22 Ιουλ 2014

Μια ανατολίτικη ιστορία σαν παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φτωχό κοριτσάκι, που δεν είχε τίποτα στον κόσμο. Οι κακοί είχαν σφάξει τη μαμά της, το μπαμπά της και όλους τους συγγενείς και δεν είχε σπίτι να μείνει. Τα παλιά τα χρόνια, όταν ο προπροπροπροπάπος της μικρούλας έβοσκε πρόβατα, είχε κάπου ένα καλυβάκι σε ένα μακρινό τόπο, τον τόπο των τσιγγάνων, αλλά τώρα εκεί πέρα κατοικούσαν τσιγγάνοι και το καλυβάκι ούτε που φαινόταν πουθενά. Βρέθηκαν λοιπόν κάτι καλοί άνθρωποι που θέλησαν να βοηθήσουν το καημενούλικο το κοριτσάκι.

Κάνανε ένα μεγάλο συμβούλιο για να δούνε πού να το πάνε και πώς να το βοηθήσουν. Κανένας από αυτούς τους καλούς ανθρώπους όμως δεν το ήθελε να μπερδεύεται ένα μικρό φτωχό παιδάκι στα πόδια του και στις δουλειές του, κι έτσι συμφωνήσανε όλοι μαζί να πάνε να βρούνε το παλιό καλυβάκι του προπροπροπροπάπου του μικρού κοριτσιού. Πήγανε στη μακρινή χώρα των τσιγγάνων και ψάχνανε ψάχνανε αλλά καλυβάκι δεν βρίσκανε. Είπανε λοιπόν στον αρχηγό των τσιγγάνων να φιλοξενήσει εκεί πέρα το κοριτσάκι και να του δώσει λίγο τόπο να χτίσει ένα σπιτάκι κι έτσι κι έγινε.

Γράψανε και κάτι χαρτιά, ότι θα ζούνε αρμονικά με το κοριτσάκι, δεν θα το μαλώνουνε ούτε θα το πειράζουνε, να μεγαλώσει και να δυναμώσει το καημενάκι. Του χτίσανε κι ένα καινούργιο καλυβάκι και φύγανε ήσυχοι πως έπραξαν το καθήκον τους απέναντι σε ένα ανήμπορο παιδάκι. Οι τσιγγάνοι δεν είχανε σύνορα στον τόπο τους και ούτε που σκεφτήκανε να αλλάξουν τις συνήθειές τους, το κοριτσάκι όμως, έτσι ταλαιπωρημένο που ήταν από τη ζωή και τα βάσανά της, σκεφτόταν εντελώς διαφορετικά. Αρχισε να γράφει γράμματα σε όλο τον κόσμο αναζητώντας συγγενείς, μακρινούς και κοντινούς, να έρθουνε να του κάνουν παρέα και να το βοηθήσουν να φυτέψει τη γη γύρω από το καλυβάκι, να ανοίξουνε μαγαζάκια και να κάνουν εμπόριο με ξένους τόπους, ήτανε πολύ ικανό και ευφάνταστο παιδάκι.

Πριν φανεί το μικρό φτωχό κοριτσάκι στα μέρη τους, οι τσιγγάνοι ζούσανε πολύ χαρούμενα, με τα τραγούδια τους και με τους χορούς τους. Δεν δίνανε πολλή σημασία στο χρήμα, ούτε στα πολλά πλούτη. Η γη τους έδινε όλα όσα χρειαζόντουσαν, ψωμί και νερό, είχανε και καμπόσα ζώα και πορευόντουσαν καλά και ήρεμα. Σαν πλακώσανε όμως οι συγγενείς του μικρού κοριτσιού και αρχίσανε να γεννάνε και να μεγαλώνει η οικογένειά του, τα πράγματα στενέψανε κομμάτι. Το κοριτσάκι χρειαζότανε κι άλλο τόπο. Ακόμα, σιχαινόταν αυτούς τους απολίτιστους γύφτους που μένανε γύρω του κι όλο τραγουδούσαν και χορεύανε. Προτιμούσε τους καλοπλυμένους και μοσχομυριστούς συγγενείς του, που ήτανε και μορφωμένοι -τρομάρα τους.

Οι συγγενείς πάλι, όλο βάζανε λόγια και φουσκώναν τα μυαλά του κοριτσιού που σιγά σιγά μεγάλωνε και γινόταν μια όμορφη γυναίκα. "Πρόσεχε" της λέγανε, "μη σε στριμώξει κανας τσιγγαναράς καμια νύχτα και σου πάρει ό,τι πολυτιμότερο έχεις". "Μα έχω χαρτιά" έλεγ' η κοπέλα, "γράφουν πως δεν θα με πειράξει κανείς", οι συγγενείς όμως τίποτα δεν ακούγανε κι όλο βάζανε φιτίλια. Με το πες πες, η κοπέλα άρχισε να διώχνει τους τσιγγάνους γείτονές της από τα σπίτια τους με διάφορα προσχήματα. Πότε της έφταιγε τό 'να και πότε τ' άλλο, τους έβαζε τρικλοποδιές στο δρόμο απ' όπου περνούσαν αμέριμνοι και πέφταν και τσακιζόντουσαν, έστελνε φίδια τα βράδια στα σπίτια τους, φοβέριζε τα παιδιά τους, εμπόδιζε ν' ανοίγουν τα μαγαζάκια τους, τους έκανε τη ζωή δύσκολη με λίγα λόγια.

Οι τσιγγάνοι βλαστημάγανε την ώρα και τη στιγμή που δεχτήκανε να υπογράψουν τα χαρτιά των καλών κυρίων του συμβουλίου και ψάχνανε τρόπο να περιορίσουν την αχάριστη μικρά. Ζητήσανε σε πρώτη φάση από τους κυρίους να εμποδίσουν τους συγγενείς να έρχονται, ο τόπος δεν τους χωρούσε, αλλά οι καλοί κύριοι κάναν πως δεν ακούγανε. Ετσι περνούσε ο καιρός μέχρι την ώρα που η κοπελιά έβγαλε ένα φετφά πως απαγορεύεται να εμπορεύονται οι τσιγγάνοι στον τόπο της και έβαλε και όρια σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από τα συμφωνημένα όρια του καλυβιού που της είχε παραχωρηθεί. Ταυτόχρονα, κατασκόπευε με τέχνη τους τσιγγάνους και μάθαινε όλα τους τα σχέδια.

