2 Δεκ 2012

Νεκροψία (Ada Negri)

Μαύρε γιατρέ που αχόρταγα κοιτάζεις
το σώμα το νεκρό που σού'χουν φέρει
και το γυμνό μου κρέας κομματιάζεις
μ' ακονισμένο, άπονο μαχαίρι

άκουσε:  ξέρεις τί ήμουν πριν πεθάνω;
Κόψε όσο θέλεις, σκίσε το κορμί μου.
Εδώ, σ' αυτό το μάρμαρο επάνω
θα σου ιστορήσω την παληά ζωή μου.

Στους δρόμους εμεγάλωσα, πατέρα,
αδέρφια, σπίτι, συγγενείς δεν είδα.
Μισόγυμνη, ξυπόλητη, αγέρα
και σύννεφα είχα μόνη μου κοιτίδα.

Δοκίμασα της νύχτας την αγρύπνια,
την προσευχή που λες και πάει χαμένη,
δοκίμασα την κρύα πείνα ξύπνια
κι απελπισιά πικρή, φαρμακωμένη.

Ολους δοκίμασα τους μαύρους κόπους,
της φτώχιας τη ντροπή και τη λαχτάρα.
Και γνώρισα εχθρούς, όχι ανθρώπους,
και τράφηκα με δάκρυ και  τρομάρα.

Μια μέρα  -ήταν η στερνή μου τύχη-
εις του νοσοκομείου ένα κρεββάτι
χύμηξε ένα πουλί με μαύρο νύχι
και το φτερό του μού'κλεισε το μάτι.

Και πέθανα -τ' ακούς;- έτσι μονάχη
σαν σκύλος που ψοφάει μές στο σκουπίδι
χωρίς τ' αυτί μου ένα λόγο νά'χη
για συντροφιά στο μακρυνό ταξίδι.

Για ιδές μαλλιά, για κύτταξε πώς λάμπουν,
μαύρα, πυκνά, μακριά, δεν τά'χε άλλη!
Αφίλητα κι αχάϊδευτα θα νά'μπουν
στης κρύας γης την παγωμένη αγκάλη.

Κύτταξε σώμα λυγερό, παρθένο,
δεν τ'άγγιξε ποτέ του ξένο χέρι,
τώρα την παρθενιά του πεινασμένο
παίρνει το κοφτερό σου το μαχαίρι.

Σκίσε το, κόψτο, κάνε το κομμάτια
ακούραστος και με βουβό το στόμα.
Χόρτασ'  το χέρι,  χόρτασε τα μάτια
στο σώμα αυτό, στο πουλημένο σώμα.

Βάλ' το μαχαίρι σου πιο μέσα ακόμα,
ξερρίζωσ' την καρδιά μου από τα βάθη
και ρώτησ' την το άλαλό  της στόμα
του πόνου το μαρτύριο να σου μάθη.

Ψάξε με, σκάλεψέ με, μη σε νοιάζει,
είμαι σκουπίδι, κρέας πεταμένο.
σκάψε βαθειάμου νά'βρεις πού φωλιάζει
της πείνας το μυστήριο το κρυμμένο.

Μπροστά σου εδώ γυμνή πονώ, στενάζω
-το ξέρεις;- υποφέρω ακόμα, κλαίω.
Με τα γυαλένια μάτια σε κοιτάζω
και δε θα με ξεχάσεις, σού το λέω.

Γιατί απ' τ' αχείλι μου το πικραμένο
βγαίνει στερνή φωνή, στερνή λαχτάρα
κι είναι -τ' ακούς;- ροχαλητό πνιγμένο,
είναι βλαστήμια, ανάθεμα, κατάρα.

_________________________
ΣΗΜ.1. Ποίημα της Ada Negri σε μετάφραση Αγγ. Βλάχου.
Tο αντέγραψα από το τετράδιό μου των Νέων ελληνικών, όπου γράφτηκε στις 4/11/1959. Καθηγητής και Δάσκαλος ζωής ήταν ο αξέχαστος φιλόλογος Ελευθέριος Ζωίδης, που το υπαγόρεψε στην τάξη. Πολλοί γονείς αντέδρασαν δυσμενώς (χαλαρή έκφραση) στην πρωτοβουλία αυτή, αλλά εμείς τα παιδιά σίγουρα κερδίσαμε πολλά από τις συζητήσεις που ακολούθησαν την αναλυτική μελέτη του ποιήματος αυτού.
(διατηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής, εκτός από τους τόνους)
ΣΗΜ.2. Το θυμήθηκα και το έψαξα χάρη σε αυτό το ποστ.

1 σχόλιο:

Rodia είπε...

Μουείχαν κάνει εντύπωση οι φράσεις:

"την προσευχή που λες και πάει χαμένη"

"είμαι σκουπίδι, κρέας πεταμένο"