13 Νοε 2009

Το κεφάλι στον αέρα


Κόντευε να τελειώσει το ταξίδι. Η ώρα ήταν κιόλας πέντε το απόγευμα. Ενα χειμωνιάτικο σούρουπο στο τρένο, λίγο μετά τη Λαμία. Το ηλικιωμένο ζευγάρι επέστρεφε απο ένα προσκύνημα στα πατρογονικά εδάφη, κάπου στα βόρεια. Είχαν φύγει νέοι απο τον τόπο τους, μορφώθηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, απόχτησαν εγγόνια, όλα στην ώρα τους. Ο Κυριάκος και η Ζωή, ένα κανονικό ζευγάρι, πότε αγαπημένο και κάποτε συγκρουόμενο. Μια μέρα, είπε εκείνος «βρε γυναίκα, θέλω να δω τα μέρη μας πριν κλείσω τα μάτια», έφτυσε εκείνη στον κόρφο της και «πάψε που ετοιμάζεσαι για τον αγύριστο» του απάντησε, αλλά το ταξίδι έγινε και ήταν πολύ πετυχημένο. Συναντήσεις με χωριανούς, μεγάλη συγκίνηση, κεράσματα στο καφενείο, όλα καταπώς πρέπει, όπως πάντα.

Εμειναν μια βδομάδα ολόκληρη στο χωριό, τριγύρισαν και στις κοντινές εξοχές, αντίκρυσαν τις κορφές των βουνών να ριγούν στο βλέμμα τους, έβρεξαν τους αστραγάλους στα νερά τα παγωμένα του χείμαρρου που είχε κιόλας ξεχειλίσει, όλα καταπώς τα φανταζόντουσαν. Ψώνισαν και λάδι και ξερά δαμάσκηνα και καλαμποκάλευρο και αλεύρι σταρένιο, καθαρό. Σκέφτονταν και συζητούσαν τι θα έφτιανε η Ζωή για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, να δοκιμάσουν γεύσεις ξεχασμένες και αγνές.

Είχαν πιαστεί τόσες ώρες στο βαγόνι -τούκου τούκου, μονοτονία- και βγήκε ο Κυριάκος στο διάδρομο να κάνει ένα τσιγάρο και να ξανακοιτάξει τον ορίζοντα, πέρα μακριά, προς τα μέρη τους. Τα χιλιόμετρα είχαν καταβροχθίσει την απόσταση και τα βουνά του, τα δικά του βουνά, της δικής του πατρίδας, δεν τα διέκρινε πλέον. Ακούμπησε με το αριστερό του χέρι ένα κορδονάκι πάνω από το παράθυρο κι έβγαλε λίγο το κεφάλι έξω, να ξακρύνει καλύτερα.

Ο συρριστικός ήχος του σήματος κινδύνου σηματοδότησε την πτώση του ακέφαλου σώματος που έπεσε σπαράζοντας στη τζαμένια πόρτα του κουπέ. Γέμισε η πόρτα αίματα που ανάβλυζαν σα συντριβάνι. Η Ζωή πρόσεξε το κουστούμι. Ηταν του άντρα της. Ανοιξε την πόρτα και το σώμα γλύστρησε μέσα. Πέρασε απο πάνω του κι έτρεξε στην πόρτα του βαγονιού που ήταν ανοιχτή. Είχε μαζευτεί κόσμος αλλά εκείνη δεν πρόσεξε τίποτε άλλο εκτός απο το κεφάλι του Κυριάκου, που κατρακυλούσε σα μπάλα στα χωράφια. Ετρεξε ξωπίσω του και το άρπαξε σαν καλογυμνασμένος τερματοφύλακας. Κρατώντας το σφιχτά, γύρισε στη θέση της, παρακάμπτοντας τον κόσμο. Το έφερε στο σώμα, το ακίνητο, και προσπαθούσε να το συγκολλήσει.

Οι επιβάτες κι ο ελεγκτής προσπαθούσαν να την αποσπάσουν απο το μακάβριο τρόπαιό της. Μάταια. Το τρένο ξαναξεκίνησε βογγώντας. Η Ζωή έμεινε μόνη στο βαγόνι. Εσφιγγε το άψυχο κεφάλι πάνω στο νεκρό σώμα. Οι άλλοι απέξω, να κοιτάνε. Σε μια ώρα έφτασαν στην Αθήνα. Ηρθε το νοσοκομειακό με φορείο και τραυματιοφορείς. Ηρθε κι ένας γιατρός. Μπήκε στο κουπέ, έδωσε στη γυναίκα δυο χαπάκια και της είπε ότι θα πρόσεχαν, θα έκαναν καλή δουλειά, η επιστήμη κάνει θαύματα σήμερα, και άλλα τέτοια καθησυχαστικά, κι εκείνη να έφευγε, να πήγαινε σπίτι της και να περίμενε ειδοποίηση. Ετσι, έφυγε η Ζωή και πήγε σπίτι να περιμένει τα νέα του Κυριάκου.

Μέσα στην αναμπουμπούλα, ένας αγουροξυπνημένος πετάχτηκε στο διάδρομο παραπονούμενος για την αργοπορία. «Τι έγινε πάλι;» φώναξε, «ποιός μαλάκας τράβηξε το σήμα κινδύνου;» και πήγε να συγυριστεί για να κατέβει.

Ο κύριος που κάπνιζε στο διάδρομο παρέα με τον Κυριάκο, είπε ότι το κεφάλι μάλλον θα κόπηκε απο ένα δέντρο που ξεπρόβαλε άξαφνα, την ίδια στιγμή που εκείνος το έβγαλε από το παράθυρο για να αγναντέψει καλύτερα. «Είδα να ξεπετιούνται αίματα απο το λαιμό, είδα και το σώμα να πέφτει σαν ξερόκλαδο» είπε στην αστυνομία, συμπληρώνοντας «το κεφάλι δεν είδα που πήγε».

Οι υπόλοιποι επιβάτες είπαν «δεν καταλάβαμε τίποτα, μέχρι που είδαμε τη γυναίκα να κρατάει ένα κεφάλι και να τρέχει σαν παλαβή» κι ο ελεγκτής επιβεβαίωσε τα λόγια τους.

«Ποιος τράβηξε το σήμα κινδύνου;» ρώτησε ο αξιωματικός ασφαλείας, όταν πήγαν στο τμήμα οι αυτόπτες μάρτυρες, αλλά δεν πήρε καμμιά απάντηση.

Ενα παιδάκι, που έπαιζε στα χωράφια κοντά στις γραμμές του τρένου, είδε το δυστύχημα. Το βράδυ που γύρισε στο σπίτι του και είπε στη μάνα του «μάνα, σήμερα είδα ένα κεφάλι στον αέρα», εκείνη του απάντησε «αυτά δε γίνονται, σταμάτα τις ονειροφαντασίες και κάτσε να διαβάσεις».