Εμαθε έτσι ότι οι τσιγγάνοι ψάχνανε βοήθεια από κάτι γειτονικές χώρες για να περιορίσουν τη δράση της πονηρής κοπέλας και να τη βάλουν στα συμφωνημένα όριά της. Βρήκανε μια γειτονική χώρα όπου κατοικούσαν τσιγγάνοι από συγγενική φυλή και κάναν συμφωνία να τους βοηθήσει σε ώρα ανάγκης. Οι γείτονες, τσιγγάνοι κι αυτοί, το μυαλό τους το είχανε περισσότερο στα γλέντια παρά στους τσαμπουκάδες, αλλά είχανε όπλα σύγχρονα και πολλά και μπορούσαν να τρομάξουνε την κοπέλα, αν χρειαζότανε.

Η πονήρω όμως που κατασκόπευε, με τη βοήθεια των καλών κυρίων που φοβόντουσαν μη φύγει από εκεί γιατί δεν τη θέλανε κοντά τους, έμαθε τα σχέδια προσέγγισης των τσιγγάνικων φυλών και αποφάσισε, να δράση ακαριαία. Ξεχάσαμε να πούμε ότι οι καλοί κύριοι είχαν εξοπλίσει τη μικρή σαν αστακό με τα πιο τρομερά και φοβερά όπλα, πολύ ανώτερα των τσιγγάνων. Παρ' όλ' αυτά, η δράση έγινε κι ένα πρωΐ πήγε και βομβάρδισε και κατάστρεψε όλα τα όπλα του γείτονα και του πήρε κι ένα μεγάλο κομμάτι γης και απλώθηκε όσο δεν φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά όνειρά της πως θα το κατάφερνε τόσο καλά. Οι τσιγγάνοι βλέπετε, δεν είναι λαός μαθημένος να αγαπάει τον πόλεμο. Πολεμάει μονάχα όταν απειλείται η ζωή του από πολύ κοντά. Ετσι, η κοπέλα ηρέμησε για λίγο καιρό.

Οι τσιγγάνοι στέλνανε συνέχεια τον αρχηγό τους στους καλούς κυρίους να ζητάει το δίκιο τους κι εκείνος όλο πήγαινε αεροπορικά ταξίδια σε όλο τον κόσμο και εξηγούσε τα ανεξήγητα, πιστεύοντας ότι το δίκιο του λαού του είναι ολοφάνερο και πως θα το βρει γρήγορα μάλιστα. Ο καιρός όμως κυλούσε και το δίκιο απομακρυνόταν. Ετσι είναι, άμα δε βρείς το δίκιο σου ατάκα κιεπιτόπου, άντε μετά να το ψάχνεις. Ητανε βέβαια και το ζήτημα των όπλων στη μέση και οι τσιγγάνοι δεν είχανε κανένα να τους δίνει φοβερά και τρομερά όπλα, μόνο κάτι λιανοντούφεκα και ψωρομπομπίτσες, ενώ η κοπέλα μας είχε πάρει άδεια από τους καλούς κυρίους να κατασκευάζει κιόλας όπλα σε ένα αχούρι πλάι στο καλυβάκι της και να κάνει και εμπόριο. Αμέ! Το ότι όλα αυτά τα κάνανε οι καλοί κύριοι για να την ξεφορτωθούνε να μη τους πρήζει τα σκώτια, ούτε που πέρναγε από το νιονιό της.

Ηρθε κάποια στιγμή και στον τόπο μιας άλλης γειτονικής φυλής τσιγγάνων βρέθηκε πετρέλαιο -που να μη βρισκότανε! Αυτό το πολύτιμο αγαθό άνοιξε την όρεξη των καλών κυρίων, που σκεφτήκανε μια κομπίνα. Ετσι είναι οι καλοί κύριοι: όλο στις μπίζνες έχουνε το νου τους, επειδή μάλλον δεν τα καταφέρνουν να φέρνουν βόλτα τις γυναίκες τους. Εχετε δει φαντάζομαι πόσο ξερογκαγκανιασμένες είναι οι κυρίες των καλών κυρίων, περασμένες δέκα λούστρα και πάλι η ξινίλα δε φεύγει από τη μούρη τους. Τι να κάνουνε οι άνθρωποι; το ρίχνουν στις μπίζνες. Η κομπίνα λοιπόν ήτανε να βάλουνε μπροστά τη μικρή να καθαρίσει για τη πάρτη τους. Ελα όμως που οι τσιγγάνοι δεν είναι πολεμόχαροι; Επρεπε να βρούνε τρόπο να τους αγριέψουν. Πώς κυνηγάς στην αυλή ένα κανονικό γουρουνάκι για ν' αγριέψει και μετά να το σερβίρεις σαν αγριογούρουνο; Κάπως έτσι.

Συμβουλεύανε λοιπόν την κοπέλα, που τώρα πια είχε γίνει ένας φοβερός γυναίκαρος, όλο και να στριμώχνει τους τσιγγάνους, όλο και να παίρνει κομμάτια από τη γη τους, όλο και να σακατεύει τα παιδιά τους, όλο και να τους στερεί τροφή και νερό και χρήματα φυσικά. Παράλληλα, χαϊδεύανε τον αρχηγό των τσιγγάνων, του χαρίζανε πούρα και παλτά, τον τραπεζώνανε, στάχτη στα μάτια που λένε για να περνάει ο καιρός. Ο καιρός γιατρεύει τις πληγές λένε, αλλά τις ανοιγμένες πληγές, αυτές που συντηρούνται ανοιχτές, τις κακοφορμίζει, και σιγά σιγά μολύνεται ο οργανισμός και πεθαίνει. Κάτι τέτοιο θέλανε οι καλοί κύριοι. Να κρατιέται ανοιχτή η πληγή, να μένει άλυτο το δίκαιο ζήτημα των τσιγγάνων, ώστε να επέμβουν αυτοί την κατάλληλη στιγμή και να δώσουνε τη λύση που θέλουν. Βέβαια, δίνανε κάτι ψίχουλα που και που, αλλά με σκοπό και σχέδιο, όπως δώσανε πίσω τα εδάφη που είχε πάρει η γυναικάρα από τους γείτονες για να κλείσουν μια πιθανή οδό βοήθειας από εκεί.

Ηρθε μια μέρα που οι καλοί κύριοι δεν αντέχανε άλλο. Θέλανε τα πετρέλαια του γείτονα εδώ και τώρα που λένε. Σφυρίξανε στη γυναικάρα ότι άμα βοηθήσει θα της δώσουνε νερό να ποτίζει τα χωράφια της, σάμπως ήτανε δικό τους το νερό; από το γείτονα τσιγγάνο θα την αφήνανε να το πάρει. Εκείνη πρόλαβε να προετοιμαστεί καλά, έχτισε ένα ψηλό τοίχο να μη μπορούν να μπούνε μέσα, και περίμενε στην τσίτα. Ξεχάσαμε να πούμε ότι ο αρχηγός των τσιγγάνων πέθανε και τη θέση του πήρε ένας άλλος νεότερος που είχε βαρεθεί τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ με τους καλούς κυρίους και ένιωθε σεβασμό προς τους ομοεθνείς του και ήθελε το δίκιο της φυλής του να λάμψει, βρε αδερφέ, επιτέλους! Τελοσπάντων, η κατάσταση όσο πήγαινε και αγρίευε.

