροντίσουμε ώστε να αφήνουμε τα παιδιά μας να εκφράζονται ελεύθερα κατά την νηπιακή περίοδο -όπου η βωμολοχία είναι στο φόρτε της- ώστε να μη τους μείνουν κατάλοιπα για μελλοντικές ηλικίες και να μη περιμένουν να ξεστραβωθούν -πολύ αργότερα- μελετώντας Εμπειρίκο...

________________________
Σχόλιο του gall0ws_Bird -->>

Εχω την εντύπωση –όπως νομίζω είπε κι ο Μαλαρμέ– ότι έχουμε ξεχάσει ότι η ποίηση, ότι η λογοτεχνία γίνεται με λέξεις κι όχι με ιδέες. Κι ακόμα πως οι λέξεις έχουν τόσο πια χάσει το νόημά τους, που ανοίγεις ένα βιβλίο κι είναι λες και σκύβεις πάνω από μια χλιαρή μουνόσουπα. Τίποτα δεν σημαίνει τίποτα.

Ομως υπάρχουν ακόμα δυο τρεις λέξεις που μπορούν να κεντρίσουν την προσοχή του αναγνώστη, να τον πείσουν ότι όντως διαβάζει, όχι ότι απλά κοιτάει. Λέξεις που προφορικά περνούν απαρατήρητες και που αποκτούν στο χαρτί ομορφιά και δύναμη. Λέξεις μουνιά. Κι αν οι ίδιες αυτές λέξεις μπορούν να εγείρουν κανα δυο αντιδράσεις... ε, ίσως δεν μας έχει ολότελα καταχτήσει ο παχυδερμισμός των ημερών και ίσως μπορούμε να λέμε τριγύρω ότι έχουμε ένα μικρό κατάλοιπο ενεργητικότητας. Εξάλλου, για να παραποιήσω μια παροιμία της κολάσεως, if others had not been prudish, we should be so.

Η συνειδητή χρήση των βωμολοχιών στο γράψιμο δε συνιστά μονάχα περιφρόνηση της γενετήσιας πράξης: είναι κυρίως μια καλλιέπεια που βαριέται τον εαυτό της. Αυτό είναι σχεδόν αστείο. Κι αν οδεύουμε προς κάποια απομυθοποίηση των βωμολοχιών τότε την έχουμε –με συγχωρείτε– πουτσίσει. Γιατί ακόμα λιγότερα πράγματα θα μας προξενούν κατάπληξη, αηδία κι ότι άλλο προϋποθέτει ένα μικρό κατάλοιπο ενεργητικότητας.

Μπράβο στην Μ. Ρ. που ασχολήθηκε με το θέμα.

το κείμενο πρωτοανέβηκε εδώ: http://www.kivernologotexnia.com/modules.php?name=News&file=article&sid=118

καθώς και στις 01-08-2003 στο φόρουμ του http://www.flytoistros.com/modules.php?op=modload&name=Forum&file=viewtopic&topic=61&forum=38

όπου το σχόλιο από τον autopoet -->>

Για τη σεξιστική γλώσσα

Χαίρομαι που μια γυναίκα συγγραφέας προσπαθεί να ξαναδιαβάζει με νέο τρόπο τη σεξιστική γλώσσα των αντρών, αλλά και που παράλληλα αντιδρά έτσι απέναντι στην επίδειξη αντρικού αυταρχισμού και ανταγωνισμού που τον τελευταίο καιρό διαχέεται στον Ίστρο. Οφείλουμε στη δεύτερη γενιά του φεμινισμού, εκείνη στην οποία ανήκουν θεωρητικοί όπως η Λους Ιρίγκερε και η Τζούλια Κρίστεβα, την ανακάλυψη πως στη γλώσσα υπάρχει μια έντονη υποδήλωση του φύλου. Τέτοιες έρευνες συγκρότησαν τους πρόσφατους γλωσσολογικούς κλάδους της κοινωνιογλωσσολογίας και κυρίως της κοινωνιολογίας της γλώσσας. Έτσι, ενώ ο Ρολάν Μπαρτ θα ξεκινήσει στο «Βαθμό Μηδέν τη Γραφής» να συνδέσει την επανάσταση με τη σεξιστική γλώσσα, σήμερα γνωρίζουμε πως αυτό, στο βαθμό που οι συγκεκριμένες λέξεις αφορούν την επίδειξη του φύλου μέσω μιας συγκεκριμένης αξιολογίας σειράς λέξεων, θεωρούνται φαλλοκεντρικές και φαλλοκρατικές, ρατσιστικές απέναντι σε σεξουαλικές μειονότητες, αντιφεμινιστικές, πατριαρχικές και σεξιστικές, δηλαδή κάθε άλλο παρά επαναστατικές.