Η γυναικάρα είχε μπει για τα καλά στο νόημα, είχε και τα φοβερά και τρομερά όπλα της και κανένας δε μπορούσε να βγάλει κιχ. Το νόημα ήτανε το αγρίεμα, έκανε λοιπόν τ' αδύνατα δυνατά να εξαγριώνει όλο και περισσότερο τους τσιγγάνους. Πώς τα κατάφερνε; Ε, άμα στερείς από έναν άνθρωπο ακόμα και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, δεν είναι καθόλου δύσκολο να τον κάνεις βαπόρι. Οι τσιγγάνοι από την άλλη, είχανε καταλάβει πολύ καλά τι παίζεται και, μέσα στην απελπισία τους, όρμαγαν στα ίσια και γινόντουσαν ζωντανές μπόμπες οι ίδιοι μη έχοντας άλλο τρόπο να δώσουν στον κόσμο να καταλάβει το πρόβλημά τους, και ούτε στον ήλιο μοίρα που λένε. Πώς καιγόντουσαν ζωντανοί οι βιετναμέζοι μοναχοί για να ξυπνήσει ο κόσμος; Κάπως έτσι. Τουλάχιστον να μη χάνανε κι αυτά που είχανε. Τέρμα απελπισία λέμε. Η γυναικάρα άρχισε να ρίχνει μπόμπες στο ψαχνό, ενώ οι καλοί κύριοι ψάχνανε να βρούνε δικαιολογίες: "ήτανε μικρό και φτωχό κοριτσάκι κι έχει απωθημένα" και άλλα τέτοια.

Ο κόσμος, δυστυχώς, αργεί πάντα να ξυπνήσει, συνήθως όταν συμβαίνουν τέτοια άδικα πράγματα μπροστά στα μάτια του κάνει πως δεν τα βλέπει ή τα κλείνει σφιχτά και γυρίζει απ' το άλλο πλευρό να συνεχίσει τον ύπνο του. Ξυπνάει μονάχα όταν το κακό φτάνει έξω από τη δική του πόρτα. Κάπως έτσι μάλλον θα σκεφτήκανε οι τσιγγάνοι κι αμολήσανε τους δικούς τους "ζωντανές μπόμπες" στα πέρατα της γης μπας και ταράξουνε τους κοιμίσιδες, αλλά μπα. Ξυπνάει εύκολα ένας χορτάτος κοιλαράς; Ετσι έχουνε σήμερα τα πράγματα, η γυναικάρα περιμένει το νερό που της τάξανε οι καλοί κύριοι, οι τσιγγάνοι απειλούν θεούς και δαίμονες ζητώντας το δίκιο τους αλλά πού να τό 'βρουν, ο κόσμος έχει μαζευτεί φοβισμένος τρέμοντας μπροστά στην ψεύτικη απειλή, και το παραμύθι δύσκολα θα τελειώσει αναίμακτα.

Και, μια και πρόκειται για τρομαχτικό παραμύθι, το αίμα κύλισε ποτάμι. Δεν τη γλίτωσε κανείς, ούτε η γυναικάρα ουτε οι τσιγγάνοι και να δούμε και πόσοι άλλοι θα μπερδευτούνε ακόμα. Ολόκληρες πολιτείες και χωριά ισοπεδώθηκαν, χιλιάδες ανθρώπινες ζωές χαθήκαν στο τζάμπα, χιλιάδες παιδάκια ανάπηρα, ορφανά, χωρίς στον ήλιο μοίρα, επειδή η γυναικάρα όταν ήτανε μικρή ήτανε φτωχή και ορφανεμένη και τώρα έχει απωθημένα. Τόσο απλά.

Και οι καλοί κύριοι κάθονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι και ξεδιπλώνουνε σχέδια, πού θα βάλουνε τα καινούργια σύνορα των τσιγγάνων, πώς στο καλό θα καταφέρουνε να εξυπηρετήσουν τη γυναικάρα που άμα δεν πάρει το νερό που θέλει θα τους καθίσει στο σβέρκο, πώς θα βρούνε μια πειστική φόρμουλα να επιτεθούνε στον καρατσίγγανο με τα πολλά πετρέλαια, σε κείνον που κρατάει ψυχραιμία και δεν έχει αγριέψει ακόμα.

Εντωμεταξύ, το δυστύχημα είναι ότι υπάρχουνε πάρα πολλοί που νομίζουνε ότι οι καλοί κύριοι έχουνε καλές προθέσεις, αλλά δεν ήρθανε σε μένα να τους μιλήσω, να τους ενημερώσω για το τι ακριβώς σημαίνει "καλός κύριος". Από την άλλη πάλι, οι τσιγγάνοι είναι τόσο πολύ αγριεμένοι που δεν κρατιούνται με τίποτα, και δυσκολεύομαι και'γώ ακόμα να πω ότι είναι καλοί άνθρωποι, και έχουνε δίκιο, και μην τους πειράζετε, μοναχά δώστε τους το δίκιο τους. Αυτά και τρίβω τα μάτια μου γιατί ξύπνησα νωρίτερα από όσο ήτανε προγραμματισμένο.
________________________
ΣΗΜ.1.







Märchenhafte Geschichte aus dem Osten

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φτωχό κοριτσάκι, που δεν είχε τίποτα στον κόσμο.

Es war einmal ein Mädchen, das nichts in der Welt besaß.

Οι κακοί είχαν σφάξει τη μαμά της, το μπαμπά της και όλους τους συγγενείς και δεν είχε σπίτι να μείνει.

Die Bösen hatten ihre Mutter umgebracht, ihren Vater und alle ihre Verwandten und sie hatte keinen Ort, an dem sie bleiben konnte.

Τα παλιά τα χρόνια, όταν ο προπροπροπροπάπος της μικρούλας έβοσκε πρόβατα, είχε κάπου ένα καλυβάκι σε ένα μακρινό τόπο, τον τόπο των τσιγγάνων, αλλά τώρα εκεί πέρα κατοικούσαν τσιγγάνοι και το καλυβάκι ούτε που φαινόταν πουθενά.

Früher, als ihr Ur-Ur-Ur-Urgroßvater noch Schafe hütete, hatte er irgendwo eine Hütte, fernab gelegen, dort wo die Zigeuner lebten, aber jetzt lebten dort nur noch die Zigeuner und die Hütte war nirgendwo mehr zu finden.