Η σεξιστική ύβρις συγκροτείται από λέξεις που προέρχονται από άντρες προκειμένου να επιδεικνύουν το φύλο τους και τη σεξουαλική τους ρώμη απέναντι σε άλλους άντρες, με το πρόσχημα της αναφοράς τους σε άλλα θέματα ή με το πρόσχημα της επαναστατικής γλώσσας. Η επίδειξη του φύλου συνυφαίνεται με την κοινωνική άνοδο στις οικονομικές σχέσεις και στην καθημερινή ζωή, όπου προωθούνται κυρίως άντρες που προτάσσουν με βάρος το φύλο τους. Οι γυναίκες συχνά έχουν αντιδράσει γι’ αυτή την τόσο σεξιστική γλώσσα μέσα στον Ίστρο που έχει δημιουργηθεί για άντρες προκειμένου να επιδείκνύουν τον αντρισμό τους ή τέλος πάντων τη σημασία τους απέναντι στους άλλους. Η λέξη που αναφέρεται στην ικανότητα του γαμέτη και που βέβαια δεν αποτελεί υποτίμηση για μια γυναίκα, είναι υποτιμητική αν σκεφτούμε πως δεν απευθύνεται παρά από άντρες σε άντρες. Όταν ένας άντρας πεί «θα σε γαμήσω» με αυτή τη μεταφορά: α) δηλώνει έμμεσα στους υπόλοιπους πως είναι υπερβολικά άντρας, άρα τη βεβαιότητα γι’ αυτό που είναι, β) δηλώνει πως είναι τόσο σεξουαλικά ενεργός ώστε θα μπορούσε να πράξει σεξουαλικά ακόμη και σε άλλους άντρες υπερισχύοντας επάνω τους σεξουαλικά, γ) δηλώνει ρατσιστικά πως ο άλλος δεν είναι τόσο ή καθόλου άντρας, πως είναι κίβδηλος άντρας, πως είναι γυναικωτός και άρα περιφρονητέος από την κοινωνία των γνήσιων αντρών. Οι σεξιστικές λέξεις, αν και μοιάζουν να βρίσκονται χαμηλά στην αξιολογική κλίμακα, μεταξύ αντρών δεν είναι καθώς δημιουργούν μια εξοικείωση μεταξύ των αντρών, και έναν κοινό μεταξύ των αντρών κώδικα.

Από την άλλη η γλώσσα αυτή δηλώνει έναν αντρισμό κατά βάθος καταπιεσμένο και δεσμευτικό, όπως τόσες γυναίκες θεωρούν ναό κάποιο πολυκατάστημα καλλωπισμού, παγιδευμένες στην εικόνα του πατριαρχικού αντρικού βλέμματος που βλέπει τη γυναίκα ως μετωνυμία, ως αντικείμενο της επιθυμίας. Ακόμη και καθημερινές λέξεις όπως «μαλάκα» αναφέρονται διαρκώς σε μια γλώσσα μεταξύ αντρών, σε αυτό που ονομάστηκε ομοκοινωνικότητα (δηλαδή στο πώς το ίδιο φύλο επικοινωνεί με τους ομοίους του). Η γυναίκα μέσα σε αυτή τη γλώσσα υπάρχει ως «γκόμενα», «μουνάκι», «πιπίνι», ως «ξανθιά», δηλαδή ως ένα αντικείμενο.