Βρέθηκαν λοιπόν κάτι καλοί άνθρωποι που θέλησαν να βοηθήσουν το καημενούλικο το κοριτσάκι.

Es fanden sich nun also ein paar gute Menschen, die dem armen Mädchen helfen wollten.

Κάνανε ένα μεγάλο συμβούλιο για να δούνε πού να το πάνε και πώς να το βοηθήσουν.

Sie hielten eine große Konferenz ab, um zu sehen, wie sie es anstellen könnten, dem Mädchen zu helfen.

Κανένας από αυτούς τους καλούς ανθρώπους όμως δεν το ήθελε να μπερδεύεται ένα μικρό φτωχό παιδάκι στα πόδια του και στις δουλειές του, κι έτσι συμφωνήσανε όλοι μαζί να πάνε να βρούνε το παλιό καλυβάκι του προπροπροπροπάπου του μικρού κοριτσιού.

Niemand der guten Menschen wollte sich aber direkt mit dem armen Mädchen und seinen Angelegenheiten befassen müssen und so beschlossen sie alle gemeinsam, die alte Hütte ihres Ur-Ur-Ur-Urgroßvaters zu finden.

Πήγανε στη μακρινή χώρα των τσιγγάνων και ψάχνανε ψάχνανε αλλά καλυβάκι δεν βρίσκανε.

Sie fuhren auf das fern gelegene Land der Zigeuner und suchten und suchten, aber eine Hütte fanden sie dort nicht.

Είπανε λοιπόν στον αρχηγό των τσιγγάνων να φιλοξενήσει εκεί πέρα το κοριτσάκι και να του δώσει λίγο τόπο να χτίσει ένα σπιτάκι κι έτσι κι έγινε.

Sie sagten also dem Anführer der Zigeuner, dass er das Mädchen bei sich aufnehmen solle und ihm ein wenig Platz geben sollte, sich ein Haus zu bauen und so geschah es dann auch.

Γράψανε και κάτι χαρτιά, ότι θα ζούνε αρμονικά με το κοριτσάκι, δεν θα το μαλώνουνε ούτε θα το πειράζουνε, να μεγαλώσει και να δυναμώσει το καημενάκι.

Sie legten auch ein paar Akten an, dass sie harmonisch mit dem Mädchen zu leben gedächten und nicht mit ihm Streit anfangen oder es belästigen würden, damit es dort groß werden und zu Kräften kommen könne.


Του χτίσανε κι ένα καινούργιο καλυβάκι και φύγανε ήσυχοι πως έπραξαν το καθήκον τους απέναντι σε ένα ανήμπορο παιδάκι.

Sie bauten ihm eine neue kleine Hütte und kehrten beruhigt zurück, in dem Wissen, ihre Pflicht gegenüber einem hilflosen Kind getan zu haben.

Οι τσιγγάνοι δεν είχανε σύνορα στον τόπο τους και ούτε που σκεφτήκανε να αλλάξουν τις συνήθειές τους, το κοριτσάκι όμως, έτσι ταλαιπωρημένο που ήταν από τη ζωή και τα βάσανά της, σκεφτόταν εντελώς διαφορετικά.

Die Zigeuner kannten auf ihrem Gelände keine Grenzen und dachten auch nicht daran, ihre Gewohnheiten zu ändern.  Nur das Mädchen, erschöpft von ihrem Leben und seinen Qualen dachte ganz anders.

Αρχισε να γράφει γράμματα σε όλο τον κόσμο αναζητώντας συγγενείς, μακρινούς και κοντινούς, να έρθουνε να του κάνουν παρέα και να το βοηθήσουν να φυτέψει τη γη γύρω από το καλυβάκι, να ανοίξουνε μαγαζάκια και να κάνουν εμπόριο με ξένους τόπους, ήτανε πολύ ικανό και ευφάνταστο παιδάκι.

Sie begann, Briefe an alle möglichen Leute zu schreiben und bat Verwandte, enge und ferne, zu kommen, um ihr Gesellschaft zu leisten und ihr zu helfen, ringsum die Hütte etwas anzubauen, Geschäfte zu eröffnen und mit fremden Ländern Handel zu treiben.  Sie war ein sehr fähiges und einfallsreiches Kind.


Πριν φανεί το μικρό φτωχό κοριτσάκι στα μέρη τους, οι τσιγγάνοι ζούσανε πολύ χαρούμενα, με τα τραγούδια τους και με τους χορούς τους.

Bevor das arme kleine Mädchen auf ihrem Gelände auftauchte, lebten die Zigeuner sehr zufrieden.  Sie sangen und tanzten.

Δεν δίνανε πολλή σημασία στο χρήμα, ούτε στα πολλά πλούτη.

Sie gaben nicht viel auf Geld oder andere Reichtümer.
Η γη τους έδινε όλα όσα χρειαζόντουσαν, ψωμί και νερό, είχανε και καμπόσα ζώα και πορευόντουσαν καλά και ήρεμα.

Der Boden, den sie besaßen, gab ihnen alles, was sie brauchten, Brot und Wasser, sie hatten auch ein paar Tiere und sie lebten gut und ruhig vor sich hin.

Σαν πλακώσανε όμως οι συγγενείς του μικρού κοριτσιού και αρχίσανε να γεννάνε και να μεγαλώνει η οικογένειά του, τα πράγματα στενέψανε κομμάτι.

Als aber die Verwandten des kleinen Mädchens anfingen, zu ficken und Kinder zu gebären und ihre Familie wuchs, wurden die Dinge brenzlig.

Το κοριτσάκι χρειαζότανε κι άλλο τόπο.

Das Mädchen brauchte mehr Platz.

Ακόμα, σιχαινόταν αυτούς τους απολίτιστους γύφτους που μένανε γύρω του κι όλο τραγουδούσαν και χορεύανε.

Noch immer verachtete sie die ungehobelten Zigeuner, die um sie herum lebten und immer nur sangen und tanzten.

Προτιμούσε τους καλοπλυμένους και μοσχομυριστούς συγγενείς του, που ήτανε και μορφωμένοι -τρομάρα τους.

Sie bevorzugte ihre sauber gewaschenen, wohlriechenden Verwandten, die auch noch erschreckend gebildet waren.

Οι συγγενείς πάλι, όλο βάζανε λόγια και φουσκώναν τα μυαλά του κοριτσιού που σιγά σιγά μεγάλωνε και γινόταν μια όμορφη γυναίκα.


Die Verwandten ihrerseits redeten auf sie ein und setzten ihr in den Kopf, dass sie jetzt größer würde und dann eine schöne Frau.

"Πρόσεχε" της λέγανε, "μη σε στριμώξει κανας τσιγγαναράς καμια νύχτα και σου πάρει ό,τι πολυτιμότερο έχεις".

„Paß auf“, sagten sie, „dass Dich nicht ein Zigeuner eines Nachts bedrängt und Dir das Wichtigste nimmt, was Du hast.“

"Μα έχω χαρτιά" έλεγ' η κοπέλα, "γράφουν πως δεν θα με πειράξει κανείς", οι συγγενείς όμως τίποτα δεν ακούγανε κι όλο βάζανε φιτίλια.

„Aber es steht doch in den Akten“, sagte das Mädchen, „da steht, dass mir niemand etwas tun wird“.  Die Verwandten aber wollten das nicht hören und setzten Gerüchte in die Welt.

Με το πες πες, η κοπέλα άρχισε να διώχνει τους τσιγγάνους γείτονές της από τα σπίτια τους με διάφορα προσχήματα.

Nach und nach fing das Mädchen an, die Zigeuner aus der Nachbarschaft unter verschiedenen Vorwänden aus ihren Häusern zu vertreiben.

Πότε της έφταιγε τό 'να και πότε τ' άλλο, τους έβαζε τρικλοποδιές στο δρόμο απ' όπου περνούσαν αμέριμνοι και πέφταν και τσακιζόντουσαν, έστελνε φίδια τα βράδια στα σπίτια τους, φοβέριζε τα παιδιά τους, εμπόδιζε ν' ανοίγουν τα μαγαζάκια τους, τους έκανε τη ζωή δύσκολη με λίγα λόγια.

Mal waren sie an der einen Sache schuld, dann an einer anderen, sie legte ihnen Stolpersteine in den Weg, wenn sie ohne etwas Böses zu vermuten, vorbeigingen und dann fielen sie hin und brachen sich die Knochen.  Sie schickte Schlangen des Nachts in ihre Häuser, machte ihren Kindern Angst, verhinderte, dass sie ihre Läden öffneten… Mit einem Wort: sie machte ihnen das Leben schwer.


Οι τσιγγάνοι βλαστημάγανε την ώρα και τη στιγμή που δεχτήκανε να υπογράψουν τα χαρτιά των καλών κυρίων του συμβουλίου και ψάχνανε τρόπο να περιορίσουν την αχάριστη μικρά.

Die Zigeuner verfluchten, dass sie jemals die Vereinbarung mit den guten Menschen der Konferenz unterschrieben hatten und suchten nach einer Möglichkeit, das unangenehme Mädchen in seine Schranken zu weisen.

Ζητήσανε σε πρώτη φάση από τους κυρίους να εμποδίσουν τους συγγενείς να έρχονται, ο τόπος δεν τους χωρούσε, αλλά οι καλοί κύριοι κάναν πως δεν ακούγανε.

Zunächst verlangten sie von den guten Menschen, zu verhindern, dass die Verwandten kämen.  Es gäbe keinen Platz für sie.  Aber die guten Menschen taten so, als hörten sie nichts.

Ετσι περνούσε ο καιρός μέχρι την ώρα που η κοπελιά έβγαλε ένα φετφά πως απαγορεύεται να εμπορεύονται οι τσιγγάνοι στον τόπο της και έβαλε και όρια σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από τα συμφωνημένα όρια του καλυβιού που της είχε παραχωρηθεί.

So verging die Zeit, bis zu dem Moment, an dem das Mädchen eine Fatwa erließ, dass es verboten sei, dass die Zigeuner auf ihrem Land Handel trieben und auch die Grenzen um ihre Hütte viel weiter ausdehnte als das die Vereinbarung vorsah.

Ταυτόχρονα, κατασκόπευε με τέχνη τους τσιγγάνους και μάθαινε όλα τους τα σχέδια.

Gleichzeitig bespitzelte sie mit viel Geschick die Zigeuner und erfuhr alles über deren Pläne.

Εμαθε έτσι ότι οι τσιγγάνοι ψάχνανε βοήθεια από κάτι γειτονικές χώρες για να περιορίσουν τη δράση της πονηρής κοπέλας και να τη βάλουν στα συμφωνημένα όριά της.

So erfuhr sie, dass die Zigeuner bei einigen Nachbarländern um Hilfe angefragt hatten, damit das hinterhältige Mädchen von ihrem Tun abgehalten würde und sich an die Vereinbarungen hielt.


 Βρήκανε μια γειτονική χώρα όπου κατοικούσαν τσιγγάνοι από συγγενική φυλή και κάναν συμφωνία να τους βοηθήσει σε ώρα ανάγκης.

Sie fanden ein Nachbarland, wo die Zigeuner einer verwandten Sippschaft lebten und sprachen sich mit ihnen ab, dass diese ihnen in der Not beistünden.

Οι γείτονες, τσιγγάνοι κι αυτοί, το μυαλό τους το είχανε περισσότερο στα γλέντια παρά στους τσαμπουκάδες, αλλά είχανε όπλα σύγχρονα και πολλά και μπορούσαν να τρομάξουνε την κοπέλα, αν χρειαζότανε.

Die Nachbarn, die auch Zigeuner waren, waren zwar mehr am Feiern interessiert als einem Streit, aber sie hatten auch moderne Waffen und davon nicht wenige und konnten dem Mädchen schon einen Schreck einjagen, wenn das nötig wäre.


Η πονήρω όμως που κατασκόπευε, με τη βοήθεια των καλών κυρίων που φοβόντουσαν μη φύγει από εκεί γιατί δεν τη θέλανε κοντά τους, έμαθε τα σχέδια προσέγγισης των τσιγγάνικων φυλών και αποφάσισε, να δράση ακαριαία.

Die Hinterlistige aber, die ja spitzelte, erfuhr schon bald von der Annäherung der Zigeunerstämme und beschloss, mit der Hilfe der guten Menschen, die Angst hatten, das Mädchen würde ihren Ort verlassen und dann in ihrer Nähe landen, unmittelbar einzuschreiten.


Ξεχάσαμε να πούμε ότι οι καλοί κύριοι είχαν εξοπλίσει τη μικρή σαν αστακό με τα πιο τρομερά και φοβερά όπλα, πολύ ανώτερα των τσιγγάνων.

Wir haben vergessen, zu sagen, dass die guten Menschen das Mädchen bis an die Zähne mit den furchterregendsten und grauenvollsten Waffen bestückt hatten.  Sie war viel besser ausgestattet als die Zigeuner.