Η πατριαρχική γλώσσα είναι σεξιστική, ρατσιστική, απλουστευτική (της αρέσει να βλέπει τα πράγματα με απλότητα), εκλαμβάνει διαρκώς την εναλλακτική φωνή ως ανταγωνιστική. Και όλα αυτά γίνονται ως τέχνασμα, ως άμυνα, για να ενισχύσει την ασφάλειά της. Αναφέρεται διαρκώς σε διαρχίες, από τις οποίες η μία πάντοτε είναι η καλή, ισχυρή και γνήσια, την οποία αντιπροσωπεύει η πατριαρχία, ενώ η άλλη είναι η ασθενής, κακή και κίβδηλη, την οποία απορρίπτει, ξεχνώντας τεχνηέντως πως αυτό που περιθωριοποίησε είναι υπεύθυνο για την ψευδαίσθηση της ταυτότητάς της. Αυτή η τεχνική της διαρχίας συγκροτεί τον ιδεολογικό λόγο, όπως είπε αλλού η Ροδιά, και ονομάστηκε από την αποδόμηση «λογοκεντρισμός».

Η πατριαρχία όμως πληρώνει ακριβά αυτή τη βεβαιότητα στο κείμενό της. Αυτή την ανακάλυψη την οφείλουμε στην αποδόμηση: όσο πιο βέβαιο φαίνεται να δείχνει ένα πατριαρχικό κείμενο, τόσο πιο πολύ, αν το κοιτάξουμε πολύ προσεχτικά, φαίνεται να είναι αντιφατικό σε πολλά σημεία του. Ακριβώς γιατί η απόλαυση συγκρούεται με τις δεσμεύσεις που ασκεί στον εαυτό του ο συγγραφέας στο πεδίο της σημασίας, υποδηλώνοντας με μια κρυφή γλώσσα την καταπίεση κατά τη συγκρότηση του φύλου του, σαν να αφήνει με τη γραφή του κρυφά ανοίγματα εξαερισμού στην καταπίεσή του.

Επανάσταση απέναντι στην πατριαρχική καταπίεση δεν μπορεί να επέλθει με τα μέσα, με τα οποία η πατριαρχία ενισχύεται. Η σεξιστική γλώσσα δεν έχει σκοπό να ανοίξει διάλογο, αλλά να τον σταματήσει και να εκφοβίσει.

Την πιο ενδιαφέρουσα επαναστατική κίνηση που είδα από άντρα το τελευταίο διάστημα, θέλω να το πω κλείνοντας, είναι τα «αλβανικά σχόλια», που αντιπροτείνουν την ανατολική αισθητική τους στη δυτική κοινότυπη αισθητική που περιβρέχει αναπόφευκτα τον Ίστρο, και που προέρχονται φυσικά από κάποιον που η πατριαρχία εκφράστηκε πρόσφατα ρατσιστικά εις βάρος του, για άλλη μια φορά βέβαιη για τον εαυτό της, ακριβώς γιατί δεν κατάλαβε πως η δύναμη του καινούριου βρίσκεται σε ό,τι μέχρι σήμερα θεωρούσε περιθώριο.

http://users.forthnet.gr/ath/e-poetry
___________________________
ΣΗΜ. θυμήθηκα το κείμενο μετά από αυτό το άρθρο που διάβασα εδώ: http://cohen.gr/newsite/index.php?option=com_content&view=article&id=699:2009-08-18-13-38-03&catid=34:middle-east&Itemid=60
ΣΗΜ.2. διέγραψα όσα αναφέρονται σε απόψεις του σχολιαστή για καταστάσεις που επικρατούσαν (κατά τη γνώμη του) στο φόρουμ τότε.