Παρ' όλ' αυτά, η δράση έγινε κι ένα πρωΐ πήγε και βομβάρδισε και κατάστρεψε όλα τα όπλα του γείτονα και του πήρε κι ένα μεγάλο κομμάτι γης και απλώθηκε όσο δεν φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά όνειρά της πως θα το κατάφερνε τόσο καλά.


Also kam es zum Angriff und eines Morgens bombardisierte sie die Nachbarn und zerstörte all ihre Waffen, nahm ein großes Stück Land in ihren Besitz und machte sich so breit, wie sie es sich nicht einmal in ihren wildesten Träumen ausgemalt hatte.

Οι τσιγγάνοι βλέπετε, δεν είναι λαός μαθημένος να αγαπάει τον πόλεμο.

Die Zigeuner aber sind nicht gewöhnt, den Krieg zu lieben.

Πολεμάει μονάχα όταν απειλείται η ζωή του από πολύ κοντά.

Sie kämpfen nur, wenn sie aus nächster Nähe auf den Tod bedroht werden.

Ετσι, η κοπέλα ηρέμησε για λίγο καιρό.

So kam das Mädchen für eine kurze Zeit zur Ruhe.

Οι τσιγγάνοι στέλνανε συνέχεια τον αρχηγό τους στους καλούς κυρίους να ζητάει το δίκιο τους κι εκείνος όλο πήγαινε αεροπορικά ταξίδια σε όλο τον κόσμο και εξηγούσε τα ανεξήγητα, πιστεύοντας ότι το δίκιο του λαού του είναι ολοφάνερο και πως θα το βρει γρήγορα μάλιστα.

Die Zigeuner schickten ständig ihren Anführer zu den guten Menschen, damit er ihr Recht einklage und er flog ständig mit dem Flugzeug rund um die Welt und erklärte das Unerklärliche und glaubte daran, dass das Recht seines Volkes völlig klar läge und dass er es schnell auch wieder einklagen würde.

Ο καιρός όμως κυλούσε και το δίκιο απομακρυνόταν.

Die Zeit aber verging und das Recht rückte immer weiter aus dem Blick.

Ετσι είναι, άμα δε βρείς το δίκιο σου ατάκα κιεπιτόπου, άντε μετά να το ψάχνεις.

So ist es nun mal, wenn du das Recht nicht sofort vor Ort wieder bekommst, dauert es, bis du es zurück hast.

Ητανε βέβαια και το ζήτημα των όπλων στη μέση και οι τσιγγάνοι δεν είχανε κανένα να τους δίνει φοβερά και τρομερά όπλα, μόνο κάτι λιανοντούφεκα και ψωρομπομπίτσες, ενώ η κοπέλα μας είχε πάρει άδεια από τους καλούς κυρίους να κατασκευάζει κιόλας όπλα σε ένα αχούρι πλάι στο καλυβάκι της και να κάνει και εμπόριο.

Natürlich war auch die Sache mit den Waffen noch dazwischen und die Zigeuner hatten niemanden, der ihnen furchterregende und schlagkräftige Waffen hätte geben können, nur ein paar leichte Gewehre und Bömbchen, während das Mädchen schon die Erlaubnis der guten Menschen eingeholt hatte, dass in einem Stall in der Nähe der Hütte selbst Waffen bauen und auch damit handeln dürfe.

Αμέ! Το ότι όλα αυτά τα κάνανε οι καλοί κύριοι για να την ξεφορτωθούνε να μη τους πρήζει τα σκώτια, ούτε που πέρναγε από το νιονιό της.

Oh weh! Dass das die guten Menschen alles taten, um sie loszuwerden und ihnen nicht auf den Nerv zu gehen.  Das kam ihnen nicht einmal in den Sinn.


Ηρθε κάποια στιγμή και στον τόπο μιας άλλης γειτονικής φυλής τσιγγάνων βρέθηκε πετρέλαιο -που να μη βρισκότανε!

Dann kam ein Moment, als auf dem Gebiete eines anderen benachbarten Zigeunerstammes Öl gefunden wurde – das besser nicht gefunden worden wäre!


Αυτό το πολύτιμο αγαθό άνοιξε την όρεξη των καλών κυρίων, που σκεφτήκανε μια κομπίνα.
Ετσι είναι οι καλοί κύριοι: όλο στις μπίζνες έχουνε το νου τους, επειδή μάλλον δεν τα καταφέρνουν να φέρνουν βόλτα τις γυναίκες τους.

Dieser wertvolle Fund regte den Appetit der guten Menschen so richtig an: Sie dachten sich einen Trick aus.
So sind nun einmal die guten Menschen:  Nur das Geschäft haben sie im Kopf.  Wahrscheinlich, weil sie es nicht schaffen, ihre Frauen mal zu verwöhnen.



Εχετε δει φαντάζομαι πόσο ξερογκαγκανιασμένες είναι οι κυρίες των καλών κυρίων, περασμένες δέκα λούστρα και πάλι η ξινίλα δε φεύγει από τη μούρη τους.

Ihr habt bestimmt schon bemerkt wie verbissen die Frauen der guten Menschen sind, aufgedonnert wie sie sind und immer noch steht ihnen die Härte im Gesicht.

Τι να κάνουνε οι άνθρωποι; το ρίχνουν στις μπίζνες.

Was sollen die Leute also tun?  Sie kümmern sich ums Geschäft.

Η κομπίνα λοιπόν ήτανε να βάλουνε μπροστά τη μικρή να καθαρίσει για τη πάρτη τους.

Der Trick also war, die Kleine vorzuschicken und für sie alles klar zu machen.

Ελα όμως που οι τσιγγάνοι δεν είναι πολεμόχαροι; Επρεπε να βρούνε τρόπο να τους αγριέψουν.

Nun waren die Zigeuner aber nun mal nicht kriegslustig.  Sie mussten also eine Möglichkeit finden, sie anzustacheln.


Πώς κυνηγάς στην αυλή ένα κανονικό γουρουνάκι για ν' αγριέψει και μετά να το σερβίρεις σαν αγριογούρουνο; Κάπως έτσι.

Wie jagst du im Hof ein gewöhnliches Schwein, damit es wild wird und dann servierst du es als Wildschwein? Ungefähr so.


Συμβουλεύανε λοιπόν την κοπέλα, που τώρα πια είχε γίνει ένας φοβερός γυναίκαρος, όλο και να στριμώχνει τους τσιγγάνους, όλο και να παίρνει κομμάτια από τη γη τους, όλο και να σακατεύει τα παιδιά τους, όλο και να τους στερεί τροφή και νερό και χρήματα φυσικά.

Sie rieten also dem Mädchen, die mittlerweile ein fürchterliches Mannweib geworden war, die Zigeuner immer weiter zu bedrängen, ihnen immer mehr Land abzunehmen, ihre Kinder immer weiter fertig zu machen und ihnen natürlich immer mehr um Nahrung, Wasser und natürlich Geld  zu bringen.



Παράλληλα, χαϊδεύανε τον αρχηγό των τσιγγάνων, του χαρίζανε πούρα και παλτά, τον τραπεζώνανε, στάχτη στα μάτια που λένε για να περνάει ο καιρός.

Gleichzeitig schmeichelten sie dem Führer der Zigeuner, dem sie Pfeifen und Mäntel schenkten, ihn zu teuren Essen einluden, streuten ihm also Sand in die Augen, um Zeit zu gewinnen.


Ο καιρός γιατρεύει τις πληγές λένε, αλλά τις ανοιγμένες πληγές, αυτές που συντηρούνται ανοιχτές, τις κακοφορμίζει, και σιγά σιγά μολύνεται ο οργανισμός και πεθαίνει.


Die Zeit heilt alle Wunden, sagt man, aber die offenen Wunden, die, die sich nicht schließen, die bringt sie in einen noch schlimmeren Zustand und langsam vergiften sie den Organismus und sie sind tödlich.

Κάτι τέτοιο θέλανε οι καλοί κύριοι. Να κρατιέται ανοιχτή η πληγή, να μένει άλυτο το δίκαιο ζήτημα των τσιγγάνων, ώστε να επέμβουν αυτοί την κατάλληλη στιγμή και να δώσουνε τη λύση που θέλουν.

So etwas beabsichtigten die guten Menschen.  Dass die Wunde offen bliebe, dass die Rechtsangelegenheiten der Zigeuner ungelöst blieben, so dass sie im geeigneten Moment einschreiten und die Lösung herbeiführen könnten, die sie wollten.

Βέβαια, δίνανε κάτι ψίχουλα που και που, αλλά με σκοπό και σχέδιο, όπως δώσανε πίσω τα εδάφη που είχε πάρει η γυναικάρα από τους γείτονες για να κλείσουν μια πιθανή οδό βοήθειας από εκεί.

Natürlich warfen sie dann und wann ein paar Brotkrumen, aber mit Maß und Methode.  So zum Beispiel gaben sie Land zurück, das das Mannweib von den Nachbarn genommen hatte, um einen mögliche Hilferoute abzuriegeln.


Ηρθε μια μέρα που οι καλοί κύριοι δεν αντέχανε άλλο. Θέλανε τα πετρέλαια του γείτονα εδώ και τώρα που λένε.

Dann kam der Tag, an dem die guten Menschen es nicht mehr aushielten.  Sie wollten an das Öl des Nachbarn und zwar sofort.

Σφυρίξανε στη γυναικάρα ότι άμα βοηθήσει θα της δώσουνε νερό να ποτίζει τα χωράφια της, σάμπως ήτανε δικό τους το νερό; από το γείτονα τσιγγάνο θα την αφήνανε να το πάρει.

Sie flüsterten dem Mannweib ein, wenn sie ihnen helfe, dann gäben sie ihr Wasser, um ihre Felder zu wässern, schließlich wäre es ja ihr Wasser und dem Nachbarn, dem Zigeuner, würden sie es vorenthalten.


Εκείνη πρόλαβε να προετοιμαστεί καλά, έχτισε ένα ψηλό τοίχο να μη μπορούν να μπούνε μέσα, και περίμενε στην τσίτα.

Ihr gelang es, sich gut vorzubereiten, sie baute eine hohe Mauer, damit sie nicht hineinkämen und wartete gespannt.


Ξεχάσαμε να πούμε ότι ο αρχηγός των τσιγγάνων πέθανε και τη θέση του πήρε ένας άλλος νεότερος που είχε βαρεθεί τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ με τους καλούς κυρίους και ένιωθε σεβασμό προς τους ομοεθνείς του και ήθελε το δίκιο της φυλής του να λάμψει, βρε αδερφέ, επιτέλους! Τελοσπάντων, η κατάσταση όσο πήγαινε και αγρίευε.

Wir haben vergessen, zu sagen, dass der Anführer der Zigeuner gestorben war und seinen Platz ein jüngerer eingenommen hatte, der das Hin und her mit den guten Menschen schon leid war und der sich seinen Stammesgenossen verpflichtet fühlte und die Rechte seines Stammes geachtet wissen wollte, Brüder, endlich!  Also wurde die Situation immer brenzliger.

Η γυναικάρα είχε μπει για τα καλά στο νόημα, είχε και τα φοβερά και τρομερά όπλα της και κανένας δε μπορούσε να βγάλει κιχ.

Das Mannweib hatte das Spiel schon voll verstanden, sie besaß die furchterregenden und schweren Waffen und keiner konnte einen Mucks machen.


Το νόημα ήτανε το αγρίεμα, έκανε λοιπόν τ' αδύνατα δυνατά να εξαγριώνει όλο και περισσότερο τους τσιγγάνους.

Das Spiel also war die Aggression, sie machte also das Unmögliche möglich – die Zigeuner immer mehr anzustacheln.

Πώς τα κατάφερνε; Ε, άμα στερείς από έναν άνθρωπο ακόμα και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, δεν είναι καθόλου δύσκολο να τον κάνεις βαπόρι.

Wie sie es schaffte?  Tja, wenn du einem Menschen selbst die Hoffnung auf ein besseres Leben nimmst, ist es wirklich nicht schwer, ihn gegen dich aufzubringen.

Οι τσιγγάνοι από την άλλη, είχανε καταλάβει πολύ καλά τι παίζεται και, μέσα στην απελπισία τους, όρμαγαν στα ίσια και γινόντουσαν ζωντανές μπόμπες οι ίδιοι μη έχοντας άλλο τρόπο να δώσουν στον κόσμο να καταλάβει το πρόβλημά τους, και ούτε στον ήλιο μοίρα που λένε.

Die Zigeuner ihrerseits hatten gut verstanden, was Sache war und in ihrer Hoffnungslosigkeit rasten sie nun auch vor Wut und wurden leibhaftige Bomben, hatten sie doch keine andere Möglichkeit, der Welt ihr Problem zu vermitteln und waren vom Pech verfolgt.


Πώς καιγόντουσαν ζωντανοί οι βιετναμέζοι μοναχοί για να ξυπνήσει ο κόσμος; Κάπως έτσι.

Verbrannten sich nicht auch die vietnamesischen Mönche lebendigen Leibes?  In etwa so.

Τουλάχιστον να μη χάνανε κι αυτά που είχανε. Τέρμα απελπισία λέμε. Η γυναικάρα άρχισε να ρίχνει μπόμπες στο ψαχνό, ενώ οι καλοί κύριοι ψάχνανε να βρούνε δικαιολογίες: "ήτανε μικρό και φτωχό κοριτσάκι κι έχει απωθημένα" και άλλα τέτοια.
Nicht, dass sie auch noch das verlören, was sie hatten.  Ende der Hoffnungslosigkeit.  Das Mannweib kam mit Bomben zur Sache, während die guten Menschen Ausreden fanden: „sie war ein armes und kleines Mädchen, wurde unterdrückt“ und solcherlei Dinge.
Ο κόσμος, δυστυχώς, αργεί πάντα να ξυπνήσει, συνήθως όταν συμβαίνουν τέτοια άδικα πράγματα μπροστά στα μάτια του κάνει πως δεν τα βλέπει ή τα κλείνει σφιχτά και γυρίζει απ' το άλλο πλευρό να συνεχίσει τον ύπνο του.

Die Leute wachen leider immer erst zu spät auf, wenn solche ungerechten Dinge vor ihren Augen geschehen, tun so, als sähen sie das Unrecht nicht und schließen die Augen und drehen sich auf die andere Seite, um weiter zu schlafen.

Ξυπνάει μονάχα όταν το κακό φτάνει έξω από τη δική του πόρτα. Κάπως έτσι μάλλον θα σκεφτήκανε οι τσιγγάνοι κι αμολήσανε τους δικούς τους "ζωντανές μπόμπες" στα πέρατα της γης μπας και ταράξουνε τους κοιμίσιδες, αλλά μπα.

Die wachen erst auf, wenn das Unheil vor ihrer eigenen Tür steht.  So dachten die Zigeuner wohl auch und schickten ihre Leute als „lebende Bomben“ quer durch die Welt,  um die Schlafenden zu wecken, aber vergeblich.

Ξυπνάει εύκολα ένας χορτάτος κοιλαράς;

Ein satter Fettwanst, wacht der etwas einfach auf?

Ετσι έχουνε σήμερα τα πράγματα, η γυναικάρα περιμένει το νερό που της τάξανε οι καλοί κύριοι, οι τσιγγάνοι απειλούν θεούς και δαίμονες ζητώντας το δίκιο τους αλλά πού να τό 'βρουν, ο κόσμος έχει μαζευτεί φοβισμένος τρέμοντας μπροστά στην ψεύτικη απειλή, και το παραμύθι δύσκολα θα τελειώσει αναίμακτα.

So sind heute die Dinge.  Das Mannweib wartet auf das Wasser, was ihr die guten Menschen versprochen haben und die Zigeuner bedrohen Gott und die Welt, wollen ihr Recht und kriegen es nicht, die Welt ist in Schrecken und fürchtet die leere Drohung und das Märchen wird kaum blutlos zu Ende gehen.


Και, μια και πρόκειται για τρομαχτικό παραμύθι, το αίμα κύλισε ποτάμι.

Da es ja auch ein schreckliches Märchen ist, rann das Blut in Strömen.

Δεν τη γλίτωσε κανείς, ούτε η γυναικάρα ουτε οι τσιγγάνοι και να δούμε και πόσοι άλλοι θα μπερδευτούνε ακόμα.

Keiner kam davon, weder das Mannweib noch die Zigeuner und wir werden sehen, wie viele noch mit hinein gezogen werden.

Ολόκληρες πολιτείες και χωριά ισοπεδώθηκαν, χιλιάδες ανθρώπινες ζωές χαθήκαν στο τζάμπα, χιλιάδες παιδάκια ανάπηρα, ορφανά, χωρίς στον ήλιο μοίρα, επειδή η γυναικάρα όταν ήτανε μικρή ήτανε φτωχή και ορφανεμένη και τώρα έχει απωθημένα. Τόσο απλά.
Ganze Staaten und Länder wurden dem Erdboden gleichgemacht, tausende Menschen verloren ihr Leben für nichts, tausende Kinder verkrüppelt, Waisen, ohne Licht am Ende des Tunnels, was das Mannweib doch klein und arm und allein und jetzt unterdrückt sie dann etwas.  So einfach.
Και οι καλοί κύριοι κάθονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι και ξεδιπλώνουνε σχέδια, πού θα βάλουνε τα καινούργια σύνορα των τσιγγάνων, πώς στο καλό θα καταφέρουνε να εξυπηρετήσουν τη γυναικάρα που άμα δεν πάρει το νερό που θέλει θα τους καθίσει στο σβέρκο, πώς θα βρούνε μια πειστική φόρμουλα να επιτεθούνε στον καρατσίγγανο με τα πολλά πετρέλαια, σε κείνον που κρατάει ψυχραιμία και δεν έχει αγριέψει ακόμα.

Und alle guten Menschen sitzen um einen runden Tisch und falten Akten, wo die neuen Grenzen der Zigeuner verlaufen sollen und wie sie es am Ende schaffen wollen, dass das Mannweib das Wasser bekommt, das man ihr versprochen hat, ohne dass sie ihnen im Nacken sitzt und wie sie eine überzeugende Klausel finden, den Zigeuner mit dem vielen Öl anzugreifen, der die Ruhe bewahrt und noch keine Aggression zeigt.


Εντωμεταξύ, το δυστύχημα είναι ότι υπάρχουνε πάρα πολλοί που νομίζουνε ότι οι καλοί κύριοι έχουνε καλές προθέσεις, αλλά δεν ήρθανε σε μένα να τους μιλήσω, να τους ενημερώσω για το τι ακριβώς σημαίνει "καλός κύριος".

Und nebenbei ist es leider so, dass es viele gibt, die meinen, dass die guten Menschen gute Absichten haben, aber sie sind nicht zu mir gekommen, damit ich mit ihnen sprechen könnte und ihnen mal erklären könnte, was genau „guter Mensch“ heißt.

Από την άλλη πάλι, οι τσιγγάνοι είναι τόσο πολύ αγριεμένοι που δεν κρατιούνται με τίποτα, και δυσκολεύομαι και'γώ ακόμα να πω ότι είναι καλοί άνθρωποι, και έχουνε δίκιο, και μην τους πειράζετε, μοναχά δώστε τους το δίκιο τους. Αυτά και τρίβω τα μάτια μου γιατί ξύπνησα νωρίτερα από όσο ήτανε προγραμματισμένο.

Auf der anderen Seite sind die Zigeuner so wütend, dass sie sich absolut nicht mehr im Zaum halten lassen und auch ich habe Schwierigkeiten zu sagen, dass sie gute Menschen seien und im Recht, dass man sie in Ruhe lassen solle und ihnen einfach Recht geben solle.  So ist das, da bin ich und muss  mir die  Augen reiben, bin ich doch früher als geplant aufgewacht.